Η «Κουτσουπιά» του Larry Gus σε στίχους Ευθύμη Φιλίππου
Ένα avant λαϊκό με βίντεο του Ματβέι Φικς γυρισμένο στο Σκακιστικό Καφενείο Πανελλήνιον.
Περίμενα το νέο τραγούδι του Larry Gus με την ίδια ανυπομονησία που είχα όταν ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει την πρώτη του δουλειά στην DFA, σαν παιδί που του έχεις τάξει καραμέλες (αν και δεν δίνουν πλέον στα παιδιά καραμέλες, χαλάνε τα δόντια τους και γίνονται υπερκινητικά). Είχαν προηγηθεί τα ιδιοσυγκρασιακά άλμπουμ που ανεβάζει στο Bandcamp με το κανονικό του όνομα (Παναγιώτης Μελίδης) με τα καταπληκτικά εξώφυλλα του Gaetano Cunsolo, και μία συνέντευξη στην οποία αποκάλυπτε ότι δουλεύει κομμάτια με τους στίχους του Ευθύμη Φιλίππου.
Δεν ξέρω αν το «Κουτσουπιά» είναι προάγγελος του νέου του άλμπουμ (στο οποίο θα συμμετέχει και ο Μιχάλης Σιγανίδης), έσκασε πάντως ξαφνικά με ένα βίντεο που τον δείχνει να χαζεύει μια ψηφιακή 3D κουτσουπιά στην οθόνη ενός υπολογιστή ανοιγοκλείνοντας αγχωτικά το στυλό του πριν αρχίσει να τραγουδάει με falsetto ακαταλαβίστικους (εν πρώτοις) στίχους μέσα στο Σκακιστικό Καφενείο Πανελλήνιον στη Μαυρομιχάλη και μετά να χορεύει στην κουζίνα του μαγαζιού έναν ρυθμό που θυμίζει Brian Wilson διασκευασμένο σε καρσιλαμά – κλασικός, αυθεντικός Larry Gus, πιο γνήσιος δεν γίνεται.
«Τις μισές φορές που το ακούω κλαίω, νιώθω ότι κάποιος μου άφησε ένα δώρο έξω από την πόρτα, νομίζοντας ότι μένει κάποιος άλλος μέσα».
Στο καφενείο είναι και δύο τύποι που παίζουν σκάκι εντελώς αδιάφοροι και αποστασιοποιημένοι από όσα συμβαίνουν γύρω τους (όλα στα αρχ***α τους), ο Larry πάει με το μικρόφωνο δίπλα τους και τραγουδάει, για την ακρίβεια χτυπιέται και βγάζει τα εσώψυχά του για την κουτσουπιά, αλλά γι’ αυτούς πέρα βρέχει, μετά το μονοπλάνο του Ματβέι Φικς (που θα μπορούσε να γράφεται και Φιξ στα ελληνικά, σαν την μπίρα) κεντράρει στα μωσαϊκά, στις φωτογραφίες και στην οροφή με τα στρογγυλά φωτιστικά και τους ανεμιστήρες, κάνοντας το καφενείο να μοιάζει με το ξενοδοχείο της «Λάμψης».
O Ματβέι Φικς (Matvey Fiks) είναι ένας Ρώσος σκηνοθέτης που ζει στη Νέα Υόρκη, ο οποίος μια μέρα θα γίνει μεγάλος και τρανός, οπότε με την ευκαιρία του βίντεο κάναμε και μια συνέντευξη γιατί ποτέ δεν ξέρεις, ίσως σε λίγο να μην μπορείς να τον προσεγγίσεις.
«Είμαι σκηνοθέτης με βάση τη Νέα Υόρκη», λέει. «Φτιάχνω διαφημιστικά παντού στον κόσμο, μουσικά βίντεο και πιο σπάνια ταινίες. Το αγαπημένο μου βίντεο είναι το “Odds and Ends” του Daniel Arnold, αυτό είναι πιο κοντά στην καρδιά μου. Είναι ένα πρότζεκτ πάθους, αυτοχρηματοδοτούμενο, γυρισμένο σε φιλμ 16 mm με σύντομα στιγμιότυπα, εντελώς αυτοσχεδιαστικά – βασικά απλώς το ξεκινήσαμε χωρίς καμία προσδοκία. Έπειτα έγινε το μπαμ, το επέλεξε η "Vogue" και πήρε αρκετά σοβαρή δημοσιότητα. Η συνεργασία μου με τον Mika Alstkan, τον πιο στενό μου φίλο και συνεργάτη, όχι μόνο καθόρισε ένα στυλ στο οποίο έχουμε κολλήσει σε πολλά πρότζεκτ, αλλά έδωσε και εμπορική ώθηση στην καριέρα μας.
