ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΩΣ η λεγόμενη «ρεμπετοαναβίωση» ήταν υπόθεση της δεκαετίας του ’80 (με τις δεκάδες κομπανίες, τα ρεμπετάδικα, τις επανεκδόσεις δίσκων με παλιά ρεμπέτικα, την ταινία Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη κ.λπ.). Εντάξει, τότε μπορεί να συνέβησαν πολλά, πάρα πολλά, αλλά, ουσιαστικά, αναβίωση του ρεμπέτικου δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει από τον Πόλεμο και μετά.
Ειδικά στο επίπεδο των κειμένων η αρθρογραφία υπήρξε συνεχής (Σοφία Σπανούδη, Μίνως Δούνιας, Φοίβος Ανωγειανάκης, Μίκης Θεοδωράκης, Νέστορας Μάτσας, Μάρκος Φ. Δραγούμης και πάμπολλοι άλλοι), μαζί βεβαίως με διαλέξεις, ομιλίες κ.λπ. Όλοι γνωρίζουμε, για παράδειγμα, την διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο στις 31 Ιανουαρίου 1949 στην Αθήνα, κάποιοι σίγουρα θα ξέρουν μιαν ανάλογη ομιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου στην Θεσσαλονίκη, για τη μορφή της μάνας στα ρεμπέτικα, την 14η Μαΐου 1954 κ.ο.κ.
Όσον αφορά τη δισκογραφία; Εδώ, ως τομή στο θέμα «ρεμπετοαναβίωση», θα πρέπει να θεωρήσουμε τις επανεκτελέσεις του Γρηγόρη Μπιθικώτση στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Πρώτος δίσκος τής σειράς εκείνος με τα τραγούδια «Αντιλαλούν οι φυλακές / Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» [His Master’s Voice, 1960], ενώ λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1961, ηχογραφείται ένα επίσης ιστορικό 45άρι με τα τραγούδια «Φραγκοσυριανή / Αλεξανδριανή» [His Master’s Voice]. Απ’ αυτά τα τραγούδια τα «Αντιλαλούν οι φυλακές» και «Φραγκοσυριανή» ήταν επανεκτελέσεις ρεμπέτικων του ’30, ενώ «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» και η «Αλεξανδριανή» είχαν ακουστεί από τον Μπιθικώτση, τότε, για πρώτη φορά. Φυσικά, τα τραγούδια του Βαμβακάρη που τραγούδησε εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ήταν πολύ περισσότερα.
Αν οι ταινίες «με υπόθεση» ενσωμάτωναν στοιχεία της ρεμπέτικης μυθολογίας από πολύ νωρίς, στα πρώτα χρόνια του '60 εμφανίζονται και ορισμένες «άλλες» ταινίες, πιο ειδικές, πιο «επί τούτου», ταινίες ερευνητικές, ντοκιμαντέρ και ημι-ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους βασικά, φτιαγμένες από υποψιασμένους νέους fans, οι οποίες είχαν άμεση σχέση με τον κόσμο τού ρεμπέτικου και την μετεξέλιξή του, που ήταν φυσικά το λαϊκό τραγούδι.
Ο κινηματογράφος (με υπόθεση) είχε κάποια σημασία στο θέμα της ρεμπετοαναβίωσης;
Μεγάλο, αν θεωρήσουμε ως τέτοια, ως μεγάλη δηλαδή, την εξοικείωση με το είδος που δημιουργούσαν οι παρουσίες παλαιών ρεμπετών και λαϊκών τραγουδοποιών, με τα τραγούδια τους, και όχι μόνο μ’ αυτά, σε μια σειρά από ταινίες, που γυρίστηκαν από τα τέλη του ’40 έως και τα τέλη του ’50.
Φυσικά, ρεμπέτικο το ’50 δεν υπήρχε, αν θεωρήσουμε ως ρεμπέτικο το κλασικό «πειραιώτικο» της δεκαετίας του ’30, αλλά όταν έβλεπες, το 1954, στην ταινία Οι Παπατζήδες (σε σενάριο Πέτρου Γιαννακού και τεχνική επίβλεψη από τον Αλέκο Σακελλάριο) ζωντανό μέχρι και τον θρυλικό Γιώργο Μπάτη να εμφανίζεται σαν κουμανταδόρος σε αυτοσχέδια μπαρμπουτιέρα... ε, όπως και να το κάνουμε, κάτι παθαίνεις. Πιο πολύ σήμερα βέβαια, αλλά και τότε...
