Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς»

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
Οι ηθοποιοί υπερ-υπογραμμίζουν τα πάντα τεντώνοντας χέρια, κάνοντας νευρικές, άψυχες γκριμάτσες και επιδιδόμενοι σε πάσης φύσεως εκφραστικές γενικολογίες που μεταδίδουν μια απογοητευτική αίσθηση ασάφειας και πλαδαρότητας, έτσι καθώς αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα πρωτότυπο στίγμα για κάθε ήρωα. © Karol Jarek
1


Είναι ανατριχιαστικό να διαβάζεις ένα έργο του 1893 και να βλέπεις να αντανακλάται εκεί η Ελλάδα του σήμερα. «Θα κάθουμαι γόνα με γόνα με τους υπουργούς» ονειρεύεται ο Λάμπρος Θυμέλης, κτηματίας από την επαρχία, που παρατάει το βιος και τον τόπο του για να αναλάβει καθήκοντα Γενικού Γραμματέα στην Αθήνα. «Θα γίνω πραγματική Παρισινή!» αναφωνεί ενθουσιασμένη η σύζυγός του, μόλις μαθαίνει τα νέα της μετακόμισης στο κλεινόν άστυ. Η Πηνελόπη βρίσκει πληκτική τη συζήτηση για τα γεννήματα, τις σταφίδες, τα λιβάδια και τα ζώα. Θέλει να ασχολείται μόνο με έπιπλα Luis XIV, vases, miroirs και rideaux, οτιδήποτε καλλωπιστικό γαλλικής προελεύσεως συνοδεύει το εξτραβαγκάν στυλ ζωής, γεμάτο απολαύσεις, εξόδους και χορούς στα λαμπερά σαλόνια κι εστιατόρια των Αθηνών. «Στο διάβολο παλιότοπε/ γεμάτε χωριατιά/ εκεί θα βρω ευγένεια/ τιμή και ανθρωπιά» τραγουδά με μια φωνή το ζεύγος Θυμέλη στην αυγή της νέας καριέρας που ανοίγεται μπροστά τους.


«Εγινήκαμε άνθρωποι, βρε αδελφέ, εδώ στο μεγάλο κόσμο!» καμαρώνει ο Λάμπρος τρία χρόνια μετά την άφιξη της οικογένειάς του στην πρωτεύουσα. «Αμ' ανακατωθήκαμε, βλέπεις, εζυμωθήκαμε με τη μεγάλη τάξη και... εξευγενισθήκαμε...». Η κυρα-Πηνελόπη έγινε μαντάμ Πέπε, η Μαρουσώ η υπηρέτρια έγινε Μαρή και η Αράπω η σκύλα έγινε Ζολή. Στην πορεία κατασπαταλήθηκαν όλες οι οικονομίες του Λάμπρου, πουλήθηκαν τα κτήματα και άρχισαν τα δανεικά κι αγύριστα προκειμένου να συντηρηθεί το «lustre της σάλας» και των συναναστροφών. Ο γιος (ο Θόδωρος που έγινε Τοτός) κλέβει μετοχές από το γραφείο του πατέρα του, η κόρη ετοιμάζεται να κλεφτεί με έναν προικοθήρα, ενώ ο πατέρας τους επιδίδεται σε ασύστολη ρουσφετολογία, κανονίζει τη μετάθεση του Έπαρχου «που δεν περιπιέται καθόλου τα παιδιά τα δικά μας» και την παύση του εισπράχτορα «που έχει το κουράγιο να ζητάη φόρους από τσοι δικοί μου φίλοι», όπως παραπονιούνται διάφοροι βουλευτές του κόμματος που μπαινοβγαίνουν στο σαλόνι του Γενικού Γραμματέα. Όταν ο τελευταίος εμπιστεύεται απόρρητες κρατικές πληροφορίες σε τραπεζίτη που τις χρησιμοποιεί για να πλουτίσει στο Χρηματιστήριο, έρχεται η καταστροφή. Ο Λάμπρος, συγκλονισμένος και μετανοημένος, θα νοσταλγήσει την αγνότητα της ιδιαίτερης πατρίδας του. «Να πού ήτανε το μεγαλείο και η ευγένεια, να πού ήτανε ο αληθινός πολιτισμός...» θα αναφωνήσει συγκινημένος από την ολόψυχη υποστήριξη που σπεύδουν να του εξασφαλίσουν οι παλιοί συντοπίτες του.

