Η ταινία «Καλώς ήλθε το δολλάριο» (1967) σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου –στηριγμένη στην θεατρική κωμωδία των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου «Ο 6ος Αμερικανικός Στόλος», που είχε ανεβεί την θεατρική σεζόν 1958-59 από τον θίασο του Μίμη Φωτόπουλου– είναι μία από τις πιο ευχάριστες και διασκεδαστικές ταινίες τού παλαιού ελληνικού κινηματογράφου (λειτουργώντας φυσικά μέσα από τα «σχήματα» της εποχής), και γι’ αυτό το λόγο την δείχνουν και την ξαναδείχνουν τα τηλεοπτικά κανάλια.
Την «υπόθεση» της ταινίας την ξέρουν όλοι. Ένας λογιστής (Γιώργος Κωνσταντίνου) συντηρεί, με δυσκολίες, την οικογένειά του –την μητέρα του (Τζόλυ Γαρμπή) και τους δύο ακαμάτηδες αδελφούς του (Ορφέας Ζάχος, Αλέκος Τζανετάκος)–, αντιμετωπίζοντας σοβαρό οικονομικό πρόβλημα και μαζί μιαν επικείμενη έξωση, λόγω κατεδάφισης του νοικιασμένου σπιτιού τους. Φιλότιμος ων κι εργατικός δεν το βάζει κάτω και κάπως έτσι, σαν δεύτερη δουλειά, πηγαίνει να παραδώσει μαθήματα αγγλικών σε δύο κορίτσια (Νίκη Λινάρδου, Σάσα Καστούρα), που δουλεύουν σαν κονσοματρίς σ’ ένα καμπαρέ της Τρούμπας. Η περιοχή βρίσκεται σε αναβρασμό, λόγω της παρουσίας τού αμερικανικού στόλου στο λιμάνι του Πειραιά και όσοι ξέρουν αγγλικά βγάζουν μεροκάματο, εκτελώντας χρέη διερμηνέα. Ο λογιστής-καθηγητής πείθεται από τα αφεντικά τού καμπαρέ (Νίκος Φέρμας, Άννα Καλουτά) να αναλάβει κι άλλα καθήκοντα, καθώς γίνεται κράχτης και αυτός, αυξάνοντας το εισόδημά του και γνωρίζοντας τον έρωτα τής ζωής του στο πρόσωπο μιας... μαθήτριάς του (Νίκη Λινάρδου).
Η ταινία ήταν συμπαραγωγή της Άνζερβος και της Orwo Hellas, ήταν έγχρωμη –όπως διαβάζουμε στους τίτλους τέλους της ήταν η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, η επεξεργασία της οποίας είχε γίνει καθ’ ολοκληρίαν σε εγχώρια κινηματογραφικά εργαστήρια–, ενώ είχε πάει σχετικά καλά και σε εισπράξεις, καθώς στην σεζόν 1967-68 είχε κόψει περίπου 165.000 εισιτήρια, στους κινηματογράφους πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και προαστίων (39η από τις 99 ταινίες της περιόδου).
Κινούμενος μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού φολκλόρ, ο Ζαν Βασίλη δημιουργεί μιαν ελληνική τουριστική ατραξιόν στην καρδιά του Παρισιού, έχοντας στη δούλεψή του γάλλους μουσικούς, που τους έβαζε να μαθαίνουν ελληνικά τραγούδια, μα και Έλληνες, που βρίσκονταν στην γαλλική πρωτεύουσα για πολλούς και διαφόρους λόγους, και βεβαίως για την επιβίωση.
Μουσική και τραγούδια στο «Καλώς ήλθε το δολλάριο» είχε γράψει ο Γιάννης Σπανός (το δεύτερο δικό του σάουντρακ σε ελληνική ταινία). Μουσικές εύθυμες και μοντέρνες βασικά (σέικ, στυλ παριζιάνικου καμπαρέ κ.λπ,), με τα τρία τραγούδια, σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου, να ακούγονται σχετικά νωρίς στην ταινία.
Πρώτα «Ο καρσιλαμάς» με τον Ζαν Βασίλη, έπειτα το «Έναν αητό αγάπησα» με την Μπέμπα Μπλανς και τέλος το «Φρέρε Ζακ» με τους Γιώργο Κωνσταντίνου-Σωτήρη Μουστάκα. Στην δισκογραφία, σε χρόνο πρώτο, πέρασαν και τα τρία τραγούδια. «Ο καρσιλαμάς», ως «Την βραδυά μου απόψε» (1970), αποδόθηκε από την Μαρινέλλα (εσχάτως το είπε και η Νατάσα Θεοδωρίδου), το «Έναν αητό αγάπησα» (1969) το είπε η Αλέκα Μαβίλη, ενώ το «Φρέρε Ζακ» (1967) το δισκογράφησε ο Γιώργος Μαρίνος.