Και αν οι ταινίες «με υπόθεση» ενσωμάτωναν στοιχεία της ρεμπέτικης μυθολογίας από πολύ νωρίς, στα πρώτα χρόνια του ’60 εμφανίζονται και ορισμένες «άλλες» ταινίες, πιο ειδικές, πιο «επί τούτου», ταινίες ερευνητικές, ντοκιμαντέρ και ημι-ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους βασικά, φτιαγμένες από υποψιασμένους νέους fans, οι οποίες είχαν άμεση σχέση με τον κόσμο τού ρεμπέτικου και την μετεξέλιξή του, που ήταν φυσικά το λαϊκό τραγούδι.
Ανδρέας Αναστασάτος «Ιστορία ενός Μπουζουκιού» (1960)
Μία πρώτη φαίνεται πως ήταν η ταινία του οπερατέρ Ανδρέα Αναστασάτου Ιστορία ενός Μπουζουκιού (1960) διάρκειας 10 λεπτών.
Την ταινία του Α. Αναστασάτου (1929-2016) δεν την έχουμε δει και δεν θα θέλαμε να μεταφέρουμε εδώ, τις, ούτως ή άλλως, ελάχιστες, και όχι τόσο καλά τεκμηριωμένες πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Πάντως την ταινία την αναφέρει και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο κείμενό του «Δημοσιεύματα για τα ρεμπέτικα (1947-1968)» στο περιοδικό Διαγώνιος [#2, Μάιος-Αύγουστος 1979], δίνοντας την επιπρόσθετη πληροφορία πως στο περιοδικό Εικόνες (τεύχος 279, της 24 Φεβ. 1961) υπάρχει κείμενο γι’ αυτήν γραμμένο από τον Νέστορα Μάτσα, που ήταν και ο σεναρίστας της.
Κώστας Φέρρης «Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν» (1961)
Μια δεύτερη ήταν η περίπου 6λεπτη ταινία του Κώστα Φέρρη Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν (1961). Στο βιβλίο της Αλίντας Δημητρίου Φιλμογραφία Ταινιών Μικρού Μήκους [ΦΙΛΜ / Καστανιώτης, 1976] διαβάζουμε σχετικά:
«Άσκηση κινηματογραφικού ύφους πάνω σε δύο ρεμπέτικα τραγούδια: “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν”, “Μινόρε της Αυγής”. Η ταινία δεν παίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1961, καθώς την απέρριψε η προκριματική επιτροπή λόγω χασικλίδικων τραγουδιών. Στη συνέχεια η ταινία απορρίφθηκε και από την Δευτεροβάθμιο Επιτροπή».
Στην ταινία υπήρχαν ηθοποιοί (Σοφία Φέρρη, Ανέστης Βλάχος, Σάββας Καλατζής κ.ά.) και ακούγονταν τα τραγούδια «Μινόρε της αυγής» του Σπύρου Περιστέρη (με τους Απόστολο Χατζηχρήστο, Γιάννη Σταμούλη, Μάρκο Βαμβακάρη) και «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» του Μάρκου Βαμβακάρη (με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση).
