Ο Σπύρος Φωκάς υπήρξε ένας από τους ωραιότερους ζεν πρεμιέ όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κινηματογράφου, κι ας το αρνιόταν ο ίδιος στη δύση της καριέρας του, λέγοντας ότι ήταν απλώς μια «ευχάριστη παρουσία». Αυτή η παρουσία του στους κοσμικούς κύκλους της εποχής έκανε μεγάλη αίσθηση από το ξεκίνημά του και δεν είναι λίγες οι πικάντικες ιστορίες που συνόδευαν τη φήμη του από τα πρώτα του βήματα στην ντόπια σόου μπίζνες.
Γεννημένος στην Πάτρα στις 17 Αυγούστου του 1937 ως Σπύρος Ανδρουτσόπουλος (το Φωκάς είναι ψευδώνυμο που απέκτησε με την πρώτη του εμφάνιση), αλλά μεγαλωμένος στην Αθήνα, όπου μετακόμισε η οικογένεια του όταν ήταν 9 χρονών, οι γονείς του στήριξαν την απόφασή του να γίνει ηθοποιός από την πρώτη στιγμή.
Ο πρώτος και πρωταγωνιστικός ρόλος στο σινεμά ήρθε με την αποφοίτησή του από τη Σχολή Κωστή Μιχαηλίδη και αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, στα 22 του, δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο και τη Ρίκα Διαλυνά στην κωμωδία του Βασίλη Γεωργιάδη «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα». Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο ταινίες-φουστανέλα που εξυμνούσαν την ελληνική λεβεντιά και αρρενωπότητα, το «Λύγκος ο λεβέντης» του Στέλιο Τατασόπουλου, όπου ερμήνευε έναν τσέλιγκα που βγαίνει στην παρανομία, και το «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα» του Ανδρέα Λαμπρινού που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών του 1959, φέρνοντάς τον σε επαφή με τις πρώτες διεθνείς γνωριμίες.
Ο αφοσιωμένος στην ελληνική του ταυτότητα, ο Σπύρος Φωκάς, ο οποίος πάντα επέστρεφε στην πατρίδα του, όσες επιτυχίες κι αν είχε στο εξωτερικό, δεν σταματούσε να δέχεται προτάσεις τόσο για την τηλεόραση όσο και για τον κινηματογράφο και για το θέατρο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που, επιστρέφοντας Αθήνα, πέρασε από τη Ρώμη, όπου βρισκόταν η Τσινετσιτά, το ευρωπαϊκό εργοστάσιο ονείρων. Εκεί, χάρη σε μια φίλη του που εργαζόταν σε πρακτορείο ηθοποιών, εξασφάλισε τον πρώτο του «ιταλικό» ρόλο που δεν ήταν άλλος από ένα ρωμαϊκό δράμα-χιτώνας με τίτλο «Μεσσαλίνα Αφροδίτη». Αυτό ήταν που τον οδήγησε στον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Θάνατο ενός φίλου» του Φράνκο Ρόσι. Με βασικά προτερήματα μια υποτροφία σε δραματική σχολή της Ρώμης και τον πρώτο του γάμο με τη Νία Λιβαδά, κόρη γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, ο Λουκίνο Βισκόντι τον πλησίασε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του». Το τι δεν πήγε καλά και ο ρόλος κατέληξε στον Αλέν Ντελόν μπορούμε να το αναζητήσουμε στα κουτσομπολιά της εποχής.
Εξηγεί η Σώκου, φίλη του ζεύγους εκείνη την εποχή, στο βιβλίο της «Ο αιώνας της Ροζίτας»: «Φαίνεται ότι ο Βισκόντι ήθελε κάτι παραπάνω. Μια μέρα που τον κάλεσε μετά το γύρισμα να βγούνε μαζί, ο Σπύρος απάντησε "ναι, αλλά θα πρέπει να ρωτήσω τη γυναίκα μου αν μπορεί, μήπως έχει κανονίσει κάτι άλλο". Δεν του το συγχώρησε ποτέ. Δεν τον έδιωξε από την ταινία, όμως στο έργο δεν φαινόταν ποτέ ολόκληρο το πρόσωπό του, παρά μόνο ένα τρίτο του προφίλ του». Ο ωραίος Έλληνας λοιπόν περιορίστηκε στον ρόλο του αδελφού του Ρόκο που δεν είχε πολλά λόγια, του άντρα της Κλαούντια Καρντινάλε, με μάνα την Κατίνα Παξινού.
Ωστόσο, η Ιταλία του πρόσφερε πολλούς ρόλους στη συνέχεια, συνεργασία με καλούς σκηνοθέτες και πάντα σημαντικούς ηθοποιούς, π.χ. στο «Psycosissimo» με τον Ούγκο Τονιάτσι, στο «Via Margutta» του Μάριο Καμερίνι, στο «Ένας άντρας στην πυρά» των αδελφών Ταβιάνι κ.ά.
