Είναι συναρπαστικό να ενημερώνεσαι διαρκώς και να παρακολουθείς από σχετική απόσταση τα στάδια δημιουργίας μιας μεγάλης θεατρικής παραγωγής, όπως είναι η φετινή «Ηλέκτρα» του Εθνικού, όταν σε αυτή συμμετέχουν κοντινά σου πρόσωπα. Οι αρχικές προτάσεις, οι συνεργασίες, η διανομή, οι οντισιόν για τον χορό, η δημιουργία της μουσικής και των κοστουμιών που εδώ, καταπώς όλα δείχνουν, θα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, οι διαφωνίες, οι πρώτες προωθητικές εικόνες: ο κόσμος του θεάτρου, και δη του αρχαίου δράματος, είναι τόσο γοητευτικός!
Καθώς βαδίζουμε προς την πρεμιέρα του πρώτου του έργου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, ο Θάνος Παπακωνσταντίνου δείχνει ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα κι εγώ δεν θέλω να τον πιέσω για να μάθω περισσότερα από αυτά που μου αναλογούν, κυρίως για να μην κάνω spoilers στον ίδιο μου τον εαυτό για όσα πρόκειται να δω σε μία από τις πιο αναμενόμενες παραστάσεις του φετινού καλοκαιριού.
Εν τω μεταξύ, λίγους μήνες μετά τις πρώτες εικόνες με μια πάλλευκη, αλλά βουτηγμένη στην καταχνιά Αλεξία Καλτσίκη-Ηλέκτρα να περιστοιχίζεται από τις επίσης «νεκρικά» λευκές θεραπαινίδες της (αισθητική αναφορά που από πολλούς αποδόθηκε στο «Handmaid's Tale» και που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν θα αρνηθεί), βλέπουμε τις νέες επίσημες φωτογραφίες όπου η Μαρία Ναυπλιώτου-Κλυταιμνήστρα και ο Χρήστος Λούλης-Αίγισθος προκαλούν δέος με τα βαριά, μονόχρωμα κοστούμια από ταφτά της Νίκης Ψυχογιού, σαν να έχουν ξεπηδήσει από ένα τελετουργικό fashion show κάποιου εκκεντρικού σχεδιαστή. Οι εικόνες αυτές θα μπορούσαν ενδεχομένως να προετοιμάζουν για έναν βαθμό φορμαλισμού, τον οποίο απομένει να δούμε πώς ο νεαρός σκηνοθέτης θα χειριστεί, δεδομένης της συνθήκης της Επιδαύρου.
Ας συνοψίσουμε, λοιπόν, μαζί με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου όσα ξέρουμε για το έργο και όσα μας αποκαλύπτει για τη δική του σκηνική προσέγγιση.
Το ιδανικό είναι να προσαρμόσεις τις όποιες δημιουργικές εμμονές στον χώρο της Επιδαύρου – αυτό θα ήθελα να καταφέρω εγώ. Όποιος κι αν είναι ο χώρος, πρέπει να βρεις έναν τρόπο να δεις εσύ τι θα κάνεις σε αυτόν και όχι να θυσιάσεις τις εμμονές σου για χάρη του.
Για το δέος της Επιδαύρου
Δεν έχω ξανακάνει παράσταση σε ανοιχτό χώρο κι εδώ δεν πρόκειται για έναν οποιονδήποτε ανοιχτό χώρο. Ακόμα δεν έχουμε κάνει πρόβα εκεί, οπότε έχω τεράστιο άγχος γιατί σε ό,τι κάνω ο χώρος είναι εξαιρετικά σημαντικός και έχει κανόνες απλούς και καθαρούς, που πρέπει να τους ακολουθήσεις για να μην σε καταπιεί. Έσπαγα για πολύ καιρό το κεφάλι μου και στην ουσία υπήρχε μια κόντρα ως προς το ποιος θα επιβληθεί σε ποιον – δεν τίθεται καν θέμα επιβολής στην Επίδαυρο, ωστόσο, ξεκινώντας, νομίζεις ότι θα κάνεις κάτι εκτός πλαισίου, που τελικά σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει. Το καταλαβαίνεις από έναν σημείο κι έπειτα ότι πρέπει να ακολουθήσεις.
