ΒΑΡΙΑ ΠΕΦΤΕΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ του Ντέιβιντ Λιντς, του δικού μας σαγηνευτικού «παραμυθά», του σκηνοθέτη που έκανε εκθαμβωτικό το φως και ελκυστικό το σκοτάδι, που μας υπέδειξε το μυστήριο που τυλίγει τα πάντα, που έκανε τις υπερβατικές υποσχέσεις του σινεμά, και της τέχνης συνολικά, πραγματικότητα, που μας έπεισε ότι υπάρχουν παράλληλοι κόσμοι – στον αιθέρα, στις σκιές, στα όνειρα, αλλά κυρίως εντός μας.
Μόνο με την απώλεια του Μπόουι ή του Κοέν μπορώ να τη συγκρίνω προσωπικά – τρεις δημιουργοί και τρεις προσωπικότητες που συνδυαστικά μού κάλυπταν όλες μου σχεδόν τις «ανησυχίες» και που πέραν των όποιων άλλων κοινών ευαισθησιών που μπορεί να είχαν, τους ένωνε μια καλή (ο υπερβατικός διαλογισμός, που ποτέ δεν κατάφερα να ξεκινήσω) και μια κακή συνήθεια (η αδυναμία στο τσιγάρο, το οποίο ακόμα δεν μπορώ να κόψω).
Πολλοί δυσκολεύονται όταν καλούνται, κάποιο βράδυ στο πλαίσιο μιας χαλαρής παρέας, να επιλέξουν μία μόνο ταινία ή έναν μόνο σκηνοθέτη. Για μένα, είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Ποιος είναι ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης; Ο Ντέιβιντ Λιντς. Ποια είναι η ταινία που σε σημάδεψε ανεξίτηλα σε «τρυφερή» ηλικία; Το «Μπλε Βελούδο». Ποια είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών; Το «Mullholland Drive» (ειδικά σε διπλή προβολή με το «Inland Empire»). Απλά πράγματα.
Το ύφος του έχει συχνά χαρακτηριστεί ως σουρεαλιστικό… Ο σουρεαλισμός του Λιντς, ωστόσο, είναι περισσότερο διαισθητικός παρά προγραμματικός. Αν οι κλασικοί υπερρεαλιστές εξυμνούσαν τον παραλογισμό και προσπαθούσαν να απελευθερώσουν το φανταστικό στην καθημερινότητα, ο Λιντς χρησιμοποιεί το συνηθισμένο ως ασπίδα για να αποκρούσει το παράλογο.
Το 2018 είχε κυκλοφορήσει μια υβριδική «αυτοβιογραφία» του Λιντς με τίτλο Room to Dream, όπου η αφήγηση εναλλάσσεται ανάμεσα στη βιογράφο του Κριστίν Μακένα και τον ίδιον. «Η μητέρα του Ντέιβιντ Λιντς ήταν άνθρωπος της πόλης και ο πατέρας του της επαρχίας», ξεκινάει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. «Αυτό ίσως είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσουμε αυτή την ιστορία, επειδή πρόκειται για μια ιστορία δυαδικότητας. "Βρίσκονται τα πάντα σε μια τόσο τρυφερή κατάσταση, όλη αυτή η σάρκα…, και είναι ένας ατελής κόσμος", παρατηρεί αινιγματικά ο Λιντς, και αυτή η κατανόηση είναι κεντρική σε ό,τι έχει κάνει. Ζούμε στο βασίλειο των αντιθέτων, ένα μέρος όπου το καλό και το κακό, το πνεύμα και η ύλη, η πίστη και η λογική, η αθώα αγάπη και η σαρκική λαγνεία, υπάρχουν δίπλα-δίπλα σε μια αμήχανη ανακωχή. Το έργο του Λιντς κατοικεί στην περίπλοκη εκείνη ζώνη όπου συγκρούονται το όμορφο και το καταραμένο…».
