Kαθώς ξεκινάμε να μιλάμε για τη «Μάγισσα», θα ήθελα να ρωτήσω καταρχάς πώς αποφασίσατε να καταδυθείτε στην προεπαναστατική εποχή, να πάτε 200 χρόνια πίσω. Δεν είναι πολύ δύσκολο η παραγωγή ενός τέτοιου εγχειρήματος να γίνει στην Ελλάδα;
Πέτρος Καλκόβαλης: Η ιδέα μάς γεννήθηκε στο τέλος της πρώτης σεζόν των «Μελισσών». Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε διακοπές στη Μάνη, στην Καρδαμύλη, και ήμασταν τυχεροί γιατί βρεθήκαμε στον πύργο του Μούρτζινου-Τρουπάκη, νωρίς ένα πρωί. Ήμασταν μόνοι μας, αρχίσαμε να περιφερόμαστε στα τείχη και εκεί ήρθε η ιδέα που τελικά υλοποιήσαμε.
Μελίνα Τσαμπάνη: Είχαμε πέσει σε ένα δημοσίευμα που μιλούσε για μια γυναίκα που τη δεκαετία του ’60 είχε βοηθήσει τις αστυνομικές έρευνες για τον Δράκο της Βουλιαγμένης με το ενορατικό της χάρισμα. Μας φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον. Όταν βρεθήκαμε στον πύργο, ανασύρθηκε η πληροφορία.
Πέτρος Καλκόβαλης: Είχε τρομακτική ηρεμία ο πύργος. Το ίδιο το σκηνικό προσφέρεται για ίντριγκες, μυστικά, πράγματα που μας αρέσει να αναπτύσσουμε στις σειρές μας.
Μ.Τ.: Είναι μια εποχή στην οποία μπορούμε να διαχειριστούμε λίγο καλύτερα το θέμα της ενόρασης. Οι άνθρωποι τότε πίστευαν πολύ στα οράματα, στις δεισιδαιμονίες. Κάπως έτσι ξεκίνησε η «Μάγισσα». Δεν ξέραμε στην αρχή τι ιστορία θα βγάζαμε, πόσα επεισόδια, αλλά το είχαμε μοιραστεί και με τον Λευτέρη Χαρίτο (σ.σ. σκηνοθέτη) και με τον Γιάννη Καραγιάννη (σ.σ. παραγωγό) ότι αυτή είναι μια ιστορία που θα θέλαμε να γράψουμε. Μετά τις «Μέλισσες», όταν προέκυψε το θέμα με την άλλη σειρά που δεν προχώρησε, τους είπαμε ότι θέλουμε να κάνουμε τη «Μάγισσα» τώρα.
Στη σειρά αποδόθηκαν πολλοί χαρακτηρισμοί, πριν ακόμα από την πρεμιέρα, οι οποίοι, κατά την άποψή μας, δεν είναι σωστοί. Είναι όντως ένα crime με μεταφυσικο-σουρεαλιστικο-παραμυθένιο στοιχείο σε μια απόλυτα ρεαλιστική κατάσταση, σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Δεν είναι fantasy, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι epic, δεν είναι το ελληνικό «Game of Thrones».
— Θεωρώ πως είναι ξεκάθαρα ένα crime story η «Μάγισσα», με στοιχεία μεταφυσικά, αλλά και παραμυθένια. Κάποιες σκηνές στα πρώτα επεισόδια μού έφεραν στο μυαλό ακόμα και παραμύθια της Disney. Ο χαρακτήρας του Αναστάση Ροϊλού μου θύμιζε στην αρχή τον πρίγκιπα της «Μικρής Γοργόνας».
Μ.Τ: Στη σειρά αποδόθηκαν πολλοί χαρακτηρισμοί, πριν ακόμα από την πρεμιέρα, οι οποίοι, κατά την άποψή μας, δεν είναι σωστοί. Είναι όντως ένα crime με μεταφυσικο-σουρεαλιστικο-παραμυθένιο στοιχείο σε μια απόλυτα ρεαλιστική κατάσταση, σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Δεν είναι fantasy, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι epic, δεν είναι το ελληνικό «Game of Thrones». Η εποχή δίνει εικόνες που θυμίζουν πράγματα που μπορεί να έχουμε δει σε άλλες σειρές, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, είναι δεκάδες κάθε χρόνο, σε άλλες χώρες. Είναι λίγο άδικο να συγκρίνουμε οτιδήποτε με το HBO.