Εννοείται πως υπάρχουν όλες οι σκέψεις για το βάρος του έργου και της Επιδαύρου, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που έχει νόημα είναι να συνομιλήσεις με το κείμενο. Είναι μια μεγάλη παραγωγή του Εθνικού που θα ταξιδέψει σε περιοδεία, σε πολύ διαφορετικά θέατρα, προφανώς και θα γίνει προσαρμογή, αλλά όλο το στήσιμο και η σύλληψη έχει γίνει πάνω στην Επίδαυρο.
Για τις δημιουργικές εμμονές και τη χαλιναγώγησή τους
Εμένα πάντα με ενδιαφέρει η δημιουργία μιας ψευδαίσθησης. Ο χώρος, το φως και ο ήχος βοηθούν. Στην Επίδαυρο δεν μπορεί να γίνει αυτό γιατί, κατ' αρχάς, όταν θα ξεκινά η παράσταση δεν θα έχει καν νυχτώσει.
Το ιδανικό είναι να προσαρμόσεις τις όποιες δημιουργικές εμμονές στον χώρο της Επιδαύρου – αυτό θα ήθελα να καταφέρω εγώ. Μπαίνεις σε μια διάθεση, αντανακλαστικά εντελώς, να σιδερωθείς λίγο, να βάλεις τα καλά σου και να πας, ενώ δεν νομίζω ότι χρειάζεται κι ελπίζω να μη μου συμβεί. Όποιος κι αν είναι ο χώρος, πρέπει να βρεις έναν τρόπο να δεις εσύ τι θα κάνεις σε αυτόν και όχι να θυσιάσεις τις εμμονές σου για χάρη του.
Για τον τρόπο που αντιλήφθηκε το έργο
Με αυτά τα έργα ξεκινάς και νομίζεις ότι τα ξέρεις. Γνωρίζεις τον μύθο και είναι φοβερό πόσα σου αποκαλύπτονται μόλις αρχίσεις να τα δουλεύεις.
Εδώ έχουμε δυο παράλληλες ιστορίες, του Ορέστη και της Ηλέκτρας. Γινόμαστε μάρτυρες μιας τελετής από μία ομάδα ανθρώπων που μας εξιστορεί, μέσω της αφήγησης, της υποκριτικής και της μουσικής, το πώς στην ουσία δεν μπορούμε να απαλλαχθούμε από τα άγρια ένστικτά μας. Είμαστε φτιαγμένοι από αυτά και ανά πάσα ώρα καραδοκούν να βγουν έξω και να μας παρασύρουν.
Η Ηλέκτρα θρηνεί για πολλά χρόνια και περιμένει να φανεί ο αδερφός της για να εκδικηθεί για τον φόνο του πατέρα της, συντηρεί ζωντανή όλη αυτή τη λύσσα, τη μαυρίλα και το μένος. Από την άλλη έχουμε ένα πιο φωτεινό πλάσμα, τον Ορέστη, που έρχεται με χρησμό θεού για να καθαρίσει το σκοτάδι και τη βρομιά του οίκου του, που έχει καταστραφεί από τη μητέρα του και τον εραστή της. Με την επίδραση της Ηλέκτρας φορτίζεται ακόμα περισσότερο για να κάνει ακόμα ένα έγκλημα, που θα γεννήσει κι άλλα. Έχει γίνει ο πρώτος φόνος της Κλυταιμνήστρας, εκκρεμεί ο φόνος του Αίγισθου που θα ολοκληρώσει την κάθαρση, αλλά ο Σοφοκλής δεν δίνει τέλος, δεν ακούς την επιθανάτια κραυγή του Αίγισθου, αφήνει μια εκκρεμότητα.