Βασικά η ταινία, που είναι ημι-ντοκιμαντερίστικη, επέχει ρόλο... βιντεοκλίπ. Ο Κ. Φέρρης κινηματογραφεί με φόντο την παραγκούπολη στο Δουργούτι, μεταφέροντας στα πλάνα του, όπως και να το κάνουμε, μια νεορεαλιστική αισθητική. Φυσικά, η ταινία δεν είχε ουδεμία σχέση με «χασικλίδικα» και τα συναφή. Προφανώς τις επιτροπές του φεστιβάλ ενοχλούσε το γενικότερο κάδρο (θυμηθείτε τη Συνοικία το Όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη, από την ίδια χρονιά). Όπως μας είπε ο ίδιος ο Κώστας Φέρρης, ενθυμούμενος την περιπέτεια της ταινίας του, σε μια πλήρη και αναλυτική αφήγηση:
«1961. Από τη δουλειά μου σε μιαν αμερικάνικη ταινία ("Συνέβη στην Αθήνα") είχα κρατήσει στην μπάντα 5.000 δρχ. για να κάνω την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία. Ζήτησα από τον Μίκη, μέσω μιας γνωστής μου, τα δικαιώματα του “Επιτάφιου” με τον Μπιθικώτση, κι εκείνος μου απάντησε πως τα κρατάει για μια μεγάλου μήκους ταινία. Στράφηκα στη δουλειά του Μέντη Μποσταντζόγλου. Με δέχτηκε σπίτι του πολλές φορές, μου ’δειξε όλες του τις γελοιογραφίες, αλλά αυτό που ήθελα να κάνω δεν ήταν ένα ντοκιμαντέρ. Ξαφνικά, για κάποιαν έκθεση φτιάχνει έναν τεράστιο πίνακα, με τίτλο και θέμα τη θαλαμηγό “Χριστίνα” του Ωνάση. Εκεί μου ’ρχεται η ιδέα να κάνω μια περιπλάνηση του φακού στις ζωγραφιές και τους “διαλόγους” του Μέντη, σ’ όλα τα διαμερίσματα της θαλαμηγού, με τις μικρές τους ιστορίες να συγκροτούν “μια μέρα στη θαλαμηγό”. Δεν ήμουνα όμως και απολύτως ενθουσιασμένος, γιατί δεν ήθελα να ξεκινήσω την καριέρα μου με «στατικές» εικόνες.
Ξαφνικά, πιάνω μια δουλειά βοηθού σε μια ταινία που θα γυριζόταν όλη στη Σκύρο. Μ’ αυτή την ευκαιρία έγινε κι ο πρώτος μου γάμος, στην Αρχοντοπαναγιά, με κουμπάρους τον Αντρέα Μπάρκουλη και την Κατερίνα Γιουλάκη. Και σ’ ένα διάλειμμα των γυρισμάτων, ακούω από το πικάπ του καφενείου στα Μαγαζιά, την κρυστάλλινη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και την καμηλιέρικη ρυθμική του Μάρκου Βαμβακάρη: “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, σαν τα λούλουδα του κάμπου”. Αυτό ήταν! Ο κύβος ερρίφθη. Τον Μάρκο θα τον τιμήσω μετά τα γυρίσματα, κι αν η ταινία φέρει κανένα κέρδος, τότε τα δικαιώματά του είναι εγγυημένα.
Από το τέλος των γυρισμάτων στη Σκύρο ίσαμε την επόμενη ταινία, που είχα δεσμευτεί, είχα περίπου δύο μήνες ελεύθερους. Εξασφάλισα τον Μάκη Ανδρεόπουλο που θα ’ρχόταν με τη δική του κάμερα, όλα δωρεάν. Ο Τάσος Ζωγράφος μου βρήκε τις τοποθεσίες στο Δουργούτι. Τρείς φίλοι τεχνικοί, από τους οποίους οι δύο θα “έπαιζαν” κιόλας, μ’ ένα μικρό χαρτζιλίκι (για τον καφέ) αντί για μεροκάματο. Στο cast, για την πρωταγωνίστρια, δεν υπήρχε πρόβλημα: θα έπαιζε η τότε γυναίκα μου, Σοφία Σφακιανάκη, ηθοποιός της Σχολής Ροντήρη και κόρη του συνθέτη της Εθνικής Σχολής, Κωνσταντίνου Σφακιανάκη. Για το “αγόρι” σκέφτηκα αμέσως τον φίλο μου (από τα 16 του) Στάθη Γιαλελή. Τον βρίσκω στο σπίτι του Κούνδουρου όπου σύχναζε, και μου λέει ενθουσιασμένος πως θα πρωταγωνιστήσει στο “Αμέρικα Αμέρικα” του Ελία Καζάν.
