Ακίνητα σαν γλυπτά πάνω σε βράχους ενός άχρονου περιβάλλοντος τέσσερα πρόσωπα έρχονται από το παρελθόν και ζωντανεύουν τις ερωτικές τους ιστορίες που κατάφεραν να θριαμβεύσουν μέσα στους αιώνες με τους ήρωες να έχουν τύχη τραγική.
Ο Γιάννης Καλαβριανός έγραψε και σκηνοθετεί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, μια ακόμα από τις ιστορίες που ξέρει να αφηγείται με τρόπο γοητευτικό, την «Πύλη της Κόλασης» που δανείζεται τον τίτλο της από το διάσημο έργο του Ροντέν. Ο σκηνοθέτης αγαπά να ταξιδεύει όσο μπορεί και πάντα είναι ανοιχτός σε μικρές λεπτομέρειες, όπως σε έργα μέσα σε μουσεία που προσπερνούν συνήθως οι επισκέπτες, για να βρει τον καμβά των έργων του.
«Αν έπρεπε να ορίσουμε μία συγκεκριμένη αφετηρία της παράστασης αυτής θα λέγαμε πως ήταν ένας πίνακας, Ο θάνατος της Φραντσέσκα ντα Ρίμινι και του Πάολο Μαλτέστα, του Αλεξάντρ Καμπανέλ, που είδα στο Μουσείο Ορσέ το καλοκαίρι του 2022 και που δεν είχα προσέξει ποτέ. Εκεί, οι παράνομοι εραστές Πάολο και Φραντσέσκα πέφτουν νεκροί, χτυπημένοι από το ξίφος του Τζιοβάνι, αδελφού του Πάολο και συζύγου της Φραντσέσκα» λέει.
Όλοι πιστεύουμε ότι μας αξίζουν τα πάντα. Θέλουμε να βλέπουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι σαν και μας. Έτσι, μοιραία καταλήξαμε να βλέπουμε ηθοποιούς να παίζουν σαν κι εμάς τραγουδιστές τραγουδάνε σαν κι εμάς, παραστάσεις να γίνονται σαν αυτές που θα κάναμε στο σαλόνι του σπιτιού μας με τους φίλους μας. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο στόχος της τέχνης, να μας πείθει ότι είναι σαν κι εμάς.
Την ιστορία αυτή τη συνδέει στην παράσταση με ένα άλλο ερωτικό τρίγωνο που διαδραματίζεται 600 σχεδόν χρόνια αργότερα όταν ο άσημος τότε γλύπτης, Αύγουστος Ροντέν παίρνει την παραγγελία να φτιάξει την πύλη του καινούριου μουσείου, που θα χτιζόταν στη θέση του καμένου Παλαί ντ’ Ορσέ, στο Παρίσι. Ενώ μελετά την Κόλαση του Δάντη όπου στο 5ο Άσμα της αναφέρεται η ιστορία του Πάολο και της Φραντσέσκα, ενώ γνωρίζει μία από τις πιο χαρισματικές γλύπτριες που έζησαν ποτέ. Την Καμίγ Κλοντέλ. Την κάνει βοηθό του και σύντομα γίνονται εραστές. Κρατάνε τη σχέση τους κρυφή, γιατί ο Ροντέν είχε παράλληλα μία άλλη μόνιμη σύντροφο. Ο Ροντέν και η Κλοντέλ ζουν ερωτευμένοι και δημιουργικοί για 15 σχεδόν χρόνια. Ο Ροντέν δημιουργεί μερικά από τα πιο εμβληματικά γλυπτά όλων των εποχών, τον Σκεπτόμενο και το Φιλί, που απεικονίζει τους αγκαλιασμένους Πάολο και Φραντσέσκα και γίνεται διάσημος. Αντίθετα, η πατριαρχική εποχή διαλύει το ταλέντο και τον ψυχισμό της Κλοντέλ και την κλείνει σε ψυχιατρείο για 30 χρόνια.
«Όταν είδα στο Μουσείο Ορσέ, τον πίνακα του Καμπανέλ και την Πύλη της Κόλασης του Ροντέν, ήξερα πως βρήκα επιτέλους την ιστορία μου. Το γεγονός πως βρισκόμουν εκεί που ξεκίνησαν τα πραγματικά γεγονότα και διασταυρώνονταν οι δύο ιστορίες ήταν μια απίστευτη σύμπτωση που τα έδεσε όλα και έγινε η απαρχή της ιδέας της παράστασης. Δύο ιστορίες από τον 13ο και τον 19ο αιώνα που είναι τελικά μία. Αυτή της αιώνιας ανθρώπινης περιπέτειας» λέει ο Γιάννης Καλαβριανός και σημειώνει ότι «αυτή δεν είναι μια παράσταση αφιερωμένη σε τέσσερα ιστορικά πρόσωπα.
Tο θέμα είναι πάντα μία αφορμή, μία εκκίνηση. Και θα ήταν κρίμα να μέναμε μόνο σε αυτό. Στην πραγματικότητα το έργο μιλάει για την αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος, την προσπάθειά του να νικήσει τον χρόνο, για το τι αφήνουμε πίσω ως ανάμνηση του περάσματός μας από τη ζωή, για τους ανθρώπους που δυσκολεύονται, για τα κορίτσια και τα αγόρια που παντρεύτηκαν χωρίς να ξέρουν καλά - καλά το γιατί και για εκείνα που ερωτεύτηκαν και κυνήγησαν τον έρωτά τους ως το τέλος. Δηλαδή, με κάποιον τρόπο, ξαναγυρίζουμε στην ασταμάτητη φόρα του ανθρώπου να αναζητά τον έρωτα. Το ζήτημα όμως δεν είναι οι ιστορίες, είναι ο τρόπος που χρησιμοποιείς κάθε φορά για να τις πεις».
