Ένα αυτοκίνητο με τα αλάρμ αναμμένα διασχίζει τους δρόμους, μέσα του δυο άνθρωποι που δεν αναπνέουν∙ εκείνη από αδυναμία ‒η ασθένεια την εμποδίζει‒, εκείνος από φόβο.
Μέχρι την πύλη που οδηγεί στα επείγοντα η ζωή περνάει σαν φιλμ, με όσα φαίνονται ασήμαντα φτερουγίσματα της καθημερινότητας, αλλά και τα σημαντικά, τελικά, μιας σχέσης, όταν η αναπνοή, το βλέμμα και τα σώματα συντονίζονται.
Είναι μια κομβική στιγμή ‒ μέσα στο νοσοκομείο ο τόπος και ο χρόνος γίνονται έννοιες ρευστές, παρελθόν, παρόν και μέλλον εισχωρούν αδυσώπητα στη ζωή ενός ζευγαριού, δυο ανθρώπων που αγαπιούνται βαθιά, γεμίζοντάς τη ρωγμές και ερωτηματικά που ανακαλούν ακλόνητα αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης.
Στην πρόβα τους στη Στέγη τα σώματα του Νίκου Καραθάνου και της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου δονούνται ανεπαίσθητα, κλίνει ο ένας προς το μέρος του άλλου καθώς ξεκινούν να αφηγούνται την ιστορία του «Χορού των εραστών» που έγραψε ο Πορτογάλος Τιάγκο Ροντρίγκες, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, σκηνοθέτης των έργων «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» και «Εκάβη, όχι Εκάβη». Ο ίδιος αποκαλεί τις τέσσερις σκηνές του έργου «τραγούδια».
Οι σχέσεις δεν ορίζονται από τη θεωρία της αγάπης. Ένα ζευγάρι που αγαπιέται δεν συζητά θεωρητικά για την αγάπη, ζει τη λάντζα της, που είναι το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι της σχέσης, και εκεί δοκιμάζεται: στις οδοντόβουρτσες, τα σκουπίδια, στους μικρούς θυμούς και τους καθημερινούς εκνευρισμούς.
Ο Ροντρίγκες ξεκίνησε να γράφει αυτό το πρώτο του θεατρικό έργο, ένα μεγάλο ερωτικό ποίημα, αυτοβιογραφικό και απόλυτα προσωπικό, το 2006, και το ολοκλήρωσε μέσα στην πανδημία του Covid. «Είναι σαν να παραθέτει διάφορα περιστατικά», λέει ο Νίκος Καραθάνος, «πιάνεται από τη σχέση δυο ανθρώπων την ώρα που αναμετριούνται με μια οριακή εμπειρία, μεταξύ ζωής και θανάτου, για να μιλήσει για τον χρόνο, τη φθορά και το μαζί, για τη ζωή που περνά όλη μπροστά στα μάτια σου».
«Παρόλο που με έναν τρόπο είναι αυτοβιογραφικό έργο, κάθε λέξη ακουμπά τον καθένα μας, κάθε θεατή-ακροατή, με πολύ προσωπικό τρόπο, ανοίγει κάτι πολύ δικό του, μια δική του πορτούλα», προσθέτει η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου.
Μέσα από μια εμπειρία πολύ τραυματική και τρομακτική ο Ροντρίγκες ανατέμνει μια σχέση, αναρωτιέται τι είναι η αγάπη. «Όλο αυτό το τοποθετεί μέσα στον χρόνο, στην τριβή της καθημερινότητας, δεν εξιδανικεύει τη σχέση», λέει η Μαρίσσα.
«Δεν φοβάται να βρει τη λάμψη στην κοινοτοπία, το πόσο λαμπερά μπορεί να είναι τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα στη ζωή μας. Τις χαζές κουβέντες που μπορεί να πούμε ο ένας στον άλλο κάθε πρωί και κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε αυτός τις κάνει αστερισμούς στον ουρανό», λέει ο Νίκος. «Τον ενδιαφέρει πιο πολύ ο άνθρωπος».