Αλλά και στην Ελλάδα ο Φωκάς ήταν περιζήτητος, οι προτάσεις ήταν ατέλειωτες και ευτυχώς για εκείνον έκανε μερικές από τις καλύτερες επιλογές στον ασπρόμαυρο εμπορικό κινηματογράφο αξιώσεων. Στον «Εγωισμό» του Γιάννη Δαλιανίδη είναι το μήλον της έριδος μεταξύ δύο αδελφών, της Ζωής Λάσκαρη και της Τζένης Ρουσσέα, στη «Στεφανία στο αναμορφωτήριο», πάλι του Δαλιανίδη, παίζει τον γιατρό που σώζει την πρωταγωνίστρια-Λάσκαρη από το κολαστήριο του αναμορφωτηρίου. Αποτέλεσε καλλιτεχνικό ζευγάρι με την επίσης καλλονή Έλενα Ναθαναήλ στον συγκλονιστικό «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, στη «Ντάμα σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη και στο «Έρωτας στην καυτή άμμο» του Κώστα Ζωγραφάκη.
Πάντα σοβαρός, λιτός, ποτέ υπερδραματικός, είχε ένα δωρικό παίξιμο που ταίριαζε απόλυτα στο εκπληκτικό του παρουσιαστικό. Ο Δαλιανίδης στην αυτοβιογραφία του λέει γι’ αυτόν: «Τον θυμάμαι στο πρώτο πλάνο στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού. Αν ήταν μέσα στο νερό, θα έλεγα ότι αναδυόταν, εδώ εμφανιζόταν σιγά-σιγά πίσω από έναν λόφο. Θεός. Και καθώς πίσω του ήταν ο ήλιος, του δημιουργούσε ένα φωτοστέφανο που τον έκανε πραγματικά θεό. Η ομορφιά του, αρρενωπή, και ο λόγος του καθημερινός, καθόλου στόμφος».
Το 1964 συμμετείχε στα «Σκαλοπάτια» του Leonard Hirschfield σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού που γυρίστηκε γυρισμένο στη Σαντορίνη με την Ειρήνη Παππά και το 1966 στην ελληνογαλλική παραγωγή «Μια σφαίρα στην καρδιά» του Ζαν-Ντανιέλ Πολέ με την Τζένη Καρέζη. Το 1969 έγινε στην Ιταλία Ζορό για χάρη του σκηνοθέτη Φράνκο Μοντεμούρο. Στην ελαφριά ερωτική κωμωδία «Basta guardarla» του Λουτσιάνο Σάλτσε έπαιξε δίπλα στη Μαριάντζελα Μελάτο και στη Μαρία Γκράτσια Μπουτζέλα.
Τη δεκαετία του ’70 αναλώθηκε σε ταινίες δράσης και ελαφριές κωμωδίες, ενώ ξεκίνησαν και οι συμμετοχές του στα πρώτα τηλεοπτικά σίριαλ τόσο της RAI στην Ιταλία όσο και της νεόκοπης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Το 1977 ο Βινσέντε Μινέλι του έδωσε, μετά από οντισιόν, ρόλο δίπλα στην κόρη του Λάιζα, στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν και στον Σαρλ Μπουαγιέ στο «Όταν θέλει η γυναίκα», ενώ λίγο μετά έπαιξε δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας στο «Σπέρμα του Σατανά».
Το 1980 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου πρωταγωνίστησε στο κύκνειο άσμα του Τάκη Κανελλόπουλου «Σόνια» και έναν χρόνο μετά συμμετείχε, μαζί με μια πλειάδα γνωστών και αγνώστων προσώπων του ελληνικού σινεμά, στο αδιανόητο «Σουβλίστε τους!» του Νίκου Ζερβού. Και αφού στήριξε την επανεκκίνηση της Ζωής Λάσκαρη, η οποία θέλησε να δοκιμάσει την τύχη της σε μια ταινία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου με τον Άρη Ρέτσο και τίτλο «Αναμέτρηση», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Καρυπίδη, θέλησε και ο ίδιος να πειραματιστεί δίπλα στον Αλέξη Δαμιανό, στον Γιώργο Μοσχίδη και στη Μιμή Ντενίση στην «Παρεξήγηση» του Δημήτρη Σταύρακα.
