Ο Γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης ξεκίνησε πέρσι τέτοια εποχή, μέσα στο λιοπύρι της καλοκαιρινής Αθήνας, στο bijoux de kant hood, τον τρίτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Αθηνάς, κάπως συνωμοτικά. Αρχικά για δύο παραστάσεις, μετά προστέθηκε και τρίτη, έγινε το αδιαχώρητο και τον Οκτώβριο επανήλθε για να παιχτεί όλη σχεδόν την σεζόν με εντυπωσιακή πορεία, με ασφυκτικά γεμάτο χώρο και φανατικό κοινό που έφευγε ενθουσιασμένο και επέστρεφε να την ξαναδεί (κάποιοι ακόμα και τέσσερις φορές!). Η παράσταση που έγινε μια μεγάλη word of mouth επιτυχία και χαρακτηρίστηκε ως «ρεμπέτικο porn», απόκτησε cult status, χάρισε το βραβείο ερμηνείας σε αντρικό ρόλο στον πρωταγωνιστή της, τον Αντώνη Γκρίτση, στα φετινά Queer Theatre Awards και έχει τόση δυναμική που θα συνεχιστεί και την επόμενη σεζόν, από τον Οκτώβριο, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
«Ήταν αναπάντεχη η πορεία της παράστασης αυτής, ούτε εμείς το περιμέναμε» λέει ο Γιάννης Σκουρλέτης, ο σκηνοθέτης της. «Κάναμε τις πρώτες παραστάσεις και άρχισε να ανεβαίνει όλο αυτό και να έρχεται κόσμος, και ήταν εντυπωσιακό. Ο τρόπος που την επικοινωνήσαμε έχει επίσης ενδιαφέρον, γιατί έδειξε ότι τελικά υπάρχουν και άλλοι τρόποι πέρα από τους mainstream. Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, σε σχέση με το πώς διαμορφώνεται το θεατρικό τοπίο. Λειτούργησε πολύ το στόμα με στόμα, κάτι που υπήρχε και παλιότερα και τα τελευταία χρόνια είχε χαθεί. Είναι μια συγκινητική παράσταση, η ιδέα της μοναξιάς είναι κάτι πανανθρώπινο, είναι ένα ζήτημα που μας αφορά και μας ακουμπά όλους. Το θυμικό λειτουργεί εκείνη τη στιγμή και επειδή αυτό είχε και μία έντονη αναφορά και στο αισθητικό κομμάτι και στον προβληματισμό της παράστασης, σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με μια ελληνικότητα, με κάποιες ισχυρές εγγραφές που έχουμε ως εθνική ταυτότητα, όλο αυτό το πράγμα δημιουργούσε μια φόρτιση και έναν δυνατό κραδασμό ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είχαν ούτε τη γνώση ούτε την εξοικείωση με αυτού του είδους το θέατρο. Γιατί έχει ένα σύγχρονο θεατρικό λεξιλόγιο, δηλαδή δεν είναι μια παράσταση που βρίσκεται κοντά στη ηθογραφία».
Η ελληνικότητα δεν είναι μια ταυτότητα τελικά, αλλά είναι μια επαναδιαπραγμάτευση διαρκής, του ποιος είσαι. Άλλωστε το τι είναι ελληνικό πια είναι διαμεσολαβημένο μέσα από έναν ευρωπαϊκό πολιτισμό, μία μεγέθυνση. Τα λέει και ο Εγγονόπουλος αυτά, ρωτάει "τι σημαίνει Αναγέννηση; Τι αναγεννήθηκε; ένα πράγμα που ήδη υπήρχε;"
«Παρουσιάζει την ελληνικότητα μέσα από έναν άλλο δρόμο» λέει ο Αντώνης Γκρίτσης. «Μιλάει και για την Αθήνα, το σπίτι του Λαπαθιώτη, και ξύπναγε μια πλευρά του απόκληρου, του κοινωνικά αποκλεισμένου, του περιθωρίου, - όλοι μας έχουμε τέτοια στοιχεία με έναν τρόπο. Την χαρακτήρισαν “queer μανιφέστο” και η αλήθεια είναι ότι συμπυκνώνει την queer αισθητική, την συστήνει, εξοικειώνει και εξηγεί πολλά πράγματα για αυτή. Κι αυτό ακριβώς είναι το queer: αυτό που μπορεί να έρθει και η μαμά της φίλης μου και να συμμετέχει, να καταφέρει να γίνει μέρος του».