Ποιον βαθμό δυσκολίας βάζει ο σκηνοθέτης, ζητώντας από δυο ηθοποιούς να φέρουν με πάθος και ευαισθησία το δικό τους βίωμα στη σκηνή και να συνδεθούν με τις λέξεις και τον ρυθμό ενός κειμένου που κινητοποιεί διαρκώς και με τρόπο διαφορετικό τα αισθήματα; Τη Μαρίσσα αυτή η σχέση με το κείμενο τη διευκολύνει, είναι αιτούμενο στη ζωή της και της δίνει χαρά να το συναντά και στις συνεργασίες της, δηλαδή να αγαπά τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύει. Και, φυσικά, της δίνει απέραντη χαρά να δουλεύει με τον Νίκο που αγαπά σαν άνθρωπο ανενδοίαστα∙ η φιλία τους κρατά πολλά χρόνια. «Η δυσκολία, πρακτικά και τεχνικά, είναι ότι πρέπει να αναπνέουμε μαζί, με τον ίδιο πνεύμονα, δεν γίνεται αλλιώς. Την ίδια στιγμή πρέπει να είμαστε απόλυτα ίδιοι και απόλυτα προσωπικοί», λέει ο Νίκος. «Από την άλλη, είναι τόσο συγκλονιστικά απλό και καθημερινό αυτό που συμβαίνει, που είναι πέραν του παιξίματος και της εξομολόγησης και ομολογίας στο κοινό. Είναι κάτι τόσο δικό μας και δικό σας που προκαλεί εντύπωση το ότι ένας άνθρωπος που είναι στην πρώτη γραμμή της τέχνης στην Ευρώπη, ο Τιάγκο, ξαφνικά κάνει κάτι τόσο “ταπεινό”, μακριά από τις “ψηλές κορφές” της τέχνης, καθόλου επιδεικτικό, κάτι σαν αυτό που είσαι, σαν αυτό που ζεις στο σπίτι σου, λες “αυτό που συμβαίνει το ξέρω καλά”», εξηγεί ο Νίκος.
Ο Ροντρίγκες, που τον κινεί πάντα η δραματουργία, στο πρώτο του κείμενο μιλά για την αγάπη μέσα σε μια στιγμή κρίσης που αιωρείται μεταξύ ζωής και θανάτου. «Εξετάζοντας τους χαρακτήρες μου και το τι έχουν ζήσει είναι σαν να εξετάζω την πορεία του θεάτρου μου από τότε που ξεκίνησα να γράφω», λέει. «Οι χαρακτήρες θα είναι ακόμα ερωτευμένοι; Ο νέος άντρας που ήμουν τότε, που τόλμησε να γράψει αυτό το έργο, θα έχει την ίδια ανάγκη να κάνει θέατρο; Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος να ακούσω την απάντηση, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω την ερώτηση».
Η ελλειπτικότητα και η ποιητική του κειμένου, οι απλές και απογυμνωμένες λέξεις συναντούν τα αισθήματα, ο ρυθμός την ένταση και το χιούμορ, πολεμώντας τη φθορά των σχέσεων στην αληθινή ζωή. Δεν χρειάζεται να ακούσει κάποιος αυτές τις λέξεις περισσότερο από δυο λεπτά, του φτάνουν για να συνδεθεί με τις εικόνες που προκαλούν, να ανακαλέσει συναισθήματα, φόβους, να αναρωτηθεί για τις βεβαιότητές του.
«Δεν υπάρχει τοίχος. Οι δυο άνθρωποι μοιράζονται στη σκηνή μαζί μ’ εσένα, με κάθε θεατή ξεχωριστά, κάτι για το οποίο δεν είμαστε έτοιμοι, τον θάνατο, την έλλειψη του άλλου, τις βαθύτερες σκέψεις που εκφράζονται με απλές λέξεις. Πρέπει να φτάσουν σ’ εσένα άφθαρτες, γίνεται κάτι πολύ ιδιαίτερο, πολύ σπάνιο, πολύ απλό, πολύ μικρό, τεράστιο ωστόσο μέσα σου σε αξία, αυτή την αίσθηση έχω από τη σκηνή. Ενώ δεν απευθύνεσαι σε κάποιον, απευθύνεσαι στον καθένα ξεχωριστά», λέει η Μαρίσσα. «Θα πω κάτι προσωπικό. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς μου, πριν από πάρα πολλά χρόνια, κάθε φορά που άκουγα ασθενοφόρο πίστευα ότι ήταν μέσα δικός μου άνθρωπος. Όταν διάβασα το κείμενο σκέφτηκα αμέσως αυτό, μου ξύπνησε μια ανάμνηση που με χτύπησε με δύναμη. Έκλαιγα γιατί ο Τιάγκο έχει μια μαεστρία στον τρόπο που οργανώνει τις λέξεις. Όπως έχει πει και ο ίδιος, μέσα στην απόλυτη πειθαρχία αποκαλύπτεται η ουσιαστική και απέραντη ελευθερία. Αυτό νομίζω πως κάνει στο κείμενό του με τις λέξεις, με τον τρόπο που τις μετράει, και μέσα από αυτή την πειθαρχημένη παρτιτούρα βγαίνει κάτι πολύ ανοιχτό και γενναιόδωρο».
