Αγροίκοι
Ξανάπιασα τον Παβέζε, τα βιβλία του δηλαδή, γιατί ο ίδιος είναι πάντα κοντά μου -έτσι θα ήθελα να γράφω. Ξεκίνησα με τους Αγροίκους (Paesi tuoi), το -καθόλου πρωτόλειο- μυθιστόρημά του που πρωτοεκδόθηκε το 1941, επί Μουσολίνι. Και συνέχισα με τις Κοπέλες μόνες (Tra donne sole) και τον Διάβολο στους λόφους (Il diavolo sulle colline) σε γαλλική μετάφραση, επειδή η έκδοση του Κέδρου είναι εξαντλημένη από τη ... δεκαετία του '70, παρότι προικίζεται με τη μετάφραση του Στρατή Τσίρκα. Από τα τρία αυτά διηγήματα, Οι Αγροίκοι, το πιο "σκληρό" που έγραψε ποτέ ο Παβέζε, είναι, σύμφωνα με τον μεταφραστή Γιώργο Κεντρωτή, και το πιο συγγενικό με το ύφος, τη θεματολογία και τις αφηγηματικές μεθόδους του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Σ' αυτήν την άτυπη συνομιλία με τους έλληνες συγγραφείς, δεδομένης και της γνωστής απέχθειας του ιταλού συγγραφέα για το νατουραλισμό και την ιδιωματική γλώσσα, η χρήση διαλεκτικών τύπων που επέλεξε ο μεταφραστής φαίνεται να τον δικαιώνει, καθώς κυκλώνεται έτσι από παντού ο βίαιος μικρόκοσμος της ιταλικής υπαίθρου. Τα παρακάτω αποσπάσματα, που συνοδεύονται από σκηνές της νεορεαλιστικής ταινίας Πικρό ρύζι (Riso amaro, 1949) του Τζουζέπε Ντε Σάντις, προέρχονται από τη μετάφραση του Γιώργο Κεντρωτή στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (Αθήνα, 1996). Ο Τσέζαρε Παβέζε έτυχε να γνωρίσει τις αδερφές Κονστάνς και Ντόρις Ντόουλινγκ στη Ρώμη, την εποχή που η Ντόρις εμφανιζόταν στην ταινία Πικρό Ρύζι. Ο άτυχος έρωτάς του για την Κονστάνς του συντόμευσε τη ζωή.
Το μεσημέρι ήρθαν να μου πουν να πάω για φαγητό. Ξανάφαγα μινεστρόνε με αντζούγιες και τυρί. Να γιατί οι γυναίκες εδώ ήταν σαν χτιστές. Μονάχα η Τζιζέλα, που σημειωτέον με κοίταζε και μου χαμογελούσε, έμοιαζε να' χει φτιαχτεί από φρούτα. Γι' αυτό όταν τέλειωσε κάποια στιγμή το φαγητό, ρώτησα τον Ταλίνο αν υπήρχε κανένα μήλο, κι αυτός με πήγε σ' ένα δωμάτιο, όπου το δάπεδο είταν ολόκληρο στρωμένο μήλα, κόκκινα κόκκινα όλα τους και με μιαν όψη καφεδωπή που μοιάζανε της Τζιζέλας. 'Επιασα από κάτω ένα και το δάγκωσα γερά : γεύση ξινούτσικη όπως μ' αρέσει.
- Είν' της Τζιζέλας τα μήλα, μου είπε ο Ταλίνο, καθώς γυρνούσαμε στο τραπέζι.
'Οταν τα κορίτσια δεν δούλευαν στα χωράφια, κάθονταν στο δωμάτιο του σιδερώματος, σε μια μακρόστενη κάμαρη πίσω απ' την κουζίνα, χωρίς πλακάκια στο δάπεδο και χωρίς παράθυρα, γεμάτη κρεμμύδια, πατάτες, τσαπιά και λοιπά εργαλεία. 'Οποτε έμπαινες εκεί μέσα και καθόσουν με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, στο βάθος έβλεπες μονάχα σκοτάδι υπογείου.
- Που κοιμόσαστ' εσείς ; ρώτησα την Πίνα στο κατώφλι.
- Πάνου, εκεί που φυλάμ' το στάρι, μου απάντησε.
'Ηρθε σχεδόν αμέσως, χωρίς βιασύνες και τρεχαλητά, δίνοντας απλώς έναν πήδο απ' το δρόμο -τσουπ!- προς τα μένα.
- Μήπως σ' είδανε ; τη ρωτάω.
- Κοιμούντ' όλοι, μου απάντησε.