Γιάννης: «Καταλαβαίνω συχνά ότι το σύγχρονο θέατρο έχει κάποιες στιγμές παγιδευτεί και το να ασχοληθεί με ζητήματα ελληνικότητας θεωρείται ταμπού. Πρέπει τα πάντα να έχουν τη μυρωδιά μιας εισαγόμενης καταγραφής. Και ξέρεις γιατί οτιδήποτε ελληνικό ήταν για χρόνια ένα θέμα ταμπού; Επειδή άγγιζε ζητήματα πολιτικής και ταυτότητας που έμπλεκαν πολλά ζητήματα. Αλλά όταν αντιμετωπίσεις πηγαία και με καθαρό τρόπο αυτή την αλήθεια και δεις την ταυτότητά σου, δεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, και γίνεις πολύ προσωπικός, γίνεσαι τελικά και πολύ δημόσιος, γίνεσαι και διεθνής. Βεβαίως και μας απασχολεί και η Πίνα Μπάους και το Βούπερταλ και η Φόλξμπύνε, όλα μπαίνουν στη μεταμοντέρνα σούπα και μαγειρεύονται, αλλά πρέπει νομίζω να επιστρέφει κανείς στον πυρήνα του».
Αντώνης:«Ύστερα, η οδός Αθηνάς είναι ένας δρόμος που φέρει μια μυθολογία που μοιραία σε βάζει στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Και είναι σημαντικό το ότι έγινε εδώ. Ο κόσμος ερχόταν, ζούσε το σκηνικό για το οποίο μιλούσαμε έχοντας εισπράξει όλο αυτό που έφερε η παράσταση και μετά έβγαινε πάλι σε αυτόν τον δρόμο, τον ζούσε, και καταλάβαινε ότι τελικά δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε. Η ελληνικότητα δεν είναι μια ταυτότητα τελικά, αλλά είναι μια επαναδιαπραγμάτευση διαρκής, του ποιος είσαι. Άλλωστε το τι είναι ελληνικό πια είναι διαμεσολαβημένο μέσα από έναν ευρωπαϊκό πολιτισμό, μία μεγέθυνση. Τα λέει και ο Εγγονόπουλος αυτά, ρωτάει “τι σημαίνει Αναγέννηση; Τι αναγεννήθηκε; ένα πράγμα που ήδη υπήρχε;”».