— Αυτά είναι δημοσιογραφικά τερτίπια, εμείς οι δημοσιογράφοι ψάχνουμε διαρκώς αναλογίες, αλλά είναι όντως άδικο.
Π.Κ.: Είναι μια crime σειρά, ανθρωποκεντρική, όχι επική. Κάθε ιδέα, βέβαια, έχει πολλαπλά επίπεδα, ειδικά όταν έχεις να γράψεις τόσα επεισόδια και να αναπτύξεις τόσο πολλούς χαρακτήρες. Εμάς μας αρέσει να σκαλίζουμε πάντοτε την ιστορία. Το κάναμε πολύ έντονα και στην τρίτη σεζόν των «Μελισσών». Στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλαμε να κάνουμε και μια αναδρομή, μια αναζήτηση του ποιοι είμαστε. Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που δημιούργησαν το νέο ελληνικό κράτος; Τι κοινά έχουμε μαζί τους –αν έχουμε κοινά– ή τι παθογένειες υπάρχουν από τότε, που μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε. Πάντα μας ενδιαφέρει να τα σκαλίζουμε αυτά, χωρίς να βγαίνουν μπροστά στην ιστορία. Είναι εμφανή όμως, σε όποιον θέλει να τα δει.
— Χρειάστηκε να κάνετε εκτεταμένη ιστορική έρευνα;
Μ.Τ: Διαβάσαμε πολύ. Ο τρόπος που κινούνται οι χαρακτήρες είναι με βάση όσα διαβάσαμε. Εμείς αναγνωρίσαμε συγκεκριμένα στους Μανιάτες κάτι πολύ γοητευτικό μέσα στη σκληρότητά τους. Ήταν πράγματι μια σκληρή εποχή. Οι «Μέλισσες» είχαν πιο μελοδραματικό ύφος, όχι μόνο γιατί ήταν καθημερινή σειρά – κούμπωνε κάπως και η εποχή. Μετά από 420 επεισόδια, τώρα μπήκαμε σε μια εντελώς διαφορετική περίοδο και βρήκαμε σιγά-σιγά τον βηματισμό μας, μαζί με τους χαρακτήρες. Εδώ δεν υπάρχει η παραμικρή σχέση με το μελόδραμα, έχουμε απογύμνωση από τα συναισθήματα που θάβονται γιατί η επιβίωση έρχεται πρώτη. Ήταν μια φοβερή μετατόπιση για εμάς.
Π.Κ.: Το πώς ήταν ένας γάμος εκείνη την εποχή έχει, ας πούμε, τεράστιο ενδιαφέρον. Δεν διαθέτουμε αναφορές από τη δική μας ζωή.
— Οι αναφορές μας είναι μόνο από την ελληνική γραμματεία, από αυτά που έχουμε διαβάσει και διδαχθεί ακόμα και στο σχολείο.
Π.Κ.: Είναι πρόκληση να ψάξεις αυτούς τους χαρακτήρες, πώς αισθάνονταν, πώς μιλούσαν, πώς διαχειρίζονταν τις σχέσεις τους.
— Θα ήθελα να σταθούμε στον τρόπο ομιλίας των ηρώων. Φαντάζομαι πως το ζητούμενο ήταν να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της χρήσης λέξεων εκείνης της περιόδου για λόγους πιστότητας και του να είναι το αποτέλεσμα κατανοητό στο ευρύ κοινό.
Μ.Τ.: Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι.
Π.Κ.: Αυτός είναι ο τρόπος για να γράψεις μια σειρά εποχής που απευθύνεται σε μεγάλη μάζα. Αν κάναμε μια ιστορία για την αρχαία Ελλάδα, προφανώς δεν θα γράφαμε στα αρχαία ελληνικά. Πράγματι κάναμε μεγάλη έρευνα ως προς τις εκφράσεις. Έχουμε βρει τεράστιες λίστες με λεξιλόγιο που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γιατί δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Υπάρχουν λέξεις που δεν παραπέμπουν πουθενά και άλλες που όταν τις χρησιμοποιούμε, πρέπει να βρίσκουμε τρόπο ώστε να γίνονται αντιληπτές μέσα από τον διάλογο. Τι είναι, ας πούμε, το κιβούρι; Είναι ο τάφος. Δυσκολευτήκαμε στα πρώτα επεισόδια μέχρι να το βρούμε, κάναμε διορθώσεις εκ των υστέρων.
