Στο πάνθεον των αντρικών icons του σινεμά, ο Μοντγκόμερι Κλιφτ στριμώχνεται. Σχεδόν περισσεύει. Κυριαρχεί το δίπολο Μάρλον Μπράντο-Τζέιμς Ντιν. Ο πρώτος, θηριώδης, αρσενικός, μπρούτος, με καριέρα που μόνο με την περιπετειώδη ζωή του συγκρίνεται. Ο Ντιν, αντίθετα, αγιοποιήθηκε νωρίς – ευαίσθητος, μοιραίος, όμορφος σίγουρα, σαν να αποζητούσε φροντίδα και να μην την ήθελε ταυτόχρονα. Ταλέντο που κάηκε στην ταχύτητα, το πρώτο απαράλλαχτο νεανικό πόστερ της ποπ εποχής, ο Επαναστάτης χωρίς αιτία έγινε Γίγαντας ερήμην του.
Ό,τι κόμισαν στη μεγάλη οθόνη αυτοί οι δύο το εισήγαγε πρώτος ο Μοντγκόμερι Κλιφτ, πιο αθόρυβα και σταθερά, με πίστη στις δυνάμεις του και μεγάλη προσήλωση στην Τέχνη. Σε αντίθεση με τον Μπράντο, ποτέ δεν υποτίμησε την υποκριτική. Αντίθετα, είναι ενδεχομένως ο πρώτος ηθοποιός στην ιστορία του σινεμά που σκεφτόταν μπροστά στην κάμερα! Ο λογισμός δεν άσθμαινε πίσω από τις λέξεις που έπρεπε να πει, αλλά έδινε χρόνο στις λέξεις, τις ζύγιζε, και μας επέτρεπε να διακρίνουμε την επεξεργασία, τον προβληματισμό του.
Σε πείσμα του κλισέ του οσιομάρτυρα, ο Κλιφτ δεν έχαψε τον μύθο γύρω από το πρόσωπό του, κράτησε τη ζωή του για τους στενούς του φίλους και τον εαυτό του, δεν είχε ψυχολογικά θέματα με το σεξ, και αν πέθανε για κάτι, αυτό ήταν η Τέχνη του.
Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, από τα εφηβικά του χρόνια απέρριπτε τη μία μετά την άλλη τις προτάσεις των στούντιο για αποκλειστικά συμβόλαια, γιατί δεν ήθελε να δεσμευτεί πρόωρα και κυρίως επειδή δεν τα έβρισκε αντάξια των καλλιτεχνικών του φιλοδοξιών. Και ενώ ο Μπράντο «εξερράγη» με το Λεωφορείο ο Πόθος το 1951 και λίγα χρόνια αργότερα ο Ντιν δεν πρόλαβε να χαρεί τη διάτουσσα τριπλέτα του, καθώς τον πρόλαβε το δυστύχημα με την Πόρσε, ο Κλιφτ είχε δείξει τι σημαίνει μοντέρνα αντρική ερμηνεία ήδη από το 1948 με το Search του Φρεντ Ζίνεμαν, αποσπώντας την πρώτη από τις τέσσερις άκαρπες υποψηφιότητές του για Όσκαρ, χωρίς ατζέντηδες στην πλάτη του ή έναν γερό μέντορα, όπως ο Ίλια Καζάν, στο πλευρό του.
Μακριά από τη νουάρ εκζήτηση, την περιττή θεατρικότητα ή τον εξπρεσιονισμό του βωβού, ο Αμερικανός από την Όμαχα έμαθε να παίζει δίπλα στους μεγάλους (τον Άλφρεντ Λαντ, τη Λιν Φοντάν και την Ταλούλα Μπάνκχεντ) προτού μελετήσει στο Actors Studio πώς να κατακτήσει την περίφημη εσωτερικότητα που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους φωνακλάδες, ρουτινιάρηδες συναδέλφους του.
Το ντεμπούτο του ήρθε με το Red River και ο πρωταγωνιστής του γουέστερν, Τζον Γουέιν, προφανώς οσμιζόταν μια απειλή, έναν μορφωμένο, καταρτισμένο «ξένο» στο βιωματικό του ιδίωμα και τον σνόμπαρε, όποτε δεν τον προσέβαλλε ανοιχτά στα γυρίσματα. Το Red River βγήκε στις αίθουσες την ίδια χρονιά με το Search και για να αποφύγει την τυποποίηση, ο Κλιφτ έπαιξε στην Κληρονόμο έναν πολύ δύσκολο, αμφίσημο ρόλο, αν και την παράσταση έκλεψε πανηγυρικά η Ολίβια ντε Χάβιλαντ σε μία από τις σπουδαιότερες και πιο περίπλοκες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών.
Το Μια Θέση στον ήλιο του Τζορτζ Στίβενς, το 1951, τον έχρισε σταρ και του χάρισε μια ισόβια φίλη, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Εκείνη τον περιμάζεψε από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου του όταν τράκαρε ένα βράδυ που τα έπιναν στο σπίτι της, στο περιθώριο των γυρισμάτων του Raintree County. Η περίοδος ανάκαμψης στάθηκε δύσκολη και το τέλειο πρόσωπό του δεν συνήλθε ποτέ από την εγχείρηση. Κυρίως, το πρωτεϊκό, καταγάλανο βλέμμα του σκοτείνιασε, κάτι που ο ίδιος δεν έβρισκε απαραίτητα ανασταλτικό για τη μετέπειτα πορεία του.