Τότε ήταν που τον κάλεσε το Χόλιγουντ στο Μαρόκο για να παίξει στην κωμωδία δράσης «Το διαμάντι του Νείλου» του 1985, όπου υποδύθηκε έναν Άραβα μεγιστάνα δίπλα στον Μάικλ Ντάγκλας, την Καθλίν Τέρνερ και τον Ντάνι ντε Βίτο. Αυτό ήταν που του έδωσε και το διαβατήριο για μεγάλες αμερικανικές παραγωγές όπως το «Ράμπο 3» με τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Η Αμερική όμως δεν τον κέρδισε, η καρδιά του ανήκε στη Μεσόγειο.
Η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση στα πρώτα της ανοίγματα τον κάλεσε από τους πρώτους στην απόπειρά της να παράγει σίριαλ διεθνών προδιαγραφών, όπως το «Γαλάζιο διαμάντι», η «Ανατομία ενός εγκλήματος», οι «Τολμηρές ιστορίες». Ο αφοσιωμένος στην ελληνική του ταυτότητα, ο Σπύρος Φωκάς, ο οποίος πάντα επέστρεφε στην πατρίδα του, όσες επιτυχίες κι αν είχε στο εξωτερικό, δεν σταματούσε να δέχεται προτάσεις τόσο για την τηλεόραση όσο και για τον κινηματογράφο και για το θέατρο.
Το 1992 πρωταγωνίστησε στη φιλόδοξη ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Το πεθαμένο λικέρ», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, ενώ μετά το «Μπίζνες στα Βαλκάνια» του Βασίλη Μπουντούρη επανασυνδέθηκε το 2000 με τον Νίκο Ζερβό για τα «Βίτσια γυναικών» και το 2002 για το «Στη σκιά του Λέμμυ Κώσιον». Εν τω μεταξύ, έδωσε το «παρών» και στις ταινίες «Αλέξανδρος και Αϊσέ» του φίλου του Δημήτρη Κολλάτου και «Ο Χάρος βγήκε παγανιά» του Αλέξανδρου Κολλάτου.
Το 2013 πραγματοποίησε και μία από τις σπάνιες εμφανίσεις του στο ελληνικό θέατρο, ερμηνεύοντας τον ρόλο ενός ηλικιωμένου ιερέα με παρελθόν παιδεραστή στο έργο «Τα παιδιά του πατρός» του Στέφανου Κακαβούλη. Ωστόσο, η νέα γενιά Ελλήνων τον γνώρισε μέσα από τηλεοπτικές σειρές όπως «Δύο ξένοι», «Οι κληρονόμοι», «Φιλί ζωής» και «Της αγάπης μαχαιριά», όπου κρατούσε τον ρόλο του Αντώνη Σταματάκη, του πάτερ-φαμίλια της μίας από τις δύο οικογένειες που εμπλέκονταν σε κρητική βεντέτα. Δυστυχώς, διαγωνίστηκε στη «Φάρμα των διασήμων», ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο ενδεχομένως συμμετείχε επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.
Ο διεθνής ηθοποιός, μετά από τρεις γάμους ‒κατά δική του ομολογία οι εκπληκτικές αμοιβές των ξένων παραγωγών κατέληγαν στους λογαριασμούς των συζύγων του‒, έφτασε στο τέλος της ζωής του έχοντας μείνει χωρίς λεφτά και όταν αρρώστησε, έπεσε στην ανάγκη των φίλων. Η τελευταία και τέταρτη σύζυγός του Λίλιαν Παναγιωτοπούλου ήταν εκείνη που τον στήριξε. Καθώς αδυνατούσαν να συντηρήσουν το σπίτι που νοίκιαζαν στο κέντρο της Αθήνας, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα σπιτάκι σε άθλια κατάσταση έξω από την Κόρινθο. Τότε ήταν που ενδιαφέρθηκαν για το δράμα του πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ τα πρωινάδικα και τα κουτσομπολίστικα έντυπα. Αλλά ήταν όντως λυπηρό ένας άνθρωπος που δεν έπαψε να εργάζεται όλη του τη ζωή (στο IMdB εμφανίζονται περισσότεροι από εκατό τίτλοι ταινιών και σίριαλ στα οποία έχει συμμετάσχει), υπηρετώντας το δύσκολο επάγγελμα του ηθοποιού σε κάθε μέρος του κόσμου, που είχε ζήσει μεγάλες δόξες και τιμές, είχε φιλίες με τις μεγαλύτερες διασημότητες διεθνώς, κέρδισε άπειρα χρήματα, να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με μια τιμητική σύνταξη που δεν κάλυπτε σχεδόν τίποτα. Μέχρι τέλους δεν έχασε ούτε την αισιοδοξία του ούτε το χιούμορ του. Μόνο την αξιοπρέπειά του, και γι’ αυτό ευθύνονταν κυρίως κάποιοι άλλοι, όχι ο ίδιος.