Στο μεταξύ έχω πάει και στο Δουργούτι, και συνειδητοποιώ πως τα πρόσωπα του “δράματος” πρέπει να είναι κάπως πιο “σκληρά” απ’ ό,τι ένας ερωτικός ζεν-πρεμιέ. Έτσι καταλήγω στον άλλο φίλο μου, από το 1958, τον Ανέστη Βλάχο.
Ο Μάκης (Ανδρεόπουλος) μου εξασφαλίζει δύο κουτιά φιλμ από μια ταινία που δούλευε. Μία προς τρεις οι λήψεις μου, ποιος τη χάρη μου! Ένα γύρισμα για όλα τα “εξωτερικά”, στο Δουργούτι, και για να κάνω το χατίρι στον Ανδρεόπουλο, τραβάμε κι ένα γενικό με φόντο την Ακρόπολη (οι αντιρρήσεις μου ήσαν, γιατί ήμουν κάθετος ενάντια σε οποιοδήποτε φολκλορικό στοιχείο). Για το φανταστικό και “ψευδές” ζεϊμπέκικο, αντί για πλέι-μπακ επαγγελματικό, είχαμε μαζί μας ένα ηλεκτρόφωνο και βάζαμε τον δίσκο. Έτσι κι αλλιώς τον συγχρονισμό θα τον βρίσκαμε στο μοντάζ. Γύρω από το δομημένο “χορευτικό” φλερτ, πολλά πλάνα αυτοσχεδιασμού (παιδιά που τρέχουν, πουλιά) από διαφορετικές γωνίες λήψεων.
Άλλο ένα εσωτερικό γύρισμα, στο σπίτι μου, για τα πλάνα του κοριτσιού που ονειροπολεί, και να η ταινία στα κουτιά. Την εμφάνιση είχαν αναλάβει δύο παιδιά του εργαστηρίου του Ρουσσόπουλου, νύχτα, κρυφά, τζάμπα.
Τέλος οι “διακοπές”, και πιάνω δουλειά. “Κατηγορούμενος ο έρως” είναι ο τίτλος, και σκηνοθέτης ο Γκρεγκ Τάλας. Ωραίος άνθρωπος. Βλέπει μια μέρα τις μπομπίνες που ’χω κουβαλήσει από τα εργαστήρια, και με ρωτάει τι είναι. Του τα λέω όλα, και παραπονιέμαι πως δεν έχω λεφτά για να νοικιάσω μοβιόλα (σ.σ. μηχάνημα με το οποίο γίνεται το μοντάζ). Το βράδυ μού κουβαλάει στα γραφεία παραγωγής μιαν αμερικάνικη μοβιόλα “όρθια” με λούπα, του πολέμου, χωρίς μπομπίνες, και χωρίς κεφαλή ήχου. “Δούλεψε τώρα πλάνο-πλάνο, κι όταν προχωρήσεις θα ’ρθω να σε βοηθήσω”. Έτσι κι έγινε.
Με το φιλμ να ξετυλίγεται και ν’ απλώνεται στο πάτωμα, έκοβα κι έδενα, αφήνοντας ουρές για τον συγχρονισμό. Κι όταν ολοκλήρωσα τον κύκλο έρχεται ο Γκρεγκ, νύχτα, και μου λέει: “βάλε να το δω, και βάλε τον δίσκο στο πικάπ”. Δείχνει εξιταρισμένος. Στο τέλος αποφαίνεται: “Πολύ καλό το μοντάζ, τώρα πρέπει να απαλλαγείς από τις ουρές. Κατάλαβα τι θέλεις να κάνεις. Λοιπόν, θα πας στον Τσαούλη, θα του πεις να συγχρονίσει τις κλειδώσεις, δηλαδή τα “βρε” του τραγουδιού, και να κόψει τις ουρές που περισσεύουν. Βρες κι ένα τραγούδι πιο ήρεμο, για την αρχή και το τέλος”. Το βρήκα. “Το μινόρε της αυγής”.