Καμία από τις κωμικές δράσεις, τα τρεξίματα, τα χοροπηδητά και τα πεσίματα δεν φανερώνει το στοιχείο του πειραματισμού ή της αναζήτησης: κλασικές κωμικές ρουτίνες που υιοθετήθηκαν χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σκέψη, ίσως επειδή αυτές τις «χαζομάρες» κάνουν στην κωμωδία...


Η αμφισβήτηση των αξιών του αστικού πολιτισμού, και ειδικότερα, όπως εδώ, του ξενόφερτου, υπήρξε στον πυρήνα της κωμωδίας από την εποχή του Αριστοφάνη. Το πένθος για τη μετάλλαξη του «φυσικού ανθρώπου» που συνθλίβεται από το άχθος των περίτεχνων ενδυμάτων, των γλωσσικών καμωμάτων και των κοινωνικών κανόνων της μεγαλούπολης μπορούσε ανέκαθεν να ξεπεραστεί μέσα από το γάργαρο, ανακουφιστικό και θεραπευτικό γέλιο που εξασφάλιζαν οι κωμωδιογράφοι με τα σατιρικά έργα τους.

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
Το εμπνευσμένο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη επιδίδεται σε τρυφερό φλερτ με τα σύμβολα της ελληνικότητας, σε ποπ, «γαλανόλευκη» επανεκτέλεση με αναμνήσεις από Καραγκιόζη, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται ανοιχτόκαρδα τους ηθοποιούς σε δύο ευδιάκριτα πεδία δράσης. © Karol Jarek


Ήταν εξαρχής σκάρτος ο Λάμπρος ή διαβρώθηκε μπαίνοντας στην πολιτική; Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση επ' αυτού, εφόσον, ούτως ή άλλως, στο κωμειδύλλιο δεν εξετάζεται η ψυχολογία του ήρωα, τα ατομικά γνωρίσματά του, αλλά, αντιθέτως, εκείνα που τον καθιστούν αντιπροσωπευτικό μιας ευρύτερης ομάδας, εκείνα δηλαδή που τον ανάγουν σε «τύπο». Στο πλαίσιο αναζήτησης της νέας πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Άγγελος Βλάχος καλούσε τους Έλληνες συγγραφείς να γράψουν «εθνικές κωμωδίες» που θα αποτύπωναν εντέχνως «την γελοίαν φάσιν του κοινωνικού βίου» της χώρας, σμιλεύοντας εθνικούς χαρακτήρες που θα αποδεικνύονταν «γνήσια ζυμώματα εθνικής ενεργείας, αληθείς και ιλαροί αντιπρόσωποι του έθνους όπερ τους εγέννησε». «Σταματήστε να μιμείστε τους Γάλλους και τους Ιταλούς», είναι σαν να τους έλεγε, «και αρχίστε να μελετάτε τους ανθρώπους γύρω σας...».


Το αίτημα αυτό για τη δημιουργία «μιας ηθογραφικής πινακοθήκης θεατρικών ηρώων» πρόβαλλε τότε πρωτοποριακό: «Είναι δύσκολο για τον σημερινό αναγνώστη να συνειδητοποιήσει την έκταση της επανάστασης που έφερε το κωμειδύλλιο στον τομέα της θεματογραφίας από το 1889 ως το 1896, όταν δηλαδή άνθησε ως είδος» σημειώνει στην εξαιρετική μελέτη του ο Θόδωρος Χατζηπανταζής (Το Κωμειδύλλιο, εκδ. Εστία). «Ο χειρισμός θεμάτων της σύγχρονης καθημερινής ζωής του ελληνικού λαού (...) ήταν μια καλλιτεχνική εμπειρία πρωτόγνωρη για ένα κοινό που είχε μάθει να παρακολουθεί στο θέατρο ιστορικές τραγωδίες, ευρωπαϊκά μυθιστορηματικά δράματα και μεταφρασμένες κωμωδίες που καθρέφτιζαν ξένα και άγνωστα ήθη. Ήταν μια εμπειρία διεγερτική για ένα κοινό που δεν είχε συνηθίσει να συνδέει τον κόσμο της σκηνής με τον γνωστό του κόσμο έξω από την πόρτα του θεάτρου».