Στο ίδιο βιβλίο, με αφορμή τον απίστευτο τρίτο κύκλο του Twin Peaks –κυριολεκτικά ό,τι πιο σεισμικό και μεγαλειώδες έχουν να επιδείξουν τα οπτικοακουστικά μέσα για τον αιώνα που διανύουμε–, ο ίδιος έλεγε για τη «μουσική» του προσέγγιση στη δημιουργία αξέχαστων σκηνών, εικόνων και συμβόλων στα οποία επιστρέφει, κι αυτός κι εμείς, σαν υπνωτισμένοι, ξανά και ξανά, αντικρίζοντας κάθε φορά διαφορετικό είδωλο στον καθρέπτη: «Όλοι έχουν θεωρίες για το τι ακριβώς πραγματεύεται η σειρά, πράγμα που είναι υπέροχο, και δεν θα είχε σημασία αν εξηγούσα τη δική μου θεωρία. Τα πράγματα έχουν τις δικές τους αρμονίες, και αν είσαι όσο πιο πιστός μπορείς σε μια ιδέα, τότε οι αρμονίες θα υπάρχουν και θα είναι αληθινές, ακόμα κι αν είναι αφηρημένες. Μπορεί να επιστρέψει κανείς μετά από δέκα χρόνια σε κάτι και να το δει με εντελώς διαφορετικό τρόπο, μπορεί μάλιστα να δει περισσότερα πράγματα – αν πιστεύει στην αλήθεια της αρχικής ιδέας. Αυτό είναι ένα από τα όμορφα πράγματα που μπορεί να κάνει ο κινηματογράφος: Μπορείς να επιστρέψεις στον ίδιο κόσμο αργότερα και να αποκομίσεις περισσότερα, αν ήσουν πιστός στις βασικές του νότες…»
Έχει ήδη επισημανθεί το ότι το σύμπαν του Λιντς είναι τόσο αναγνωρίσιμο ώστε –όπως ο Φρανκ Κάπρα και ο Φραντς Κάφκα, δύο από τα ινδάλματά του, τα οποία θα έλεγε κανείς ότι κατόρθωσε αλχημικά να αναμίξει στο έργο του– το επώνυμό του έγινε προσδιορισμός. «λιντσικό», όπως «καφκικό». Όπως όμως είχε σημειώσει και ο σπουδαίος κριτικός J. Hoberman, αυτό το "λιντσικό" φάσμα, «είναι ταυτόχρονα εύκολο να αναγνωριστεί και δύσκολο να οριστεί. Φτιαγμένες από έναν άνθρωπο με μακρόχρονη αφοσίωση στην τεχνική του "υπερβατικού διαλογισμού", οι ταινίες του χαρακτηρίζονται από την ονειρική τους εικονογραφία και τον ακριβή ηχητικό τους σχεδιασμό, καθώς και από μανιχαϊστικές αφηγήσεις που αντιπαραθέτουν μια ιδιαίτερα τονισμένη, ακόμη και γλυκανάλατη, αθωότητα ενάντια στη διαφθορά ενός πανταχού παρόντος κακού. Το ύφος του έχει συχνά χαρακτηριστεί ως σουρεαλιστικό… Ο σουρεαλισμός του Λιντς, ωστόσο, είναι περισσότερο διαισθητικός παρά προγραμματικός. Αν οι κλασικοί υπερρεαλιστές εξυμνούσαν τον παραλογισμό και προσπαθούσαν να απελευθερώσουν το φανταστικό στην καθημερινότητα, ο Λιντς χρησιμοποιεί το συνηθισμένο ως ασπίδα για να αποκρούσει το παράλογο…».
Μεταξύ τόσων θαυμαστών άλλων που έχει κάνει (και όχι μόνο στο σινεμά), ο Ντέιβιντ Λιντς έχει γυρίσει και διάφορα φιλμ και βίντεο μικρού μήκους, πολλά εκ των οποίων κυκλοφορούν ελεύθερα. Όπως το επτάλεπτο Boat του 2007, που νομίζω με τον τρόπο του ταιριάζει με το θλιβερό γεγονός της αναχώρησης του μεγάλου οραματιστή για άλλα, ανώτερα επίπεδα συνείδησης. Με οδηγό την μυστηριώδη αφήγηση μιας γυναικείας φωνής, βλέπουμε πλάνα ενός ξύλινου κρις-κραφτ στην άκρη μιας λίμνης, μέχρι που εμφανίζεται ο οδηγός του, το πρόσωπο του οποίου δεν διακρίνεται. Τελικά, το σκάφος ξεκινά και καθώς σκίζει τα νερά της λίμνης, διαπιστώνουμε ότι ο σκίπερ είναι ο ίδιος ο Λιντς, ο οποίος γυρνά προς την κάμερα και (μας) λέει: «Θα προσπαθήσουμε να πάμε γρήγορα ώστε να μπούμε εγκαίρως μέσα στη νύχτα».
David Lynch - Boat