Μ.Τ.: Πρέπει να φτάσεις σε ένα επίπεδο, κάποια στιγμή, να ρέει ο λόγος τόσο στο κείμενο όσο και στον ηθοποιό. Οι ηθοποιοί έπρεπε να μπουν στη διαδικασία να τον κάνουν κτήμα τους. Το βλέπαμε όσο προχωρούσαν τα γυρίσματα. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα η καθομιλουμένη πιο έντονα, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά.
Π.Κ.: Την Αρεόπολη την κρατήσαμε Αρεόπολη, ενώ ονομάστηκε έτσι επί Όθωνα, είκοσι χρόνια μετά την Επανάσταση. Δεν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη Τσίμοβα.
— Είναι σημαντικό όμως ότι αυτές είναι σεναριακές επιλογές και όχι παραλείψεις.
Π.Κ.: Έτσι μεταφέρεται στη σωστή περιοχή ο θεατής. Η Τσίμοβα δεν του λέει τίποτα, είναι ονομασία που υπήρχε μόνο επί Τουρκοκρατίας.
Μ.Τ.: Μετά την εμπειρία της τρίτης σεζόν των «Μελισσών» το είπαμε από την αρχή ότι αυτή η ιστορία θα έχει αυθαιρεσίες, διότι δεν είναι ιστορική σειρά. Υπάρχει λόγος που τοποθετήθηκε πριν από την Επανάσταση, με ψήγματα ακόμα της Φιλικής Εταιρείας, που μόλις ξεκινούσε τότε. Θέλαμε να υπάρχει το στοιχείο της ελληνικότητας, αλλά δεν θέλαμε επ’ ουδενί να εγκλωβιστούμε σε αυτό.
Π.Κ.: Δεν είναι σειρά για το History Channel!
M.Τ.: Από εκεί και πέρα λάθη πάντα θα γίνονται. Επίσης, από την αρχή ήταν λίγο πιο έντονες και η σκληρότητα και η βωμολοχία, θέλαμε να δώσουμε στίγμα με πιο ενήλικο ύφος.
Π.Κ.: Αλλά η βωμολοχία αφορά τη μία οικογένεια, των πειρατών, που δεν θα μπορούσαν να μιλάνε αλλιώς. Θέλαμε να δώσουμε στους Λασκαραίους ένα πιο δυτικό ύφος και ένα πιο ανατολικό στους Γερακάρηδες. Τις τονίσαμε αυτές τις διαφορές, δεν θέλαμε να τις λειάνουμε.
— Όταν προτείνατε αυτή την ιδέα στην παραγωγή και στον Λευτέρη Χαρίτο ξεκίνησαν να μπαίνουν περιορισμοί;
Μ.Τ.: Μύθος Νο2: το κόστος αυτής της σειράς! Ο λόγος που άργησε να βγει ήταν ότι έπρεπε να γίνουν συζητήσεις μεταξύ της παραγωγής και του καναλιού, γιατί το κόστος ήταν πράγματι μεγάλο για μια σειρά 70 επεισοδίων. Το θέμα είναι ότι αυτά τα χρήματα ήταν τα απολύτως απαραίτητα γι’ αυτό που βλέπετε και δυστυχώς θα χρειάζονταν κι άλλα για να μπορέσουμε να δείξουμε περισσότερα.
Π.Κ.: Ήταν τα χρήματα που έπρεπε να μπουν μπροστά στην παραγωγή, για να φτιαχτεί το ντεκόρ. Δεν είμαστε στην Ιταλία για να έχουμε φυσικά ντεκόρ, πύργους που έχουν διασωθεί…
— … ή ήδη έτοιμα σκηνικά σε μεγάλα στούντιο. Μου έλεγε η Θέμις Μπαζάκα ότι φέρατε ειδικά υλικά από το εξωτερικό.
Μ.Τ.: Ακριβώς. Είναι πέτρες που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα ντεκόρ και τις χρειαζόμασταν για αληθοφάνεια. Οι βοηθητικοί ηθοποιοί, τα άλογα, όλα αυτά κοστίζουν.