Έτσι ολοκληρώθηκε η ταινία, και την έστειλα στην Προκριματική του Φεστιβάλ. Έκπληξη! Η Επιτροπή απορρίπτει μετά βδελυγμίας τρεις ταινίες μικρού μήκους, του Νίκου Τζίμα, του Πάνου Παπακυριακόπουλου και τη δική μου. Μαθαίνουμε μάλιστα πως ο Αλέξης Μινωτής, Πρόεδρος της Επιτροπής, αναφώνησε: “Δε θα βάλω εγώ του χασικλήδες στο Φεστιβάλ!”. Ο Γκρεγκ είναι έξαλλος. “Φύγε, ανέβα στη Θεσσαλονίκη, μην τ’ αφήσεις έτσι!”.
Στο Φεστιβάλ αποφασίζομε οι τρεις “κομμένοι” να κάνουμε μια δημοσιογραφική προβολή σ’ ένα σινεμά, απέναντι από το Θέατρο Μακεδονικών Σπουδών. Όμως η αστυνομία έχει τρομοκρατήσει τον αιθουσάρχη, που ’χει κλειδώσει την πόρτα κι έχει εξαφανισθεί. Ο Νίκος Κούνδουρος δεν διστάζει. Δίνει μια και σπάει την πόρτα. Μπαίνουμε όλοι μέσα κι ο Γρηγόρης Δανάλης ανεβαίνει στην καμπίνα και βάζει μπρος την προβολή! Ο Μίκης Θεοδωράκης ενθουσιάζεται. “Από Δευτέρα βάζομε μπροστά τον Επιτάφιο!”.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, μαθαίνω πως η ταινία απαγορεύτηκε ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ από την Επιτροπή Λογοκρισίας. Κάποιος μου λέει πως ενόχλησε το πλάνο στο Δουργούτι, με την Ακρόπολη στο βάθος. “Είναι… αντιτουριστικό” φέρεται να είπε ο αρχιλογοκριτής Αρβανίτης. Αχ τι μου ’κανες βρε Μάκη…
Στην πραγματικότητα, ο Αρβανίτης ήταν έξαλλος που οι ξεσηκωμένοι διανοούμενοι και φοιτητές δεν του επέτρεψαν ν’ απαγορεύσει τη “Συνοικία το Όνειρο” του Αλεξανδράκη, που είχε γυριστεί σε μιαν άλλη παραγκούπολη, τον Ασύρματο. Και πήρε την εκδίκησή του απαγορεύοντας την ταινία μου.
Το κέρδος είναι πως έκανα το ταξίδι στην Κοκκινιά, για να γνωρίσω τον Μάρκο Βαμβακάρη, και να του βρω δουλειά στην ταινία “Κατηγορούμενος ο Έρως”».
Πάνος Κουτρουμπούσης «Από Μπουζούκια σε Μπουζούκια» (1962)
Μια τρίτη ταινία στη σειρά, καθαρά ντοκιμαντερίστικη αυτή τη φορά, που ανασκάλευε και αποτύπωνε τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού (ας θεωρήσουμε και του ρεμπέτικου) ήταν η 13λεπτη Από Μπουζούκια σε Μπουζούκια (1962) σε μοντάζ, σενάριο, παραγωγή και σκηνοθεσία του Πάνου Κουτρουμπούση (1937-2019), που είχε γυριστεί βασικά στα «ύποπτα» λαϊκά μαγαζιά του Περάματος.
Αυτή η ταινία ήταν η πιο περίεργη απ’ όλες – κατ’ αρχάς γιατί ο Π. Κουτρουμπούσης δεν έχει κάποια σχέση, ούτε ειδική, ούτε γενικότερη, με την λαϊκή κουλτούρα των ρεμπέτικων. Ο ίδιος ήταν αμερικανοτραφής, παιδί των κόμικς, του rock n’ roll, των πρώτων κλαμπ, της Ύδρας των μπίτνικ κ.λπ. Άρα... πώς; Μιλάει ο ίδιος γι’ αυτό σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι (#22, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2008, συνέντευξη στον Νίκο Μητρογιαννόπουλο):
«Το ενδιαφέρον μου εμένα για το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το Πέραμα, που κατέληξα να κάνω το ντοκιμαντέρ, ήτανε μάλλον κοινωνικό παρά μουσικό. Αλλά πώς ξεκίνησε δε θυμάμαι. Κάπου θα έμαθα ότι στο Πέραμα υπάρχουν λαϊκά μπουζουξίδικα. Μπορεί και να μη μου το είπε κανείς, να το διάβασα σε εφημερίδα, ξέρω ’γω;(...) Βρίσκω μια ειλικρίνεια (σ’ αυτή τη μουσική). Υπήρχε και το θέμα ότι είχε σχέση με τα ναρκωτικά, γιατί στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε απλωθεί το ότι το χασίσι, το μαύρο, έχει σχέση με δημιουργία ας πούμε, και με επανάσταση λιγάκι, και με αντιεξουσιαστική κατάσταση. Είχε σχέση κι αυτό, αλλά περισσότερο ήτανε ότι μ’ ενδιέφερε το λαϊκό ως αυθεντικό και στη μουσική και στην κοινωνία».