Ο Ροντρίγκες ανοίγει με το κείμενό του μια μεγάλη εικόνα που αποτελείται από μικροσκοπικές, σχεδόν αόρατες ψηφίδες. Ο θεατής ταξιδεύει από μια κρεβατοκάμαρα σε ένα νοσοκομείο και πάλι πίσω, επιστρέφει στην καθημερινότητα και στις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν μετά από μια τόσο μεγάλη δοκιμασία.
Στο πρώτο μέρος, στο πρώτο «τραγούδι», σε βάζει να σκεφτείς «τι θα γίνω αν ο άνθρωπός μου κινδυνέψει να χαθεί; Αν ο αγαπημένος μου φύγει; Έχουμε χρόνο; Να σωθούμε γιατί έχουμε πράγματα να κάνουμε».
Ο Ροντρίγκες λέει ότι έχει εστιάσει «στον ψυχικό πλούτο αυτών των δυο υπέροχων ηθοποιών. Το έργο είναι η αφετηρία, δεν ολοκληρώνεται ποτέ, οι ηθοποιοί “γράφουν” τις αισθήσεις του κειμένου. Εγώ έγραψα τις λέξεις, αλλά η αίσθησή τους καταγράφεται από τους ηθοποιούς μου που προσθέτουν τη δική τους ερμηνεία στα νοήματα ως μεσάζοντες. Δεν γράφω για μένα ούτε για το κοινό, στόχος μου είναι οι ηθοποιοί να συναντήσουν το κοινό». Η ερμηνεία και των δυο και η χημεία τους τον έκαναν να δει ποιότητες που όταν έγραφε το κείμενο δεν είχε σκεφτεί, παραδίδεται λοιπόν στους ερμηνευτές του, αφήνοντας το κείμενο ως δώρο.
«Το σπουδαίο σε αυτό το κείμενο», λέει ο Νίκος, «είναι πώς δεν αφορά μόνο το μετά ή τον κίνδυνο να χαθεί κάτι αλλά και το πριν, τα πράγματα που δεν έχουν ολοκληρωθεί, όσα έμειναν στη μέση, σχέδια που δεν εκτελέστηκαν, μικρές πράξεις της καθημερινότητας».
«Αυτές οι μικρές εκκρεμότητες, οι ασήμαντες, είναι η ζωή», συνεχίζει η Μαρίσσα.
Οι σχέσεις δεν ορίζονται από τη θεωρία της αγάπης. Ένα ζευγάρι που αγαπιέται δεν συζητά θεωρητικά για την αγάπη, ζει τη λάντζα της, που είναι το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι της σχέσης, και εκεί δοκιμάζεται: στις οδοντόβουρτσες, τα σκουπίδια, στους μικρούς θυμούς και τους καθημερινούς εκνευρισμούς.
Παράλληλα με τη σχέση που εκτυλίσσεται στη σκηνή, συμπληρωματικά και εντός των συναισθημάτων που αναδύονται υπάρχει η σχέση του Νίκου και της Μαρίσσας που ξεκινά από το 2009, από τις πρόβες της «Δωδέκατης Νύχτας» που σκηνοθέτησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Ο Νίκος έπαιζε τον Μαλβόλιο και η Μαρίσσα την Ολίβια. Αγαπήθηκαν πολύ, ταίριαξαν, και όταν τέλειωσε η παράσταση, η Μαρίσσα ξεκίνησε πρόβες για μια παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών, κατά τη διάρκεια των οποίων της συνέβη ένα τρομερό ατύχημα∙ αυτή η στιγμή καθόρισε με έναν τρόπο και τη σχέση τους. Δέθηκαν οι ζωές τους, η Μαρίσσα έδινε τη μάχη της για την αποκατάσταση, ο Νίκος της πρότεινε διαρκώς να δουλέψουν μαζί και όταν αργότερα, το 2012, θα έκανε το «Δεκαήμερο», η Μαρίσσα του τηλεφώνησε για να του ζητήσει να γίνει βοηθός του, για να έχει έναν λόγο να βγαίνει από το σπίτι και να κάνει κάτι όχι για εκείνη αλλά για τους άλλους. Έτσι ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί και συνεχίζουν και σήμερα. «Με τη Μαρίσσα περπατήσαμε και περπατάμε μαζί. Έχεις έναν άγγελο δίπλα σου, ο οποίος από τον πολύ πόνο του θεραπεύει τους άλλους. Οι άνθρωποι που πονάνε, που ζουν με τον πόνο, έχουν την ικανότητα να θεραπεύουν τους άλλους», λέει ο Νίκος. Για τη Μαρίσσα ο Νίκος είναι ο άνθρωπος που την έμαθε να μη φοβάται. «Κάποια σόγια σού τυχαίνουν στη ζωή, στις ζαριές έρχονται κάποιοι φίλοι που δεν τους διαλέγεις εσύ. Θα συναντήσεις κάποιους ανθρώπους και θα πορευτείς μαζί τους γιατί είναι μαγικοί. Κάτι συμβαίνει κι αυτοί βρίσκονται μπροστά σου, είναι οι αδελφές ψυχές σου, εραστές και φίλοι και αντίπαλοι και οικογένεια, όλα μαζί», λέει ο Νίκος. «Δεν ξέρω με ποια λέξη να το περιγράψω αυτό, αν είναι πολύτιμο ή επιστήθιο∙ είναι ένα κομμάτι από το σώμα σου και αν είναι να φύγει, το σώμα σου διαλύεται».