Π.Κ.: Μιλώντας με τεχνικούς όρους, ένα επεισόδιο διάρκειας 70 λεπτών γυρίζεται σε περίπου πεντέμισι με έξι μέρες. Δεν έχουμε μεγαλύτερο περιθώριο, οπότε το αποτέλεσμα που βλέπουμε από τον Λευτέρη και την ομάδα του είναι άθλος.
Μ.Τ.: Είναι πολύ το φροντιστηριακό υλικό που πρέπει να στηθεί. Γενικώς, οι δυσκολίες προέκυπταν στην πορεία. Περιορισμούς δεν μας έβαλαν, προσπαθούν όσο μπορούν να αποτυπώσουν αυτό που γράφουμε. Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει κάποια μεγάλη δυσκολία ώστε να χρειαστεί να αλλάξουμε κάτι στο σενάριο. Ελπίζουμε να συνεχίσουμε έτσι.
— Υπάρχει η ανδρική και η γυναικεία ματιά στα σενάριά σας;
Μ.Τ.: Δεν γράφει κάποιος αποκλειστικά τις σκηνές ενός χαρακτήρα. Είναι δύσκολο να φανταστείτε πόσες συναισθηματικές σκηνές μπορεί να έχει γράψει ο Πέτρος και πόσες καφρίλες εγώ!
Π.Κ.: Είμαστε παντρεμένοι, είμαστε 24 χρόνια μαζί, γράφουμε μαζί από την πρώτη στιγμή, από τις σπουδές μας στην Αγγλία. Επομένως υπάρχει τέτοια εξοικείωση και ταύτιση που πολλές φορές δεν το καταλαβαίνουμε. Σίγουρα ο καθένας προσφέρει με διαφορετικό τρόπο στη δουλειά, αλλά δεν το αναλύουμε ιδιαίτερα.
— Σχολιάστηκε στα πρώτα επεισόδια το ζήτημα της πατριαρχίας, της βίας των ανδρών έναντι των γυναικών, που όμως τότε ήταν σίγουρα μια πραγματικότητα. Σας εγκλωβίζει ως δημιουργούς η τάση της εποχής που απαιτεί «κουτάκια» ακόμα και στη μυθοπλασία και στον τρόπο που γράφονται οι ιστορίες για την οθόνη;
Μ.Τ.: Είχα αρχίσει να το παρατηρώ και να το παρακολουθώ αυτό στους stand up comedians της Αμερικής: τη δυσκολία τους να πουν πράγματα και πόσο μπορεί ο καθένας να προσβληθεί. Απ’ ό,τι εισέπραξα, πέρασαν από μια μεταβατική περίοδο και κάποια στιγμή αποφάσισαν να κάνουν το αντίθετο –και μάλιστα κάπως συντονισμένα–, να συμπεριλαμβάνουν τους πάντες στη σάτιρα. Σίγουρα πλέον δεν θα γελάσουμε με τα ίδια πράγματα. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Έβλεπα την πολύ αγαπημένη μου ταινία «Μια τρελή τρελή οικογένεια». Έχω γελάσει με αυτήν πάρα πολλές φορές. Έπιασα τον εαυτό μου την τελευταία φορά που είδα το χαστούκι του Αλεξανδράκη, το «δεν σε έδειρα αρκετά», να σκέφτεται «τι έλεγε;». Δυστυχώς ήταν απόλυτα φυσιολογικό τότε, και ευτυχώς όλα αυτά έχουν αλλάξει πλέον. Από κει και πέρα, δεν πιστεύω ότι κάποιος εντάσσει πια τη βία στη μυθοπλασία εποχής ή ακόμα και στη σύγχρονη απλώς και μόνο για εντυπωσιασμό. Κάτι θες να πεις. Καλό είναι, ειδικά στις σειρές πολλών επεισοδίων, να κάνεις υπομονή. Στη «Μάγισσα» μπορεί οι γυναίκες να φαίνονται ευάλωτες, υπάρχει όμως μια έμμεση μητριαρχία.