Είναι πιθανόν ο Κουτρουμπούσης να είχε μάθει τα του Περάματος λόγω Allen Ginsberg (αν δεν είχε κάνει τα γυρίσματα νωρίτερα), του περίφημου αμερικανού beat ποιητή, που είχε έρθει στην Ελλάδα τότε και που γούσταρε, είχε διάθεση, να ανακαλύψει αυθεντικές καταστάσεις. Υπάρχει ως γνωστόν και μια φωτογραφία με τους Ginsberg και Κουτρουμπούση απ’ αυτή την εποχή, στον πυργίσκο (τότε) της οδού Γιάννη Σταθά, στο Κολωνάκι.
Όπως έχουμε ξαναγράψει εδώ στο σάιτ, στην Αθήνα ο Ginsberg θα βρεθεί ν’ ακούει τον Βασίλη Τσιτσάνη (7 Σεπτεμβρίου 1961) στο κέντρο Φαληρικόν και συνεπαρμένος από την επαφή του με το λαϊκό τραγούδι θα φθάσει να γράψει ακόμη και στίχους με στόχο να περαστούν στο μπουζούκι! Λέμε για το “Poem written in café, intended as bouzouki lyric”, όπως διαβάζουμε στο Journals: Early Fifties Early Sixties [Grove Press, New York, 1992], ενώ η Άμυ Μιμς-Σιλβερίδη (σύντροφος του Μίνου Αργυράκη και ξεναγός τού Ginsberg στην Αθήνα, μαζί με τον ποιητή Σπύρο Μεϊμάρη) στο βιβλίο της Ο θησαυρός της Χέλεν Σάλλιβαν [Οδός Πανός, 2007] σημειώνει σχετικά:
«Την ίδια εποχή (σ.σ. φθινόπωρο του 1961), η Ντήρντρα (σ.σ. περσόνα της συγγραφέως) έκανε εξορμήσεις και σε άλλες παλιές γειτονιές –όπως στον Ασύρματο, εκείνη την περίεργη φτωχογειτονιά κοντά στον λόφο του Φιλοπάππου, γνωστή στους Έλληνες από την παλιά ταινία Συνοικία το Όνειρο– και σε άλλες συνοικίες, όπως στο Δουργούτι, στη Νίκαια και στη Δραπετσώνα. Ήθελε να ξεναγήσει τον Γκίνσμπεργκ και σε αυτά τα σχεδόν άγνωστα λημέρια. Αλλά, τελικά, πρόλαβε να τον πάει μόνο στο Πέραμα, όμως στο αυθεντικό Πέραμα, όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60... Το Πέραμα πριν από το τσιμεντένιο λίφτινγκ που έμελλε να υποστεί αργότερα... το γνήσιο πάλαι ποτέ Πέραμα, με τις παράγκες στην αμμουδιά, λίγα μέτρα από τη θάλασσα... το Πέραμα με τα φτηνά πολύχρωμα φωτάκια κρεμασμένα πάνω από τα πρόχειρα “περιβολάκια” (δηλαδή, κάτι ασβεστωμένα κονσερβοκούτια με κάτι εύρωστα κόκκινα γεράνια)... το Πέραμα με τα όμορφα ναυτάκια, που λες και είχαν βγει από τους πίνακες του Τσαρούχη και που συνόδευαν συχνά τον μεγαλοπρεπή Λόρδο της Αθηναϊκής Κοινωνίας, τον πρώτο δοξασμένο αεροπόρο της Ελλάδας, τον Θάνο Βελλούδιο. Με μια τέτοια ομήγυρη, η Ντήρντρα χάρηκε μια αξέχαστη βραδιά στο παλιό Πέραμα, παρέα με τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Εκείνος ξετρελάθηκε με τους ήχους του ρεμπέτικου, όταν πρωτάκουσε εκεί ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που παιζόταν στη διαπασών, στο προπολεμικό τζουκμπόξ. Άρπαξε το στυλό του κι άρχισε να γράφει –φουριόζικα– έναν διθύραμβο για το τζουκμπόξ στο Πέραμα. Αν ήξερε τι σήμαιναν οι στίχοι του Βαμβακάρη, το αυτοσχέδιο ποίημά του θα γινόταν ένα σωστό αριστούργημα (...)».