To “Sky Breaking Clouds Falling” είναι άλλο ένα αυθόρμητο πρότζεκτ που προέκυψε από την ανάγκη να μείνω δημιουργικά παραγωγικός κατά τη διάρκεια της καραντίνας λόγω του Covid το 2020. Άρχισα να κάνω βόλτες με το αυτοκίνητο και να απαθανατίζω την πόλη καθώς σιωπούσε. Όσο προχωρούσε το lockdown, μαζί με τον συνεργάτη μου, ορίσαμε μια στυλιστική προσέγγιση σε ένα ντοκουμέντο σε εξέλιξη: μια σταθερή κάμερα με προβολέα σημαδεύει έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Αυτό το στήσιμο, σε συνδυασμό με τη φούσκα της καραντίνας που περιόριζε την κινηματογράφηση, μετατράπηκε σε μια καταγραφή –για έναν ολόκληρο χρόνο– της πόλης της Νέας Υόρκης που ζούσε στο απόκοσμο 2020, με τη συνοδεία της μουσικής του φολκ κιθαρίστα Mason Lindahl.
Τα τελευταία τρία χρόνια δουλεύω την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία – ένα ντοκιμαντέρ-road movie που παρακολουθεί το ταξίδι με αυτοκίνητο ενός 27χρονου απροσάρμοστου Χασιδιστή Εβραίου σε ολόκληρη τη χώρα, ο οποίος αναζητεί τη μητέρα του, που ζει αποξενωμένη στους δρόμους του Λος Άντζελες. Το έργο είναι αφηγηματικά σκοτεινό και δραματικό, αυτοχρηματοδοτούμενο και σε δική μου παραγωγή, χωρίς σενάριο και εντελώς απρόβλεπτο. Αυτήν τη στιγμή η ταινία έχει διάρκεια 80 λεπτά, αλλά η πραγματική ζωή του πρωταγωνιστή εξακολουθεί να τρέχει στον ίδιο δραματικό τόνο, αναγκάζοντάς μας να συνεχίσουμε να τραβάμε υλικό.
Υπάρχουν τόσα πολλά μουσικά βίντεο που αγαπώ, αλλά ίσως είναι δύο που επηρέασαν αυτό που έφτιαξα για τον Larry. Το ένα είναι ένα εμβληματικό μουσικό απόσπασμα από το “Damnation” του Bela Tarr, όπου η Vali Kerekes τραγουδάει νωθρά στο ήσυχο πλήθος ενός μπαρ, γυρισμένο σε μονοπλάνο. Είναι πολύ ατμοσφαιρικό, θλιμμένο και μεγαλειώδες. Η κάμερα και η μουσική αλληλοσυμπληρώνονται τέλεια – είναι όμορφο. Και μετά υπάρχει ένα μουσικό βίντεο για τη Rosalia του ’17, πριν εκτιναχτεί και γίνει σταρ, όσο μπορούσε ακόμα να περπατάει στο Λος Άντζελες ακολουθούμενη από μια αυτοσχεδιαστική κάμερα 16 χιλιοστών, πριν τα μεγάλα budget. Λατρεύω το πόσο απλό είναι, το ρεαλιστικό Λος Άντζελες και την έντονη παρουσία της Rosalia με όμορφα φορέματα – δεν λέω άλλα!
Το 2022 που είχα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα, πριν πάω σε ένα νησί, είχα μερικές ώρες να περάσω στην Αθήνα, οπότε βρέθηκα τυχαία στην όμορφη σκακιστική λέσχη "Πανελλήνιο". Η φίλη μου κι εγώ παίξαμε μια παρτίδα σκάκι εκεί και φάγαμε μερικά μεζεδάκια. Μου άρεσε πολύ ο έντονος χαρακτήρας και η αυθεντικότητα που είχε αυτό το μέρος – ήταν φτιαγμένο για ταινία. Είχα πειστεί ότι ήταν ένα πολύ γνωστό μέρος και ότι σίγουρα είχε κάποιος γυρίσει κάτι ήδη εκεί. Έναν χρόνο αργότερα, ενώ έκανα μια διαφημιστική δουλειά με τη Φιλμική, συνέχισα να ενοχλώ τον Παναγιώτη για να γυρίσουμε κάτι μαζί, και η σκακιστική λέσχη έμενε κολλημένη στο μυαλό μου».