Την αρπάζω τότε κι εγώ : "Κι εμείς, τι ; Δεν θα κοιμηθούμε ;"
Βρήκαμε μέρος στα χορτάρια και κάτσαμε. Η Τζιζέλα μ' άφηνε να τη φιλάω. Αλλά συνάμα μίλαγε : "Καλύτερα να μιλήσουμε".
- Να πούμε τι ; της είπα εγώ με τα χείλη κολλητά πάνω στα δικά της κι όλο πασπατευοντάς τηνε.
Η Τζιζέλα δεν ήθελε, κι έλεγε : "Μα γιατί ; Μα γιατί ;"
- Μα γιατί' μαστε μόνοι -τι γιατί ; της είπα και σηκωθήκαμε πάνω.
Είχε δέρμα λευκό και σφιχτό, είτανε χάρμα. Την κοίταγα απ' το πλάι, όπως κοιτάμε καμιά φορά χάμω. Δεν ήξερε ότι ο ήλιος της έγλειφε τα γόνατα.
- Τζιζέλα, έχεις κάνει ποτέ σου παιδί ; τη ρώτησα.
Πετάχτηκε όρθια και σκεπάστηκε.
- Τι' ν' αυτό ; τη ρώτησα. Που χτύπησες ;
- Τι πράμα...; Τι πράμα είδες ; με ρώτησε.
Τα' χε χαμένα η φουκαριάρα. "Δεν είναι τίποτα, Τζιζέλα", της είπα, "ξάπλωσε εδώ κι άσε με να δω..."
Σκέπασε με το φουστάνι τα πόδια της και με κοίταζε μην ξέροντας τι να κάνει.
- Πες μου, της είπα, είχες ποτέ σου παιδί ;
- 'Ηπεσα μια βολά απάνου σε μια τσουγκράνα, μου απάντησε, αφού μεσολάβησε μια στιγμή σιωπής. 'Ηπεσα, αλήθεια σου λέγω, απάνου σε μια τσουγκράνα κι εσκίστηκα".
Ο ουρανός είχε συννεφιάσει ολόκληρος.Το πήγαινε καθαρά για κουφόβραση τη νύχτα (...) Τα μπουμπουνητά στο μεταξύ είχαν γίνει δυνατότερα, τα φύλλα των δέντρων τα φύσαγε ο αέρας να τα ρίξει. Τρέχοντας φύγαν όλοι απ' την αυλή, να πα' να κλείσουνε παντζούρια και παράθυρα και να μπάσουν τα εργαλεία μέσα μη βραχούνε (...) Δεν κράτησε πολύ όμως (...) 'Ετσι είναι το καλοκαίρι. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη ξαστέρωσε. Ποτέ μου δεν είχα δει φεγγάρι πιο καθαρό και πιο καθαρούς τους λόφους (σάμπως να' χανε λουστεί σε φώτα μέσα λαμπιονιών). Κάτι τέτοιες νύχτες θα πηγαίνει η Τζιζέλα για μπάνιο -σκέφτηκα.
Η Τζιζέλα με κοίταξε για μια στιγμή και μετά έφυγε.
Μετά έπιασα να σκέφτομαι ότι είτανε Κυριακή και ότι αν είμουν στο Τορίνο, ούτε τα παραμύθια ούτε οι κόνξες κάποιας πιτσιρίκας θα μπορούσαν να μου χαλάσουν εμένα τη μέρα. 'Ενα μήνα είχα να διαβάσω εφημερίδα..., δεν είχα ιδέα τι γινότανε στο πρωτάθλημα. Ποιός ξέρει τι ωραία παιχνίδια -σκεπτόμουν- να' χουνε γίνει όλο αυτό το διάστημα στο καμπιονάτο... Μετά τα ματς, μόλις έπεφτε το βραδάκι, ο Πιερέτο θα' παιρνε τη Μικέλα και θα πηγαίναμε για χορό στο λόφο.
-Πως γίνονται εδώ οι γνωριμίες, τον ρώτησα. Αφού όλο δουλεύετε;
Μου απάντησε ότι στις 15 Αυγούστου υπάρχει ένα πανηγύρι, ότι πάνε 'κει και κάτι μουζικάντηδες και ότι στο αλώνισμα, αλλά και στον τρύγο όποιος θέλει, μπορεί να πιεί στα χωράφια και στους ληνούς, να διασκεδάσει και να φχαριστηθεί, και να κουβεντιάσει.
- Δηλαδή φέτος το καλοκαίρι προβλέπεται να το κάψουμε..., είπα εγώ.
Εδω χρειάζεται προσοχή, εδώ δεν είναι Τορίνο, είπα από μέσα μου κι ένιωσα τη ζέστη να με λιώνει.