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
© Karol Jarek


Σήμερα λοιπόν, εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα μπορούσαμε να γελάσουμε ξανά, κι ακόμη πιο πικρά, με τον Γενικό Γραμματέα που ζει και βασιλεύει στην πολιτική ζωή του τόπου, σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων μοιάζει ημιλιπόθυμη και αποπροσανατολισμένη. Το εμπνευσμένο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη επιδίδεται σε τρυφερό φλερτ με τα σύμβολα της ελληνικότητας, σε ποπ, «γαλανόλευκη» επανεκτέλεση με αναμνήσεις από Καραγκιόζη, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται ανοιχτόκαρδα τους ηθοποιούς σε δύο ευδιάκριτα πεδία δράσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον έρχονται να ζωντανέψουν οι ήρωες του Καπετανάκη, προσπαθώντας να συνδέσουν το τότε με το τώρα. Η σκηνοθέτις τούς προσέγγισε με μεγεθυντικό φακό, θέλησε να εντείνει τα κωμικά χαρακτηριστικά τους, όπως ένας γελοιογράφος καταφεύγει στην υπερβολή ή στην παραμόρφωση προκειμένου να φωτίσει έτσι, μέσα από το ξάφνιασμα της λογικής και την ανατροπή της αληθοφάνειας, τα ελαττώματα ή τις ιδιαιτερότητες των «μοντέλων» του.

Η εκτέλεση της ιδέας αυτής, όμως, δεν επιδεικνύει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η οπτική και κινησιολογική αποτύπωση των χαρακτήρων αδυνατεί να αιφνιδιάσει και να ερεθίσει τη φαντασία μας: η σμιχτοφρύδα επαρχιώτισσα ή η καμπούρα γεροντοκόρη με το μαλλί αφάνα καμία φρεσκάδα δεν επιφυλάσσουν. Οι ηθοποιοί υπερ-υπογραμμίζουν τα πάντα τεντώνοντας χέρια, κάνοντας νευρικές, άψυχες γκριμάτσες και επιδιδόμενοι σε πάσης φύσεως εκφραστικές γενικολογίες που μεταδίδουν μια απογοητευτική αίσθηση ασάφειας και πλαδαρότητας, έτσι καθώς αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα πρωτότυπο στίγμα για κάθε ήρωα. Καμία από τις κωμικές δράσεις, τα τρεξίματα, τα χοροπηδητά και τα πεσίματα δεν φανερώνει το στοιχείο του πειραματισμού ή της αναζήτησης: κλασικές κωμικές ρουτίνες που υιοθετήθηκαν χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σκέψη, ίσως επειδή αυτές τις «χαζομάρες» κάνουν στην κωμωδία... Τα τραγούδια δεν καταφέρνουν να αναπληρώσουν το έλλειμμα χαράς, έτσι όπως συντροφεύουν, αμήχανα κι αυτά, το γενικότερο κλίμα. Πρέπει να περιμένουμε το τελευταίο πεντάλεπτο της παράστασης για να αισθανθούμε πως κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει επί σκηνής: όταν οι ηθοποιοί εγκαταλείπουν τη βεβιασμένη και άστοχη σωματική φλυαρία τους, κάθονται παραταγμένοι σε καμιά δεκαριά καρέκλες στο βάθος της σκηνής και αφηγούνται λιτά το κείμενο, ενώ παρακολουθούμε όλοι μαζί, εκείνοι κι εμείς, τον πρωταγωνιστή (Λεονάρδο Μπατή) να καταρρέει ενώπιόν μας, πάνω στο άδειο πατάρι. Αυτή η αφοπλιστική απλότητα ξαφνιάζει τόσο ευχάριστα, είναι όμως πλέον αργά να αντιστραφεί η εντύπωση των δύο περίπου ωρών κενών θεατρικού νοήματος.