Π.Κ.: Το ζητούμενο σε αυτήν τη σειρά δεν ήταν να γίνουμε διδακτικοί. Αυτό το κάναμε στις «Μέλισσες», χωρίς να το θέλουμε, επειδή οι ιστορίες μάς οδηγούσαν προς τα εκεί, να περάσουμε μηνύματα μέσα από τους χαρακτήρες. Το ότι στη «Μάγισσα» διαχωρίσαμε τους κακούς από τους καλούς και μάλιστα βάλαμε έναν ηθικό κώδικα στους κακούς να σέβονται τη γυναίκα, ήταν επιλογή μας, ώστε να ισορροπήσουμε τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή, γιατί πράγματι στη Μάνη οι γυναίκες είχαν λόγο, πολύ περισσότερο απ' ό,τι σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στην ιστορία μας αυτές κατέχουν την εξουσία και αυτό το αναπτύσσουμε σταδιακά.
Μ.Τ.: Το να βγαίνει μπροστά ο άνδρας, το αρσενικό, ήταν η πραγματικότητα. Οι Μανιάτες οπλοφορούσαν τότε και έβγαζαν με μεγάλη ευκολία το σπαθί. Δεν μπορείς, όταν θες να χτίσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα, να πεις πως όταν θα μπει στο σπίτι θα βάζει «τα καλά του».
Π.Κ.: Υπάρχουν διαφορετικές συμβάσεις. Αλλιώς αντιμετώπιζε μια γυναίκα την απιστία τότε, άλλες επιλογές θα είχε. Ένας γάμος δεν μπορούσε να διαλυθεί, ακόμα κι αν το ήθελαν και οι δύο. Ήταν θέμα τιμής των δύο οικογενειών. Αυτό πρέπει να αποτυπωθεί με κάποιον τρόπο.
Μ.Τ.: Όπως και το ταξικό ζήτημα, των υπηρετών.
— Το τέλος υπάρχει στα χαρτιά σας;
Μ.Τ.: Τώρα γράφουμε (σ.σ. η συνέντευξη έγινε πριν από δύο εβδομάδες περίπου) τα τελευταία επεισόδια, 70, 71 και 72.
— Έχετε στο μυαλό σας το ενδεχόμενο δεύτερης σεζόν για τη «Μάγισσα»;
Π.Κ.: Υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, μεταφέροντας την ιστορία 100 χρόνια πίσω και αναζητώντας την αρχή του χαρίσματος που έχει η Θεοφανώ. Αν μπορέσουμε, θα το κάνουμε.
— Θα ήθελα να μάθω πώς δουλεύετε. Γράφετε από κοινού; Χωρίζετε αρμοδιότητες; Ξεκινάτε από έναν σκελετό και στη συνέχεια αναπτύσσετε χαρακτήρες, επεισόδια και διαλόγους;
Π.Κ: Καθόμαστε σε ένα μεγάλο τραπέζι και γράφουμε στα λάπτοπ. Πάντοτε κάνουμε μια γενική κουβέντα για τα επόμενα επεισόδια, που είναι σαν τα κεφάλαια ενός βιβλίου, και λέμε ότι θέλουμε να αναπτύξουμε συγκεκριμένες ιστορίες, να κινηθούμε προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αφού το καθορίσουμε αυτό, μπαίνουμε στη δόμηση του επεισοδίου, τη σκαλέτα. Αναφέρουμε όσα θα περιλαμβάνουν οι σκηνές, μετά τις αναπτύσσουμε συζητώντας, έπειτα τις μοιράζουμε και αρχίζουμε να γράφουμε δίπλα-δίπλα. Δουλεύουμε πολύ οργανωμένα και τεχνικά στο σενάριο, το έχουμε σπουδάσει και προσπαθούμε να ακολουθούμε τη σωστή μέθοδο συγγραφής. Όταν τελειώνουμε ένα act, το διαβάζουμε, βλέπουμε τι αλλαγές πρέπει να γίνουν και συνεχίζουμε. Είναι μια καθημερινή διαδικασία. Ξεκινάμε από νωρίς το πρωί.
— Έχετε δηλαδή κανονικό ωράριο;
Π.Κ.: Παλιά δουλεύαμε και βράδυ, πλέον δεν μπορούμε. Μέχρι το απόγευμα.
Μ.Τ.: Φέτος είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου, επειδή καθυστέρησαν τα γυρίσματα. Είχαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε αργά στην τελευταία περίοδο, να βγάζουμε μόλις ένα επεισόδιο την εβδομάδα, κάτι που για μας ήταν αδιανόητο.
