Ο κύριος Φοξ είναι μια τιθασευμένη αρσενική αλεπού, όχι από τους ανθρώπους αλλά μετά από απαίτηση της κυρίας Φοξ, που τον έχει μετατρέψει σε μαλθακό οικογενειάρχη. Κάποτε ήταν ένας κανονικός κλεφτοκοτάς, μάγκας και αλάνης, αλλά τώρα το έχει ρίξει στη δημοσιογραφία και ευκαιριακά αρπάζει κότες για να μη σκουριάσει. Το χόμπι γίνεται συνήθεια και κάθε βράδυ επισκέπτεται μια φάρμα για να προμηθεύσει με το καθημερινό γεύμα το τραπέζι του σπιτιού του. Ο πειρασμός είναι μεγάλος - τόσες κότες και αλκοολούχος μηλοχυμός περιμένουν τους διαρρήκτες να τα γλεντήσουν. Είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή οι άνθρωποι να αντιδράσουν δραστικά για να σταματήσει η «αιμορραγία». Η σύζυγος είναι απογοητευμένη που η ισορροπία χαλάει, αλλά οι αλεπούδες είναι από τη φύση τους έτοιμες να αμυνθούν.

Με όπλο την πονηριά, αποδεικνύονται ικανές στον βρόμικο πόλεμο κάτω και πάνω από το χώμα που εξαπολύει το τρίο των αγροτών, ο Μπιν, ο Μπανς και ο Μπόγκις. Ο Γουές Άντερσον δεν ξεστρατίζει πολύ από την αγαπημένη του θεματολογία, τον παραλογισμό των μεγάλων σε έναν κόσμο που μοιάζει παράξενα παιδικός, τους μικρούς που μιλάνε σαν τραυματισμένοι ενήλικες, τις οικογένειες που κρύβουν παλιά και αγιάτρευτα προβλήματα και πασχίζουν να κρατήσουν τα ίσια μέσα στην ελλειμματική τους λειτουργία. Κι ενώ οι ταινίες του, όπως έτυχε να γράψω στο πρόσφατο παρελθόν, είναι χαριτωμένες και εκκεντρικές για χάρη της εκκεντρικότητάς τους, χωρίς ωστόσο εμφανές έρμα και άκρη στο σενάριο, στον Απίθανο κύριο Φοξ η αμήχανη δυσλειτουργικότητα των χαρακτήρων του Άντερσον συνάπτει ιδανικό γάμο με το ανθρωποζωϊκό σύμπαν του παραμυθιού του Ρόαλντ Νταλ. Οι αλεπούδες του είναι καταρχάς μια χαζευτική παράκαμψη από το συνηθισμένο ύφος των καρτουνίστικων ζώων.

Τα μάτια είναι ζωηρά, η χαίτη ανεμίζει, η στάση του σώματος είναι αστεία και η κίνηση απροσδόκητη. Οι αλεπούδες βγαίνουν από ένα λαμπερό, κίτρινο παραμύθι και εξανθρωπίζονται με το ζόρι, κουβαλώντας τις άγριες συνήθειές τους σαν ενοχικά απωθημένα. Με έναν μαγικό τρόπο, εμμένοντας στο πάθος του για την κατασκευή και τις λεπτομέρειες, ο Αμερικανός σκηνοθέτης στήνει τις φιγούρες του σε μια κοινωνία ανθρώπων και τις διευθύνει σαν ζωντανές μαριονέτες σε σκηνικές μινιατούρες και ζωγραφικό φόντο, θέτοντας παράλληλα βαθύτερα διλήμματα για τον υπολογισμό του κέρδους απέναντι στην παρορμητική διάθεση και τη συλλογική πράξη κόντρα στην ατομική σκέψη. Και ο Άντερσον δανείζεται δημιουργικά την οικογένεια από τους Τένεμπαουμ, τη σχέση γιου με πατέρα από τον Στιβ Ζισού και τις ζήλειες από τα τρία αδέλφια του Νταρτζίλινγκ, και τις δένει με φίνο χιούμορ, υπαρξιακή παραδοξότητα, ένα πλούσιο σενάριο και μια απολύτως ταιριαστή υπόκρουση του Αλεξάντρ Ντεπλά, για να μας παραδώσει την καλύτερη ταινία του, και (εδώ να ζητήσω συγγνώμη από τους φανατικούς θαυμαστές του) με διαφορά μάλιστα!