Έτσι προέκυψε το βίντεο της «Κουτσουπιάς».
«Το τραγούδι που πλέον λέγεται “Κουτσουπιά” (και κουβαλάει πια ένα τεράστιο συναισθηματικό φορτίο που με κάνει να νιώθω φοβερά κάθε φορά που προσπαθώ να το τραγουδήσω, γιατί νιώθω ότι είναι σαν να άνοιξε μια τρύπα ο Ευθύμης και να με έβαλε μέσα), είχε τον αρχικό τίτλο "Hosono Tsift", και εξηγώ: το 2015, εννιά χρόνια πριν δηλαδή, μετά από ακραίο binge στα τραγούδια που έχει γράψει ο Haruomi Hosono για άλλες και άλλους, ήμουν στους Γιωργιανούς στη Βέροια και ξεκίνησα να το γράφω», λέει ο Larry Gus. «Πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια, το έστειλα στον Ευθύμη με placeholder μελωδίας-φωνής, και μετά από τρεις μέρες μου έστειλε το τραγούδι, και δεν μπορούσα αρχικά να καταλάβω πού πρέπει να τονίσω τι, ακόμα νομίζω ότι το έκανα λάθος. Τις μισές φορές που το ακούω κλαίω, νιώθω ότι κάποιος μου άφησε ένα δώρο έξω από την πόρτα, νομίζοντας ότι μένει κάποιος άλλος μέσα.
Ο Ματβέι ένιωσε κάτι με το τραγούδι, με είδε σε ένα βίντεο να το λέω στην Ολλανδία το 2019 και φαντάστηκε ότι θα μπορούσαμε να το κάνουμε βίντεο. Με τον Ματβέι νιώθω σαν να είμαι με έναν χαμένο αδερφό μου κάθε φορά, έναν αδερφό πολύ πιο ταλαντούχο και με πολύ πιο καθαρό μυαλό από μένα. Θα τον ευχαριστώ για πάντα, όπως και τη Φιλμική που βοήθησε με το βίντεο, ήταν πολύ intense εκείνη η μέρα. Μπράβο, Ματβέι. Και φοβερό generative screensaver επίσης».
«Οι στίχοι της “Κουτσουπιάς” περιγράφουν τη μεταφορά μιας κουτσουπιάς από την Αθήνα στην Ύδρα και τη φύτευσή της στον κήπο του Γιώργου δίπλα στους αθάνατους», λέει ο Ευθύμης Φιλίππου. «Κανείς δεν ξέρει αν υπάρχει ακόμα ζωντανό αυτό το φυτό και σε τι κατάσταση βρίσκεται. Οι στίχοι της “Κουτσουπιάς” εκφράζουν την αγάπη μου στον Γιώργο που αποτέλεσε την έμπνευση και στον Παναγιώτη που τους μελοποίησε».
Όσο και να είναι αναφορά για τον Larry Gus τα τραγούδια του Haruomi Hosono, η «Κουτσουπιά» θυμίζει τα λαϊκά κομμάτια του κάμπου της Θεσσαλίας, αυτά που όταν τραγουδιούνταν σε μαγαζιά έκαιγαν στην πίστα οι γαιοκτήμονες όλη τη σοδειά σε πεντοχίλιαρα. Είναι σαν να έγραψε ο Brian Wilson τραγούδι για ένα ελληνικό γλέντι.
Πού να ήξερε ο Ματβέι πού έχει μπλέξει.
Τι λένε οι στίχοι του «Κερκίς η κερατινοειδής, κουτσουπιά»;
Λάσπη μαύρη, μαλακή / και υγρή και πηχτή / χέρια άσπρα τριχωτά / και χοντρά και σκληρά / δέντρο με άνθη μοβ μικρά / και κλαδιά ως ψηλά. / Το ποτίζουμε κρυφά / γάλα, σπέρμα και νερά / να έχει ίσκιο το πρωί / την αυγή το σκυλί / για να γλείφεται καλά / στην κοιλιά, στα αυτιά.
Να γλειφόμαστε κι εμείς / όταν φεύγετε εσείς / να καθόμαστε ως αργά, / δυο φεγγάρια, δυο βουνά / και να λέμε δεν μπορεί / ή μπορεί ποιος μπορεί; / δεν μπορεί ή μπορεί ποιος μπορεί; / δεν μπορεί ή μπορεί ποιος μπορεί; / δεν μπορεί ή μπορεί ποιος μπορεί; / ή εμείς, ή κανείς, δεν μπορεί ποτέ.