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αυτή η παράσταση, αυτό το κείμενο δεν μπορεί να ερμηνευθεί από ανθρώπους που δεν ταιριάζουν, δεν συνδέονται, δεν γνωρίζονται καλά, δεν συντονίζονται στη ζωή. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο και αυτό το επάγγελμα αυτή η μεταξύ τους σχέση έχει σημασία.
Ποιο είναι το κομμάτι της αγάπης που τους δυσκολεύει στην καθημερινότητά τους με τους συντρόφους τους, τους ανθρώπους της ζωής τους;
«Είναι αυτό που λέμε και στο έργο», λέει ο Νίκος, «η τριβή στην καθημερινότητα, το κάθε μέρα, ποιος θα μπει πρώτος στο μπάνιο, ποιος είναι δίπλα στο κρεβάτι, όλος αυτός ο ηλεκτρισμός, να είσαι μαζί και να γρατζουνίζεσαι με τον άλλο. Αυτό φοβάσαι ότι μπορεί να χάσεις και αυτό τελικά σου λείπει». «Έχω ανακαλύψει ότι κάθε φορά που εκνευρίζομαι φουντώνει η αγάπη μου, θέλω να είμαι συνεχώς στην αγκαλιά του συντρόφου μου, είναι οξύμωρο, αλλά έτσι συμβαίνει», λέει η Μαρίσσα.
«Τον Τιάγκο τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος», λέει η καλλιτεχνική συνεργάτιδα του Ροντρίγκες, Αργυρώ Χιώτη. «Όσες πρόβες κάναμε, δεν τον άκουσα ούτε μια στιγμή να μιλάει για πράγματα που έχουν να κάνουν με ψυχολογία, για παράδειγμα. Ήταν και ο ίδιος τόσο ελεύθερος, άμεσος στην επαφή του. Μένει στη μουσική, την ποίηση, την απλότητα της φόρμας που προτείνει και στη μορφή που έχει. Που σημαίνει ότι αυτό που είναι πολύτιμο είναι να αφήνεις τα πράγματα να συμβαίνουν, τους ηθοποιούς να δίνουν ζωή σε αυτό το ποίημα ‒ και ο σκηνοθέτης να τους αφήνει να υπάρξουν. Πόσο καταπληκτικό είναι αυτό όταν συμβαίνει στη σκηνή και πόσο σπάνιο!».
Ο Τιάγκο Ροντρίγκες φτάνει στην καρδιά της σχέσης δυο ανθρώπων και ενδιαφέρεται όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά και για τον θεατή. Θέλει να αισθανθεί και να συνδεθεί μαζί του με μια σχέση πειστική, αληθή, μέσα από ένα κείμενο που έχει γίνει προσωπικό ζήτημα και των ίδιων των ηθοποιών, θέλει το «μαζί για πάντα» να εννοείται με λεπτότητα και βάθος κόντρα στη φθορά. Τα πολλά επίπεδα του έργου και τα θέματα που διαρκώς ανοίγει μοιάζουν σαν μια κούρσα ενάντια στον χρόνο, όπου όλα απειλούνται και όπου η ζωτική δύναμη της αγάπης επανεμφανίζεται. Η συνθήκη της αληθινής ζωής και των αληθινών σχέσεων που μέσα στη θεατρική πράξη μεταμορφώνονται ακόμα και σε κάτι ελάχιστο, ένα νεύμα, μια αναπνοή, έναν συντονισμένο ψίθυρο είναι αυτό που κάνει το έργο ξεχωριστό, σαν ύμνο, σαν ρέκβιεμ για την αγάπη.