Η δεύτερη φάση της καριέρας του στιγματίστηκε από επαγγελματικές δυσκολίες που θα έκαμπταν και τον πιο φιλόδοξο ηθοποιό. Το Young Lions, που είναι η αγαπημένη του ταινία, ήταν η ευκαιρία του να αναμετρηθεί με τον συναγωνιστή του Μάρλον Μπράντο, αλλά δεν είχαν κοινές σκηνές. Στο Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς του φερόταν τόσο άσχημα, λόγω των ηρεμιστικών που μπέρδευαν, μαζί με το αλκοόλ, τη μνήμη και τις ικανότητές του, που η Κάθριν Χέμπορν έφτυσε στα μούτρα τον σκηνοθέτη για συμπαράσταση.
Στο Freud ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον τον ταπείνωνε και στο τέλος τού έκανε μήνυση – οι δύο πλευρές τα βρήκαν εξωδικαστικά. Τέλος, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, στην πιο ανατριχιαστική ερμηνεία της ζωής του, οι παραγωγοί δεν τον πίστευαν και μόνο ο Σπένσερ Τρέισι, για να τον διευκολύνει στη σκληρή σκηνή της μαρτυρίας του με τη φωτογραφία της μάνας του και το μυστικό του ευνουχισμού, του είπε να τον κοιτάξει στα μάτια και να αυτοσχεδιάσει.
Στην αυτοβιογραφία του ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κρέιμερ κατέγραψε τη σκηνή και σημείωσε πως η συμβουλή κατεύνασε τον απογοητευμένο Κλιφτ, και η σύγχυσή του λειτούργησε εν τέλει ευεργετικά. Όπως αποκάλυψε σε συνομιλίες του ο ηθοποιός, αυτό το Όσκαρ, το «καταραμένο», το ήθελε πολύ, αλλά δεν το απέκτησε ούτε και κει.
Το ντοκιμαντέρ Making Montgomery Clift που είδαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν σκηνοθετήθηκε από τον ανιψιό του Ρόμπερτ Κλιφτ (με τη βοήθεια της συζύγου του Χίλαρι Ντέμον) από οικογενειακό καθήκον, αλλά κάτω από συγκεκριμένες, ασυνήθιστες συνθήκες: ο πατέρας του, και αδελφός του Μοντγκόμερι, Μπρουκς Κλιφτ, είχε μπει στον σχεδόν παρανοϊκό κόπο να κρατήσει ηχητικά αποσπάσματα από τηλεφωνικές συνομιλίες με τον ηθοποιό όσο ζούσαν, να διαφυλάξει τη μνήμη του με αποκόμματα και φωτογραφίες παιδικές, νεανικές και ενήλικες και να τον προστατέψει από τις μεταγενέστερες αναφορές σε άρθρα και βιογραφίες.
Ο Μπρουκς ήταν εκείνος που βοήθησε την Πατρίσια Μπόσγουορθ να γράψει την πιο πλήρη βιογραφία του σταρ, επισημαίνοντας τις καίριες παραλείψεις, στην προσπάθειά του να μπαλώσει λάθη ακόμα και λίγο μετά την πρώτη έκδοση. Κυρίως, είχε στον νου του να αποκαταστήσει την υστεροφημία και την αξιοπρέπεια του αδελφού του από τον κιτρινισμό.
Για τον κόσμο, το πρόβλημα με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ ήταν η ομοφυλοφιλία του. Αυτή η συρραφή audio ντοκουμέντων και ανέκδοτου οπτικού και αρχειακού υλικού με συνεντεύξεις και voice over αποκαθιστά την πλάνη πως ο Κλιφτ ήταν ένας τραγικός ήρωας γιατί ζούσε με ένα μεγάλο μυστικό και δεν συμφιλιώθηκε ποτέ, ο ωραίος καημένος αστός με τη σεξουαλικότητά του στη σκιά μιας αυστηρής, αγέλαστης μητέρας, της Σάνι Κλιφτ.
Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν ίσχυε για τον Κλιφτ. Ήταν αμφισεξουαλικός, αλλά και αμφίθυμος, διαχυτικός και πιστός φίλος, πλήρως δοσμένος στη δουλειά του, θέτοντας την επαγγελματική του αξιοπρέπεια στην κορυφή των προτεραιοτήτων του. Σε πείσμα του κλισέ του οσιομάρτυρα, ο Κλιφτ δεν έχαψε τον μύθο γύρω από το πρόσωπό του, κράτησε τη ζωή του για τους στενούς του φίλους και τον εαυτό του, δεν είχε ψυχολογικά θέματα με το σεξ και αν πέθανε για κάτι, αυτό ήταν η Τέχνη του.
Τα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας στη Δυτική Γερμανία, του κατασκοπικού The Defector, ήταν τόσο απαιτητικά σωματικά που πέθανε αμέσως μετά την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη από ανακοπή – τον βρήκε ο μπάτλερ του, ο οποίος μόνο ακούγεται στο ντοκιμαντέρ, αρνούμενος να εμφανιστεί. Δεν πρόλαβε να υποδυθεί τον ρόλο του ομοφυλόφιλου στρατιωτικού στο Ανταύγειες σε χρυσά μάτια. Ο ηθοποιός που τον θαύμαζε περισσότερο, αν και από εγωισμό δεν το είχε παραδεχτεί όσο ζούσε ο Κλιφτ, ο Μάρλον Μπράντο, τον αντικατέστησε την τελευταία στιγμή.
Making Montgomery Clift
σχόλια