Γιάννης: «Στις “Κόρες” λέγαμε ότι ο ναός του Ηφαίστου στο Θησείο ήταν βυζαντινός ναός, εκκλησία που λειτουργούσε κανονικά όταν συστάθηκε το ελληνικό κράτος, ενώ η στοά του Αττάλου ήταν ερείπια. Και οικοδομήθηκε η στοά του Αττάλου για να χρησιμοποιηθεί ως χρηστικός χώρος και ο χώρος που ήταν ήδη χρηστικός, ο ναός του Ηφαίστου, καταργήθηκε κι έγινε μνημείο. Τον κατέστησαν ερείπιο για να μπορούν οι Βαυαροί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι να βλέπουν αυτό που είχαν στο μυαλό τους ότι ήταν: ένα θαυμάσιο ερείπιο. Βέβαια, ο πατέρας του Όθωνα ήταν αυτός που έσωσε την Καπνικαρέα. Ήθελαν να την γκρεμίσουν επειδή είχε τη βυζαντινή παράδοση της Αθήνας, η οποία έπρεπε να ισοπεδωθεί. Ο Μεταξάς έβγαλε νόμο να κοπούν οι φοίνικες της Αθήνας για να μην μοιάζει με ανατολίτικη πρωτεύουσα, ενώ είναι ενδημικό φυτό ο φοίνικας, όλη η Αθήνα έχει φοίνικες. Και φτιάχτηκε ένα τρίγωνο, το περίφημο ιστορικό τρίγωνο, και περιχαρακώθηκε με πολύ συγκεκριμένες δομές: με το τρίπτυχο Ακαδημία-Πανεπιστήμιο-Μητρόπολη. Όλα αυτά έχουν δομήσει μία εικόνα η οποία έχει δομηθεί από ξένους. Και τελικά το δίλημμα αν ανήκουμε στην Ανατολή ή στη Δύση είναι ένα ψευτοδίλημμα γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε και καλό είναι να το αποδεχτούμε. Και να καταλάβουμε ότι και ο εμφύλιος που βιώσαμε, βιώνουμε και θα βιώνουμε εσαεί είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα. Ο ελληνικός εμφύλιος είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα, δεν είναι ένα ελληνικό ζήτημα. Είναι θέμα ταυτότητας των ιδίων και πώς θέλουν να την ορίσουν».
Αντώνης: «Για μένα η παράσταση ήταν μια συγκινητική εμπειρία. Και πώς ήμουν ο ίδιος μέσα σε αυτό και πώς το περνούσα κάθε φορά, αλλά και η ανταπόκριση του κόσμου και όλο αυτό το πράγμα όπως το στήσαμε με το Γιάννη. Πρέπει να πούμε ότι ο Ναπολέων μας έδωσε τη σκέψη να ασχοληθούμε με έναν κύκλο, με τα εθνικά πορτρέτα, κι αυτός είναι το πρώτο εθνικό πορτρέτο. Το δεύτερο που θα έρθει αμέσως μετά είναι το “Μπολιβάρ” του Εγγονόπουλου. Ο μεγάλος αδικημένος στην περίπτωση του Ναπολέοντα είναι Γιώργος Ιωάννου, γιατί ακούγεται μονίμως “ο Ναπολέων αυτό, ο Ναπολέων εκείνο”, αλλά όλο αυτό που μαθαίνουμε για τον Ναπολέοντα είναι διαμεσολαβημένο μέσα από τον Γιώργο Ιωάννου, που είναι πάλι ο μεγάλος αφανής ήρωας της ιστορίας. Κι εγώ κάνω τον Ιωάννου στην παράσταση, δεν κάνω τον Λαπαθιώτη».
— Έχοντας φύγει όμως από την παράσταση, πάντως, έχεις πάρει Λαπαθιώτη περισσότερο...
Αντώνης: «Γιατί αυτή είναι η συγγένεια αυτών των ανθρώπων: είναι το ίδιο αίμα, οπότε, ακόμα κι αν υπάρχουν οι μάσκες πίσω από όλα αυτά, αποκαλύπτεται ότι είναι ένας και μόνο άνθρωπος. Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό που ο Ιωάννου συνεχίζει μία παράδοση ρομαντισμού. Έχεις την εντύπωση ότι μέσα από την αστική ηθογραφία που κάνει ο Ιωάννου επανεφευρίσκει έναν νέο ρομαντισμό: του απόκληρου, του κοινωνικά αποκλεισμένου, του Βρικόλακα, του βαμπίρ, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Βύρωνα ακόμα, γιατί και οι δύο ήταν κυνηγημένοι και κατατρεγμένοι στην εποχή τους. Βέβαια, ο Λαπαθιώτης ήταν πολύ χειραφετημένος, υποστήριζε πολύ δυναμικά και την σεξουαλικότητα και την επιλογή του. Ο μπαμπάς ήταν υπουργός στην κυβέρνηση του Τρικούπη και πήγαινε στα έδρανα της Βουλής με το φίλο του και παρακολουθούσε τις ομιλίες του. Ήταν άλλη κατάσταση. Τι queer και τι gay parade, είχε επιβάλλει και ο ίδιος την προσωπικότητά του, και το λέει και στο κείμενο της παράστασης, ότι παρόλο που όλοι ήξεραν, ήταν ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής. Ο Ιωάννου, πάλι, ήταν πολύ φοβικός, πολύ αντικοινωνικός, φοβισμένος».