Για τις ιδεολογικές αντιφάσεις των ηρώων
Εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι πως ο ποιητής θέλει να θίξει τον φαύλο κύκλο της βίας που γεννάει κι άλλη βία και από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, όσο κι αν νομίζεις ότι κάνεις το σωστό και το δίκαιο, αυτό που περιμένει όλος ο λαός.
Υπάρχει αυτή η παρεξήγηση ότι ο Σοφοκλής είναι ο πιο ήπιος από τους τρεις τραγικούς, ενώ στην πραγματικότητα, διαβάζοντάς τον εκ νέου, θεωρώ ότι είναι ο πιο άγριος γιατί δεν προτείνει καμία λύση. Εκθέτει τον άνθρωπο και τις πράξεις του πολύ καθαρά. Ο Αισχύλος θα πρότεινε ξεκάθαρη λύση ενώ ο Ευριπίδης θα έβαζε ειρωνικά έναν από μηχανής θεό. Ο Σοφοκλής σε αφήνει με κομμένη την ανάσα και χτίζει αριστοτεχνικά την πλοκή, αφήνοντας εκτεθειμένα τα πράγματα και πλέκοντας τα πρόσωπα με τρελές αντιφάσεις. Όλα τα ιδεολογικά τους διλήμματα είναι πολύ αντιφατικά και διαρκώς εμφανίζεται η πλάνη στην οποία βρίσκεται μονίμως ο άνθρωπος.
Εδώ, πολύ ξεκάθαρα, είναι σαν να νικά η εξαγρίωση μέσα από μια έννοια δικαίου, ενώ τελικά δεν έρχεται καμία δικαίωση για κανέναν. Δεν είναι τυχαίο που το έργο γράφτηκε μέσα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο που καταρράκωσε τους Αθηναίους. Ο Σοφοκλής πρόλαβε την ακμή και ακολούθησε το μετά. Ενώ είναι μεταγενέστερο το έργο, είναι πολύ πιο άγριο, ακόμα και από την «Αντιγόνη».
Για την αισθητική σφραγίδα του ως σκηνοθέτη
«Κλινικός Μεσαίωνας», έτσι θα περιέγραφα την αισθητική της παράστασης. Υπάρχει μια καθαρότητα, έχω βασιστεί αρκετά στο λευκό και τα υπόλοιπα είναι χρώματα μετάλλων, χάλκινο, χρυσό. Θέλω να χρησιμοποιήσω όλο τον δίσκο την Επιδαύρου σαν έναν καμβά πάνω στον οποίο η παράσταση θα χτίσει ένα αποτύπωμα.
Το «Handmaid's Tale» είναι μια υπέροχη σειρά και δεν αρνούμαι μια κάποια επιρροή στις πρώτες φωτογραφίες. Οι κάπες όμως υπάρχουν στις περισσότερες παραστάσεις μου. Σε ό,τι κάνω έχω διάλογο με τα εικαστικά, με άλλους σκηνοθέτες, με ζωγράφους, φωτογράφους. Εδώ επειδή τα σκηνικά είναι πολύ λιτά, μπαίνει η ενδυματολογία στη σκηνογραφία και τα ογκώδη κοστούμια δημιουργούν τον χώρο.
Για τον μύθο του Απόλλωνα και του Πύθωνα που κινητοποίησε την αισθητική προσέγγιση
Η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος είναι σαν φίδια. Ο Ορέστης έρχεται για να τους σκοτώσει με χρησμό από την Απόλλωνα. Ο ίδιος ο Απόλλωνας όμως είχε σκοτώσει στους Δελφούς τον Πύθωνα, στον οποίο ανήκε το Μαντείο προγενέστερα, μια χθόνια, πιο παλιά, πιο άγρια θεότητα, για να πάρει την εξουσία. Οπότε στην πραγματικότητα έρχεται για να σκοτώσει δυο φίδια, τη «δικέφαλη κατάρα του σπιτιού», όπως αναφέρεται και στο κείμενο, ακριβώς όπως μεταγενέστερα θα έκανε και ο Άγιος Γεώργιος. Στο μυαλό των Αρχαίων, οι μύθοι συνομιλούν με τρόπο που εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε.