Π.Κ.: Έχουμε δουλέψει και στο εξωτερικό, έναν χρόνο στη Μαδρίτη. Στη «Μάγισσα» γράφουμε κατά μέσο ένα επεισόδιο ανά 4 μέρες, άντε 5, αν είναι δύσκολο. Εκεί έχουν 15 και 17 μέρες για κάθε επεισόδιο. Δεν είναι μόνο τα χρήματα, είναι και ο χρόνος.
Μ.Τ.: Όταν τους λέγαμε ότι στην Ελλάδα βγαίνουν επεισόδια σε 2 και 3 μέρες μας κοίταζαν καλά-καλά. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στην ελληνική μυθοπλασία. Είναι τρομερά δύσκολο όλο αυτό. Δεν το ξέρει ο κόσμος, δεν τον αφορά κιόλας, τι όγκο δουλειάς βγάζουν οι ηθοποιοί, τα συνεργεία.
— Εκτός από τις «Άγριες Μέλισσες» και τη «Μάγισσα», υπογράψατε το σενάριο του προσωπικού μου favorite από τις δουλειές σας, του «Σιωπηλού Δρόμου», που ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, μια μίνι σειρά. Εκεί πώς δουλέψατε;
Π.Κ.: Ουσιαστικά γράφτηκε μαζί με τις «Μέλισσες». Εμείς πιστεύουμε πολύ στο φορμά της μίνι σειράς. Καταθέταμε προτάσεις για μίνι σειρές από την εποχή της κρίσης και γελούσαν μαζί μας. Αυτές οι σειρές βγαίνουν περισσότερο στο εξωτερικό, έτσι κινείται η αγορά έξω. Είναι σημαντικό ως δημιουργοί να έχουμε μια εξωστρέφεια.
Σιωπηλός δρόμος
— Μα, νομίζω πως η επιτυχία και η διεθνής πλέον απήχηση των ελληνικών μίνι σειρών έχει αναπτερώσει πολύ το ηθικό όλης της τηλεοπτικής μυθοπλασίας.
Π.Κ.: Ο «Σιωπηλός Δρόμος» πουλήθηκε σε πολλές χώρες, έφερε χρήματα στον σταθμό, όπως έγινε και με το «Maestro» και τώρα με το «Milky Way». Είναι πολύ σημαντικό το ότι το κάναμε. Ήταν η στιγμή για να γίνει. Ωριμάσαμε ως δημιουργοί, τα χρόνια της κρίσης νομίζω πως μας ωφέλησαν, όπως ωφέλησαν πολλούς τομείς στην ελληνική οικονομία. Σταματήσαμε να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας και τον μικρόκοσμό μας και είπαμε να βγούμε προς τα έξω, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να επιβιώσουμε. Όλα αυτά είναι βήματα μπροστά που μας γεμίζουν αισιοδοξία.
Μ.Τ.: Αλλά ταυτόχρονα είναι baby steps. Έχουμε πολύ δρόμο. Πάντα θα συγκρινόμαστε και συχνά βγαίνουμε υποδεέστεροι. Και πάντα συζητάμε με τα κανάλια ότι γενικά υπάρχουν αγορές για όλα τα είδη: για καθημερινές σειρές, για limited, για εβδομαδιαίες ή για μίνι σειρές.
Π.Κ.: Πρέπει να βλέπουμε μακροπρόθεσμα και όχι να μένουμε στην εφήμερη επιτυχία μιας σειράς.
Μ.Τ.: Αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό, δεν βγαίνουν τα νούμερα. Μόνο αυτή είναι η διέξοδος, να έρχονται και έσοδα από το εξωτερικό.
Π.Κ.: Και δεν χρειάζεται να συγκρινόμαστε με το HBO. Ας δούμε τι έχουν κάνει οι Τούρκοι την τελευταία εικοσαετία.
Μ.Τ.: Οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι, οι Πολωνοί…
Π.Κ.: Εννοείται πως το κόστος δεν βγαίνει από την τηλεθέαση στη χώρα τους. Πουλάνε τις σειρές τους. Πρέπει να αρχίσουμε να εκμεταλλευόμαστε κι εμείς αυτό το δίκτυο. Θα κάνουμε καλύτερες δουλειές έτσι.