Το ποίημα του Allen Ginsberg ήταν το “Seabattle of Salamis took place off Perama” και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Στην ταινία Από Μπουζούκια σε Μπουζούκια ο Κουτρουμπούσης δεν είχε ήχο. Έλεγε σχετικά, σ’ εκείνη την συνέντευξή του στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι:
«Ήταν επιλογή να μην έχει ήχο η ταινία, γιατί το κόστος να είχαμε και ηχολήπτη δεν καλυπτότανε. Πρώτον. Δεύτερον, επειδή νόμιζα ότι θα μπορούσα, αφού την μοντάρω, να βάλω μουσική από δίσκους. Το οποίο δε γινότανε. Ανοησία δικιά μου. Να βάλω δηλαδή κομματάκια μουσικές. Όμως δεν μπορούσες να βάλεις είκοσι δευτερόλεπτα μια σκηνή και να έχει μουσική και μετά να περνάς σε άλλο μέρος και να έχεις άλλη μουσική, και να κόβεται στη μέση η νότα. Ανοησία δικιά μου».
Πάντως εκείνη την περίοδο, και με αφορμή το ντοκιμαντέρ, ο Π. Κουτρουμπούσης αποτύπωσε και ήχο, πηγαίνοντας να ηχογραφήσει τους παλιούς ρεμπέτες και τους λαϊκούς τραγουδιστές στα μαγαζιά της εποχής. Όχι στο Πέραμα, γιατί στο Πέραμα η μουσική προερχόταν βασικά από τζουκ-μποξ, αλλά στου Βρανά π.χ., στην Ιερά Οδό, εκεί όπου καταγράφηκαν οι Μάρκος Βαμβακάρης και Στράτος Παγιουμτζής.
Μάλιστα, πολλά χρόνια αργότερα, το 1982, θα κυκλοφορούσε και ο σχετικός δίσκος: Μάρκος Βαμβακάρης – Στράτος Παγιουμτζής: Ζωντανή Ηχογράφηση στου «Βρανά» την Άνοιξη του 1961 [Αφοί Φαληρέα], με τις φωτογραφίες του Κουτρουμπούση να κοσμούν το εξώφυλλο. Τώρα, το ότι εκεί γράφει «Άνοιξη» μην το δένετε κόμπο. Για το «1961», όμως, ok.
Τάσος Δενέγρης «Το Μοναστηράκι» (1964)
Μια άλλη ταινία που είχε ένα ρόλο στα πράγματα, έστω και έμμεσο, ήταν Το Μοναστηράκι (1964) του ακόμη τότε σκηνοθέτη και επίσης ποιητή και μεταφραστή στην πορεία Τάσου Δενέγρη (1934-2009).
Ο Δενέγρης ήταν τότε μαζί με τον Κουτρουμπούση, και άλλους βέβαια, στην συντακτική ομάδα του περιοδικού Πάλι, και φαίνεται πως πλην της αμερικάνικης κουλτούρας, που ένωνε τους δυο τους, είχαν συγκινηθεί και από το εγχώριο λαϊκό στοιχείο – από εκείνο, εξάλλου, που συγκινούνταν και οι ξένοι επισκέπτες Αμερικανοί και άλλοι (ποιητές, λογοτέχνες, εικαστικοί...), τους οποίους αμφότεροι θαυμάζανε.