Για τη μουσικότητα της παράστασης
Η μουσική του συνθέτη Δημήτρη Σκύλλα παίζει καθοριστικό ρόλο. Θα ήθελα πολύ να έχει συνέχεια αυτός ο δρόμος που ανοίγουμε με τη συνεργασία μας, αναφορικά με το πώς συνομιλεί ο αδόμενος με τον αφηγηματικό λόγο. Μακάρι να έχουμε στο μέλλον την ευκαιρία να φτιάξουμε ένα σύστημα που να υπακούει ολόκληρο σε μουσικούς όρους. Ο χορός των γυναικών του Άργους εδώ αποκλειστικά τραγουδά, περισσότερο όμως με την έννοια μιας φόρμας λόγου με ρυθμό, μελωδία και τονικότητα, και όχι με την κλασική έννοια του τραγουδιού. Βέβαια αυτή η φτιαξιά είναι πολύ κλασική στην αναβίωση μιας αρχαίας τραγωδίας, αλλά επειδή βρισκόμαστε πλέον σε ένα άλλο χρονικό πλαίσιο φαντάζει εντελώς νεωτεριστική.
Για τον ρόλο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στην εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή
Δεν το θεωρώ καθόλου αυτονόητο να δίνεται ένα τόσο μεγάλο βήμα σε νέους καλλιτέχνες από τόσο μεγάλους θεσμούς της χώρας. Είναι εξαιρετικά σημαντική η ύπαρξη του φεστιβάλ. Καταλαβαίνω την γκρίνια και όλες τις ενστάσεις αλλά δεν είναι πολλές οι διοργανώσεις και οι θεσμοί στην Ελλάδα που επιτρέπουν μια αξιοπρεπή παραγωγή, ειδικά για καλλιτέχνες με αναζητήσεις πέρα από τις νόρμες.
Από την άλλη πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο ένα πιο συμπυκνωμένο πρόγραμμα, ώστε οι παραγωγές να έχουν όρους αξιώσεων και να υπάρχει δυνατότητα δικτύωσης προς τα έξω. Το φεστιβάλ έχει πάρει, τρόπον τινά, τον ρόλο του παροχέα επιχορηγήσεων ύψους περασμένων δεκαετιών – όλοι αυτό περιμένουν. Ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι ανέκδοτο. Αν δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία, τι να λέμε;
Info:
Εθνικό Θέατρο / Θάνος Παπακωνσταντίνου - Ηλέκτρα του Σοφοκλή
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου
Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική: Δημήτρης Σκύλλας
Χορογραφία: Χαρά Κότσαλη
Βοηθός σκηνοθέτη Α΄: Μάριος Παναγιώτου
Βοηθός σκηνοθέτη Β΄: Βασίλης Βηλαράς
Βοηθός σκηνογράφου/ενδυματολόγου: Κωνσταντίνα Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη (Ηλέκτρα), Μαρία Ναυπλιώτου (Κλυταιμνήστρα), Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Ορέστης), Χρήστος Λούλης (Αίγισθος), Ελένη Μολέσκη (Χρυσόθεμις), Μάριος Παναγιώτου (Πυλάδης), Νίκος Χατζόπουλος (Παιδαγωγός)
Χορός: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Σοφία Αντωνίου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Νάντια Κατσούρα, Ελένη Κουτσιούμπα, Κλεοπάτρα Μάρκου, Μαρία Μηνά, Ιωάννα Μιχαλά, Τζωρτζίνα Παλαιοθεοδώρου, Νάνσυ Σιδέρη, Καλλιόπη Σίμου, Δανάη Τίκου
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
20 & 21/7, 21:00
σχόλια