— Θέλετε να πούμε δυο λόγια και για το «Ντέρτι», τη σειρά σας που είχε αναγγελθεί, αλλά δεν προχώρησε τελικά; Είναι στο συρτάρι;
Π.Κ.: Προφανώς! Κάποια στιγμή θα κάνουμε κάτι που να περιλαμβάνει μουσική. Το «Ντέρτι» είχε ως επίκεντρο τη μουσική. Μας αρέσει η μουσική, είναι δύσκολο να ενταχθεί σε πρόγραμμα πολλών επεισοδίων, υπάρχουν θέματα δικαιωμάτων, κόστους, τεχνικά προβλήματα, πρέπει να γράψεις, να ντουμπλάρεις τραγούδια…
— Ήταν δύσκολη η απόφαση να εγκαταλείψετε αυτό το πρότζεκτ;
Μ.Τ.: Έπρεπε να βγούμε από ένα τριπάκι στο οποίο είχαμε μπει με μεγάλη χαρά. Ήταν μια σειρά που την είχαμε σκεφτεί και τη συζητούσαμε από το 2015. Τότε υπήρχε το ζήτημα με την ΑΕΠΙ και ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις δικαιώματα τραγουδιών. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ήμασταν έτοιμοι να τη γράψουμε, είχαμε ήδη ξεκινήσει, όλοι ήξεραν ότι θα βγαίναμε όμως τον Γενάρη, στο δεύτερο μισό της περσινής σεζόν. Όταν μάθαμε ότι θα βγει το «Αυτή η νύχτα μένει», θυμάμαι πως γράφαμε το φινάλε των «Μελισσών». Ήταν Τετάρτη. Μέχρι την Παρασκευή δεν είχε πει κουβέντα ο ένας στον άλλο, δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με το θέμα. Παρασκευή κλείσαμε τα λάπτοπ, βάλαμε ένα ποτάκι, κοιταχτήκαμε και είπαμε «δεν γίνεται να το βγάλουμε». Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση. Την επόμενη μέρα το ανακοινώσαμε στον Λευτέρη, και ότι σκεφτόμασταν να βάλουμε μπροστά τη «Μάγισσα».
Π.Κ.: Έτσι λειτουργούμε εμείς. Δεν θέλαμε να βγει μια σειρά που να τοποθετείται στο ίδιο σετ, την ίδια δεκαετία, με μια άλλη που θα παιζόταν ήδη, όσες διαφορές κι αν είχε. Το θεωρούμε περιττό για τον θεατή.
Μ.Τ.: Όταν λες «θα κάνω μπουζούκια στα '80s», το σετ είναι τόσο δυνατό που δεν μπορείς να πεις «θα το κάνω διαφορετικά». Τους εξηγήσαμε ότι ο θεατής θα κατέληγε να κάνει ζάπινγκ ανάμεσα σε δύο σειρές, θα ήταν άδικο και για τα δύο προϊόντα. Οπότε εμείς, που θα βγαίναμε αργότερα, αποτραβηχτήκαμε.
— Δεν εμφανίζεστε συχνά στα μίντια. Πείτε μου κάτι ακόμα για εσάς, για τις συνήθειές σας.
Μ.Τ.: Ζούμε στην Αρτέμιδα, δίπλα στη θάλασσα. Δεν μας είναι εύκολο να πηγαίνουμε συχνά στο κέντρο, δεν το επιδιώκουμε πλέον κιόλας. Έχουμε βγει πάρα πολύ στο κέντρο. Είμαστε Θεσσαλονικείς, όταν ήρθαμε στην Αθήνα τη ζήσαμε πολύ.
Π.Κ.: Ταξιδέψαμε και πολύ. Τα χρόνια της κρίσης ήμασταν στο εξωτερικό. Ισπανία, Ουγγαρία, Ρουμανία… Μεγαλώσαμε κιόλας, έχουμε την κορούλα μας, θέλουμε να είμαστε λίγο πιο απομονωμένοι.
Μ.Τ.: Οπότε πολλή θάλασσα, ησυχία…
Π.Κ.: Είναι και η φύση της δουλειάς μας τέτοια. Δεν βγαίνουμε από το σπίτι συχνά. Θέλουμε να μένουμε σε μια περιοχή που μας καλύπτει, μας ηρεμεί, και μας κάνει να νιώθουμε άνετα.
Η «Μάγισσα» προβάλλεται κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00 στον ΑΝΤ1.