Η Τζιζέλα εντάξει. Τα πράγματα μ' αυτήν είταν αλλιώς. 'Εμοιαζε με τις αδερφές της τόσο, όσο κι ένα προσκέφαλο μ' ένα τσουβάλι. Νομίζω πως και με μαγιό, πάλι ωραία θα είτανε. Σκεφτόμουν ότι είταν η πρώτη που με αντάμωσε. Φαίνεται -είπα μέσα μου- ότι όντως υπάρχει η λεγόμενη σωματική συμπάθεια, που τα λόγια σου περισσεύουν για να την καταλάβεις.
Η ιδέα μου να τήνε βλέπω να γυρνάει με μαγιό στην αυλή, μ' έκανε να γελάσω. 'Ετρωγα και γελούσα κι η Τζιζέλα με κοίταζε.
Το νερό εκεί είταν σαν του Σανγκόνε, πιο πλατύ όμως κι όχι τόσο βαθύ, με άμμους στις όχθες και μικρές μικρές ιτιές μόνο από τη μια μεριά που δεν τελείωναν ποτέ. Κρατώντας τα παπούτσια μου περπατούσα μέσα στο νερό, μετά πάτησα έξω στην άμμο, ξαναμπήκα στο νερό, πήγαινα κι όλο πήγαινα, αλλά σε κανένα σημείο δε βάθαινε, οπότε γδύθηκα κι έκανα μπάνιο -σαν τ' άλογα στην ποτίστρα (...) 'Οταν ξέφυγα από 'κείνη τη χαμηλωσιά, αιστάνθηκα ανακούφιση : είχα κουραστεί, είχα βαρεθεί τη μια να γλιστράω στα χαλίκια του νερού, την άλλη να μου καίει τα πόδια η άμμος στην όχθη. Εδώ -σκέφτηκα- είν' ο καταλληλότερος τόπος να σκοτώσεις με την ανεσή σου όποιον θέλεις. Ποιός ξέρει..., να' χε γυρίσει σπίτι η Τζιζέλα ; Αλλά η Τζιζέλα ήταν η μοναδική που δε φοβότανε.
'Ηρθε και κόλλησε δίπλα μου να την αγκαλιάσω. με κοίταξε διαπεραστικά στα μάτια, το πρόσωπό της σαν να μην είτανε δικό της, σαν να' θελε να δει τι θα' κανα εγώ για να την αγκαλιάσω.
τέτοιες ώρες εμένα οι γυναίκες μου προξενούν οίκτο. Η Τζιζέλα, [άντως, λιγότερο, γιατί καταλάβαινα ότι αν της έλεγα άει χάσου απ' τα μάτια μου, είταν έτοιμη να μου γελάσει κατάμουτρα και να μου δώσει την απάντηση που θα μου ταίριαζε. Αλλά πασίδηλο ότι κι αυτή φοβόταν μην τυχόν και δεν την ήθελα.
-Εξακολουθείς να συμφωνείς ακόμα μαζί μου, Τζιζέλα ; τη ρώτησα ψιθυριστά.
- Αύριο-μεθαύριο φεύγ' ς κι εσύ και πάεις, μου απάντησε. Το χώμα σου εσένα είν' το Τορίνο, όχι εδώ.
- Μη φοβάσαι, της είπα, κι εμένα η πατρίδα μου είναι πάντα εκεί, όπου υπάρχουν ωραία κορίτσια... Είδα ότι ικανοποιήθηκε.
Γρήγορα, όμως, πήρα το δρόμο για το χωριό.
Αν είχε κάνει πίσω η Τζιζέλα ή, έστω, αν τον είχαμε εμείς οι άλλοι τρεις συγκρατήσει... -μα αυτά είναι πράγματα που τα σκέφτεται κανείς πάντα εκ των υστέρων. Τα μάτια του Ταλίνο έγιναν σαν του θηρίου. 'Εκανε ένα βήμα πίσω και της κάρφωσε το τριφούρκι στο λαιμό. 'Απ' τα στόματα ολωνών εκεί γύρω άκουσα ένα μεγάλον αναστεναγμό. Η Μιλιότα φώναξε απ' την αυλή "καρτεράτε μου!" Η Τζιζέλα άφησε τον κουβά να της πέσει απ' τα χέρια, το νερό χύθηκε στα παπούτσια μου. Είχα την εντύπωση ότι ήταν αίμα κι έκανα ένα βηματάκι κατά πίσω, έκανε κι ο Ταλίνο κατά πίσω, ακούσαμε τη Τζιζέλα ν' αγκομαχά "Μαντόνα μία", μετά να βήχει και πιο μετά να της πέφτει το τριφούρκι απ' το λαιμό.