Στην ταινία πρωταγωνιστούσε ο χώρος και οι άνθρωποι. Το Μοναστηράκι. Η πλατεία Αβησσυνίας, οι συναλλαγές, τα πάρε-δώσε ανάμεσα στον κόσμο, τα καταστήματα, οι μικροπωλητές. Να μην μας διαφεύγει επίσης πως το Μοναστηράκι ήταν εκείνα τα χρόνια, και αργότερα φυσικά, το κέντρο αγοραπωλησίας των δίσκων 78 στροφών. Των δίσκων με τα κλασικά ρεμπέτικα. Είναι συνδεδεμένο εννοούμε το Μοναστηράκι με το ρεμπέτικο, με πολλούς και διαφόρους τρόπους.
Ξανά ο Πάνος Κουτρουμπούσης από εκείνη την συνέντευξή του στο Λαϊκό Τραγούδι:
«Στο Μοναστηράκι πήγαινα για παλιά περιοδικά και βιβλία , υπήρχε το λαϊκό στοιχείο της κοινωνίας. Τότε στην αρχαία αγορά, δίπλα στο Μοναστηράκι, ήτανε στέκι πρεζάκηδων, που τη νύχτα τη στήνανε μέσα και σουτάρανε. Παλιοί πρεζάκηδες, μουστακαλήδες, μάγκες, ξέρω κι εγώ τι ήτανε αυτοί, ξεπεσμένοι άνθρωποι ή άνεργοι. Στο Μοναστηράκι εγώ είχα παρέες».
Μπορεί την ταινία Το Μοναστηράκι του Τάσου Δενέγρη, να μην την θυμάται κανένας σήμερα, αλλά σίγουρα κάποιοι, αρκετοί, θα γνωρίζουν το άλμπουμ του Σταύρου Ξαρχάκου «Μοναστηράκι και Τετράγωνο» [Columbia, 1964], στην πρώτη πλευρά του οποίου καταγραφόταν το σάουντρακ της ταινίας του Δενέγρη. Ανάμεσα στα κομμάτια το «Γιουσουρούμ», από το οποίο θα προέκυπτε δύο χρόνια αργότερα (1966) το «Στου Όθωνα τα χρόνια», και το «Πλατεία Αβησσυνίας», δηλαδή η μελωδία από το «Τι έχει και κλαίει το παιδί».
Στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ υπάρχει, δε, το εξής κείμενο:
«Στην πρώτη όψη ο συνθέτης περιγράφει μουσικά έξι χαρακτηριστικές εικόνες, που συνθέτουν μια Κυριακή παζαριού στο Μοναστηράκι. Το πρωινό αρχίζει το στήσιμο των πάγκων (Πανδρόσου), προχωρεί στην παρουσία του απίθανου ετερόκλητου εμπορεύματος (Γιουσουρούμ), κορυφώνεται με το ατελείωτε πάρε-δώσε (Αλισβερίσι), για να εμφανισθούν χαζεύοντας οι απαραίτητοι Τουρίστες και η παλαιά δεσποινίς (Δεσποινίς Αριστέα), οπότε πια η ημέρα στο Μοναστηράκι τελειώνει μελαγχολικά το απομεσήμερο (Πλατεία Αβησσυνίας)».
Θα ήταν ευχής έργο αυτές οι τέσσερις ταινίες, η Ιστορία ενός Μπουζουκιού (1960) του Ανδρέα Αναστασάτου, Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν (1961) του Κώστα Φέρρη, το Από Μπουζούκια σε Μπουζούκια (1962) του Πάνου Κουτρουμπούση και Το Μοναστηράκι (1964) του Τάσου Δενέγρη, να εντοπιστούν (το λέμε, γιατί κάποιες είναι σπάνιες), να τους γίνει μια «σωστή» επεξεργασία και να προβληθούν, όλες μαζί, σ’ ένα αφιέρωμα. Ή να γίνει και κάποια έκδοση ακόμη.
Είναι κρίμα (και) αυτό το υλικό του ελληνικού κινηματογράφου να περνάει απαρατήρητο και να το τρώει το σκοτάδι...
σχόλια