— Ήταν και δημόσιος υπάλληλος, δεν τον έπαιρνε και για πολλά…
Γιάννης: «Του έλεγαν “Γιώργο έχουμε ΠΑΣΟΚ, είναι η Μελίνα Μερκούρη υπουργός πολιτισμού, μην κρύβεις την Ελευθεροτυπία”, κι αυτός την δίπλωνε τρεις φορές και την έβαζε μέσα σε ένα μαύρο φακελάκι. Δούλευε στην Μητροπόλεως, στο υπουργείο παιδείας, έκανε την ανθολόγηση των ποιημάτων στα σχολικά βιβλία, στα ανθολόγια λογοτεχνίας. Εξαιτίας του μπήκε ο Λαπαθιώτης στα σχολικά βιβλία. Αργότερα, όταν ήταν κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, τον έβγαλε ξανά ένας υπουργός της. “Άσε να φυλάω τα ρούχα μου” είχε πει, “δεν ξέρεις τι γίνεται”. Είχαν ζήσει εμφύλιο, δύσκολα χρόνια, και μια διαδρομή, από Θεσσαλονίκη-Αθήνα είναι όλη η γεωγραφία ενός έθνους, της χώρας. Η ζωή του η ίδια ήταν αυτό το ταξίδι, μέσα στην παρανομία και το φοβικό που έφτιαξαν αυτές οι δεκαετίες. Και παρόλο που έζησε και έγραψε στην Αθήνα και για την Αθήνα ο Ιωάννου, παρέμεινε Θεσσαλονικιός. Έχει αυτή την ομίχλη της Θεσσαλονίκης, είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της γενιάς. Είναι ωραίο που όλοι αυτοί, ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Πεντζίκης, ο Χριστιανόπουλος ήταν με έναν τρόπο “η επαρχιακή λογοτεχνία”, όπως τη χαρακτήρισε ο Μαρωνίτης που είχε τη μεγάλη έριδα με τον Ιωάννου. Αλλά είναι ωραίο που σαν να έχει έρθει με έναν τρόπο το μη αθηναϊκό να ορίσει το αθηναϊκό. "
Αντώνης: «Η γενιά του ’30 ήταν μια επαναδιαπραγμάτευση, ο Εγγονόπουλος πάλι είναι το περιθώριο της γενιάς του ’30, ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του μέρος αυτής της γενιάς. Θεωρούσε τη μόνη σχέση με αυτή τη γενιά μέσω του Ανδρέα Εμπειρίκου γιατί ήταν μια γενιά πολύ δυναμική και δεν ταίριαζε σε αυτό το διακριτικό προφίλ που είχε ο Εγγονόπουλος. Δέχτηκε και αυτός πολλή κατακραυγή και για τη ζωγραφική του αλλά και για την ποίησή του, με έναν τρόπο ταμπουρώθηκε. Οπότε είναι κι αυτός ένας περιθωριακός μέσα στην καρδιά της γενιάς του ’30».
Info:
Η παράσταση «Ο γείτονάς μου ο Ναπολέων» που θα ξεκινήσει στις 2 Οκτωβρίου στο υπόγειο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου θα παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη ανανεωμένο, με μεγαλύτερη διάρκεια και με επιπρόσθετα και άλλα κείμενα του Ιωάννου. Το Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου θα παίζεται από 12 Ιανουαρίου στον ίδιο χώρο από Τετάρτη μέχρι Κυριακή.
σχόλια