Info:

Ηλία Καπετανάκη «Ο Γενικός Γραμματεύς»

Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη

Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου

Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός

Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Κίνηση: Βρισηίδα Σολωμού

Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Γεωργιάδου

Ηθοποιοί: Μιχάλης Βαλάσογλου, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Ρένα Κυπριώτη, Σοφία Μαραθάκη, Λεονάρδος Μπατής , Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης, Νικόλας Χανακούλας

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (-1) ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣKHNH «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟY»

Πανεπιστημίου 48, 210 3305074, 210 7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας) και στο www.n-t.gr

Ώρες παραστάσεων

Τετ.-Κυρ. 21:00

Γενική είσοδος: €10

Η κριτική δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Θέατρο
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αντώνης Αντύπας (1941-2024): «Το ουσιαστικό θέατρο έχει, για μένα, μια ταπεινότητα»

Απώλειες / Αντώνης Αντύπας (1941-2024): «Το ουσιαστικό θέατρο έχει, για μένα, μια ταπεινότητα»

Ο θεατρικός σκηνοθέτης που πέθανε σήμερα σε ηλικία 83 ετών είχε μιλήσει στη LiFO με αφορμή το έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» που σκηνοθέτησε το 2017 για το Εθνικό Θέατρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

σχόλια

1 σχόλια
Από το κείμενο γίνεται σαφές ότι η κριτικός της “Lifo” αγνοεί τη θεατρική φόρμα, η οποία με έξυπνο και καλοδουλεμένο τρόπο μπορεί να σχολιάσει, να επανανοηματοδοτήσει τη δραματουργία ή ακόμη και να την απογειώσει. Με την επιτυχημένη εφαρμογή και απόδοση της φόρμας, το ίδιο το θέατρο μπορεί να αποκαλυφθεί στο θεατή. Αυτό ακριβώς συνέβη με την εν λόγω παράσταση. Η χρήση της λειτούργησε εξαιρετικά επιτυχημένα σε ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερο βάθος και νόημα –παρόλα αυτά η κριτική σας αναπαράγει και επικεντρώνεται στο λόγο του κειμένου–, ώστε η σκηνοθέτης κατάφερε όχι μόνο να το αναδείξει αλλά και να το «εκμοντερνίσει» αναπαραστατικά. Ούτως ή άλλως, στη χώρα που ζούμε, το κείμενο δεν είχε κάτι παραπάνω να πει, πέρα από αυτό που βιώνουμε όλοι καθημερινά.Όσον αφορά στα τραγούδια του έργου, κάποιοι μπορεί να τα βρουν κουραστικά και αρκετά, ενώ κάποιοι άλλο αστεία ή ακόμη και ενδιαφέροντα. Έτσι κι αλλιώς, η χρήση του μουσικού κουτιού αποτελεί μια εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα. Η παράσταση όμως στο σύνολό της μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως καλοδουλεμένη στη λεπτομέρεια και απολύτως χορογραφημένη. Οι περισσότεροι δε ηθοποιοί ξεχωρίζουν όχι μόνο για το προσωπικό τους ταλέντο αλλά και την άψογη εφαρμογή της θεατρικής φόρμας επί σκηνής, ώστε το έργο να αποκτά ένα ακόμη ενδιαφέρον. Άλλωστε, τόσο «πλαδαροί» είναι οι «ελληνικοί τρόποι» από την επαρχία ως τα γραφεία των βουλευτών μας στην Πρωτεύουσα και από τον 19ο αιώνα μέχρι και τον 21ο. Η δουλειά αυτή βεβαίως συνδυάζεται άψογα εικαστικά. Το κλείσιμο του έργου με την φωτισμένη, τραγική φιγούρα του Γενικού Γραμματέα στο κέντρο της σκηνής και την ξαφνική αποδόμηση των υπολοίπων χαρακτήρων –που είμαστε όλοι εμείς– και την «αποκάλυψή» τους (αποκάλυψη του ίδιου του θεάτρου στο θεατή) δίνει άλλη διάσταση στην παράσταση. Σας ευχαριστώ πολύ.