Ένα ζευγάρι μανάβηδων, που ζουν ταπεινά σε ένα σπιτάκι με τα δυο παιδιά τους, αλληλεπιδρούν με ένα ζευγάρι συμβούλων/θεραπευτών γάμου, οι οποίοι ζουν μια κλινική ζωή, περιορίζοντας τον μοναχογιό τους και τις επιθυμίες τους. Ο Βαγγέλης Σεϊτανίδης σκηνοθετεί μια κομεντί καταπιεσμένων σχέσεων που επιχειρεί να ανακατέψει την τράπουλα του γάμου και τις έννοιες του προβληματικού και του υγιούς, με σεναριακές υπερβολές και αμφίβολες διαδρομές τονισμού στη γενικότερη κατεύθυνση και στις ερμηνείες. Ο Κατσούλης και ο Κυριακίδης είναι στιβαροί στους ρόλους τους, η Λαμπρόγιαννη χρησιμοποιεί την εύθραυστη σβελτάδα της για να επικυρώσει την ειρωνική απελπισία της εσωτερικά αγανακτισμένης Βίκυς, ενώ η Παπουτσάκη «διαβάζει» εσφαλμένα τον χαρακτήρα της ως Ιταλιάνας mamma με εμπάθεια, μεγάλες θεατρινίστικες κινήσεις και γκριμάτσες. Το Έτερον Ήμισυ έχει τις στιγμές του - έξυπνες ατάκες και μερικές σκηνές που δείχνουν πραγματική συγκίνηση. Ο Σεϊτανίδης έχει, άλλωστε, δείξει πως είναι σκηνοθέτης με γούστο και αισθητική. Πελαγοδρομεί, ωστόσο, ανάμεσα στη θεωρητική ουτοπία του τέλειου γάμου και την έμπρακτη εφαρμογή των κανονικών ζευγαριών (που, αν υπήρχαν ως τέτοια στην ταινία, θα ανέδιδαν μεγαλύτερη αυθεντικότητα). Το ιντερλούδιο του Αδάμ με την Εύα που «τρέχει» στη διάρκεια της ταινίας και σχολιάζει τα στάδια των γάμων δίκην βιβλικής παραβολής δεν λειτουργεί κωμικά.