ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΜΕΤΑ ΤΑΙΝΙΑ του επίσημου διαγωνιστικού προγράμματος του 77ου Φεστιβάλ Καννών, η Κιάρα Μαστρογιάνι εμφανίζεται στο ξεκίνημα του «Marcello mio» να γυρίζει ένα διαφημιστικό σε ένα σιντριβάνι, φορώντας μια ξανθιά περούκα, με τη σκηνοθέτιδα να ουρλιάζει για να βραχεί πιο αποφασιστικά, όπως η Ανίτα Έκμπεργκ, σε μια προφανή απόπειρα εκ των ενόντων αναπαράστασης της κλασικής σκηνής στη Fontana di Trevi από το «Dolce Vita».
Μόνο που η κόρη της Κατρίν Ντενέβ και του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι δεν μοιάζει καθόλου με την Ανίτα Έκμπεργκ αλλά με τους γονείς της, σε μια παράξενη σύμπτυξη χαρακτηριστικών που με τα χρόνια εδραιώνεται, όσο ενοχλητικά υποθέτουμε πως συσσωρεύονται και οι συγκρίσεις της Ιταλο-γαλλίδας ηθοποιού με τα ιερά τέρατα που την γέννησαν.
Το τέχνασμα έχει τις χάρες του και ο Κριστόφ Ονορέ ακολουθεί τη μούσα του σε μια σινεφιλική και παράξενα ψυχαναλυτική διαδρομή στη δραματική κομεντί, που είναι μασκαρεμένη ως ελαφρά παρωδία.
Κάνοντας μια audition με παρτενέρ τον Φαμπρίς Λουκινί για μια ταινία της Νικόλ Γκαρσιά, η Κιάρα φτάνει στο αμήν με μια παρατήρηση της σκηνοθέτιδας μετά την πρόβα μιας σκηνής. «Πώς να σ' το πω», της λέει με τρόπο, «περίμενα περισσότερο Μαρτσέλο από σένα, και λιγότερο Ντενέβ». Το άκομψο σχόλιο ωθεί την γυναίκα που έχει σκηνοθετηθεί από τον Ρουίζ, τον Τεσινέ, τον Άλτμαν και τον Ντεπλεσέν να φορέσει το μαύρο κοστούμι, το καπέλο και τα γυαλιά που αποτέλεσαν το σήμα-κατατεθέν του πατέρα της από την εμβληματική του ερμηνεία στο «8½» και να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μιλώντας πλέον (πειστικότατα) ιταλικά σε ένα τολμηρό πείραμα που σαστίζει τους πάντες, προκαλώντας ωστόσο διαφορετικές αντιδράσεις.
Ο κολλητός και πρώην σύζυγός της, ροκ σταρ Μπενζαμέν Μπιολέ, την αντιμετωπίζει στωικά, ο πρώην εραστής της Μελβίλ Πουπό γίνεται έξαλλος, η Γκαρσιά δεν ξέρει τι να πει, ο Λουκινί αγαλλιάζει στην προοπτική να γίνει φίλος με τον Μαρτσέλο που ανέκαθεν θαύμαζε και ποτέ δεν συνάντησε και η ίδια της η μητέρα ξεπερνά την αρχική αμηχανία, συνοδεύοντάς της σε ένα ταξίδι αναμνήσεων και ενδοσκόπησης που περιλαμβάνει την επίσκεψη στο σπίτι όπου πέρασαν τις στιγμές μεγάλου έρωτα και γλυκόπικρης ανατροφής της κόρης τους τα πιο λαμπρά αστέρια του ευρωπαϊκού σινεμά εκείνης της εποχής.
Η Κιάρα επιμένει και φτάνει στο σημείο να ανταλλάξει φιλιά με έναν ερωτοχτυπημένο γκέι Βρετανό στρατιώτη που υποτίθεται πως δεν καταλαβαίνει ποιον παριστάνει, και αν είναι καν γυναίκα – είναι ο μόνος που παίζει έναν επινοημένο χαρακτήρα, καθώς όλοι οι άλλοι παραλλάσσουν τους πραγματικούς εαυτούς τους. Το τέχνασμα έχει τις χάρες του και ο Κριστόφ Ονορέ ακολουθεί τη μούσα του σε μια σινεφιλική και παράξενα ψυχαναλυτική διαδρομή στη δραματική κομεντί που είναι μασκαρεμένη ως ελαφρά παρωδία.
Μετά το ξεκίνημα, το Marcello mio εξατμίζεται μέσα στο ίδιο του το gimmick, έχοντας ως κορυφαίες στιγμές τις κυρίως περιπατητικές, μεταξύ αλήθειας και μύθου συνευρέσεις της Κιάρα με την Ντενέβ, μια ηθοποιό που, όταν παίζει κωμωδία, το κάνει με έναν νόστιμα υπαινικτικό τρόπο.