Για τον Γιάννη Καλαβριανό η μεγαλύτερη δυσκολία όταν ξεκινά ένα νέο έργο είναι να καθαρίσει το μυαλό του από την τρέχουσα επικαιρότητα ή το ποτάμι της αισθητικής προτίμησης των πολλών. «Διανύουμε μια εποχή που τα πράγματα μοιάζουν αφόρητα ίδια, αρά μη αναμενόμενα» λέει. «Πως να εκπλαγείς από κάτι που θεωρήθηκε αριστούργημα από τις πρόβες, πριν καν παρουσιαστεί; Ποιος διάλογος να ανοίξει, όταν το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής ομοφωνεί υπέρ ή κατά με παρόμοια επιχειρήματα; Πόσες φορές μπορεί να «ανανεώνεται» αυτό το έρμο το θέατρο; Από την πολλή ετήσια ανανέωση καταλήξαμε να το χαζεύουμε ζαβλακωμένοι.
Στην εποχή της ποπ ψυχολογίας και της αισθητικοποιημένης ομοιομορφίας, η οποιαδήποτε έκφραση ένθερμου συναισθήματος, από ένα τρυφερό κοίταγμα μέχρι μια ερωτική εξομολόγηση ή ένα απελπισμένο ερωτικό ξέσπασμα, θεωρούνται ύποπτα ή ακόμη χειρότερα περιγράφονται χρησιμοθηρικά ως μηχανισμοί θωράκισης του εαυτού, σαν να πρόκειται για κινήσεις που πρέπει να πραγματωθούν για να προλάβουμε μικρές ή μεγαλύτερες νευρώσεις. Λες και δεν είμαστε φτιαγμένοι για να εκφραζόμαστε. Στην τελική, κάποιος πρέπει να φτιάχνει παραστάσεις για τις στιγμές που ερωτευόμαστε ή θάβουμε τον πατέρα μας. Η μεγαλύτερη λοιπόν, δυσκολία μου είναι να κάνω θέατρο υψηλού επιπέδου που να απευθύνεται σε πολλούς».
Ο Γιάννης Καλαβριανός μιλά στις παραστάσεις του για όλους αυτούς που δεν μιλάνε, δε θέλει να μιλά για τον εαυτό του και τη δική του εμπειρία και αυτός είναι ο λόγος που με τις ιστορίες του συντονίζονται άνθρωποι διαφορετικής μόρφωσης, κουλτούρας η θεατρικής εμπειρίας.
«Έτσι έμαθα να λειτουργώ. Φτιάχνω ιστορίες για εκείνους που δεν μπορούν» λέει. «Και χαίρομαι που οι παραστάσεις συζητιούνται και μένουν στη μνήμη των θεατών. Θέλω να κρατάω όσο μπορώ το ανάχωμα απέναντι στο φτηνό και το εύκολο. Να επιμένω σε άγνωστες ιστορίες, να φτιάχνω πράγματα από το μηδέν και να παλεύω να φτάσουν σε όσους περισσότερους θεατές γίνεται. Το να ασχολείσαι με παλιές ή άγνωστες ερωτικές ιστορίες θέλει πολλή δύναμη. Οτιδήποτε γίνεται με περισσότερο κόπο, αντιμετωπίζεται σχεδόν απειλητικά σαν κάτι πάρα πολύ βαρύ για να το αντέξεις. Όλοι πιστεύουμε ότι μας αξίζουν τα πάντα. Θέλουμε να βλέπουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι σαν και μας. Έτσι, μοιραία καταλήξαμε να βλέπουμε ηθοποιούς να παίζουν σαν κι εμάς τραγουδιστές τραγουδάνε σαν κι εμάς, παραστάσεις να γίνονται σαν αυτές που θα κάναμε στο σαλόνι του σπιτιού μας με τους φίλους μας. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο στόχος της τέχνης, να μας πείθει ότι είναι σαν κι εμάς. Αν η τέχνη γίνει σαν τον εαυτό μας και τον κόσμο μας, αν δεν μπορεί πια να μας δείχνει τον δρόμο για κάτι άλλο, να πάει να πνιγεί».
Τον ρωτώ για τους ηθοποιούς της παράστασης, τον Γιώργο Γλάστρα, τη Χριστίνα Μαξούρη, τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο και τη Λυγερή Μητροπούλου και πόσο δύσκολο είναι σήμερα να ζυμωθεί μια ομάδα ανθρώπων και να αφοσιωθεί σε μια ιδέα η μια παράσταση. «Η ατομική βιρτουοζιτέ δεν με απασχόλησε ποτέ» λέει. «Η δημιουργία ομάδας, όχι αναγκαστικά με την έννοια της ώσμωσης των ιδιοτήτων και της συναπόφασης, αλλά ως κύτταρο κοινού στόχου είναι έτσι κι αλλιώς το μεγάλο ζητούμενο στο θέατρο. Και όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Σε εποχές άκρατου ατομικισμού, δεν θα μπορούσαν οι παραστατικές τέχνες, που έτσι κι αλλιώς είναι πρόσφορος τόπος ενδημικών περιπτώσεων ναρκισσισμού, να μείνουν αλώβητες. Το να βρεθούν συνεργάτες που δεν θα έχουν ως πρωτεύον ζητούμενο την προσωπική τους μικροπροβολή είναι το θέμα που με απασχόλησε από την αρχή, γι΄ αυτό και έχω καταλήξει σε σταθερές συνεργασίες με καλλιτέχνες που εκτιμώ και βάζουν ως πρωτεύον το να πάει καλά η παράσταση».