Από την πρώτη φορά που είχα δει το «Καλώς ήλθε το δολλάριο» ένα από τα σημεία, στα οποία σκάλωσα ήταν αυτό το τραγούδι, ο «Καρσιλαμάς», που έλεγε στην ταινία, σε μιαν... αποσυνάγωγη ερμηνεία, μία πολύ περίεργη φιγούρα, ένας αρτίστας που ονομαζόταν Ζαν Βασίλη (αυτό διαβάζουμε στους τίτλους αρχής).
Jean Vassilis - Ο καρσιλαμάς (Γ. Σπανός - Α. Σακελλάριος)
Μου είχε κάνει εντύπωση το στυλ τού Ζαν Βασίλη, το ύφος του, η φωνή του, που δεν ήταν φωνή τραγουδιστή, ο τρόπος που κινιόταν στη σκηνή εκείνου του υποτιθέμενου καταγωγίου. Όλα μαζί συνέθεταν μια παράξενη περίπτωση, ενός καλλιτέχνη κάπως «διαλυμένου», κάπως υποχθόνιου και σπαραξικάρδιου συνάμα, που αναγκαζόταν, ως μεσήλικας, να δουλεύει στα καμπαρέ και τα ξενυχτάδικα για τον επιούσιο, τραγουδώντας και χορεύοντας μέσα σε σκηνικά της συμφοράς. Μήπως ο ρόλος του, τελικά, στην ταινία σχετιζόταν και με την πραγματικότητα;
Ποιος να ήταν άραγε ο Ζαν Βασίλη; Τι άλλο είχε κάνει στην καλλιτεχνική ζωή του; Έλληνας ήταν, που ζούσε χρόνια στο εξωτερικό; Γάλλος, ελληνικής καταγωγής; Κάτι άλλο; Ο Γιάννης Σπανός τον είχε φέρει στην Ελλάδα; Γιατί δεν ξανακούστηκε; Γιατί δεν κυκλοφόρησαν δίσκοι με το όνομά του στη χώρα μας; Ή μήπως κυκλοφόρησαν και δεν τους ξέρουν παρά ελάχιστοι; Γιατί δεν έπαιξε σε άλλες ελληνικές ταινίες;
Όλα αυτά τα ερωτήματα στριφογύριζαν για χρόνια στο μυαλό μου, ώσπου, από ένα σημείο και μετά, άρχισα να τα απαντώ σιγά-σιγά. Όχι όλα πάντως, γιατί ακόμη και σήμερα πολλά πράγματα παραμένουν ανεξερεύνητα σε σχέση με τον Ζαν Βασίλη ή Jan Vassilis ή Yan Vassilis ή Jean Vassilis –όπως συναντάμε γραμμένο το όνομά του σε διαφόρους δίσκους, γαλλικούς βασικά– κάτι που προσθέτει σε μπέρδεμα.
Το πιο σημαντικό που πρέπει να πούμε για τον Ζαν Βασίλη (ας προκρίνουμε το πώς γράφεται στους τίτλους τής ταινίας τού Αλέκου Σακελλάριου) είναι πως στις αρχές του ’60 (μάλλον) δημιουργεί στο Παρίσι, στην Μονμάρτρη, ένα κέντρο, ένα μπουζουξίδικο, το L’Olympe, εκμεταλλευόμενος βασικά τον θόρυβο, που είχε κάνει στη Γαλλία και παγκοσμίως, η ταινία του Jules Dassin “Never on Sunday” (1960).
Κινούμενος μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού φολκλόρ, ο Ζαν Βασίλη δημιουργεί μιαν ελληνική τουριστική ατραξιόν στην καρδιά του Παρισιού, έχοντας στη δούλεψή του γάλλους μουσικούς, που τους έβαζε να μαθαίνουν ελληνικά τραγούδια, μα και Έλληνες, που βρίσκονταν στην γαλλική πρωτεύουσα για πολλούς και διαφόρους λόγους, και βεβαίως για την επιβίωση.
Ένα από τα πρώτα δισκάκια του Ζαν Βασίλη, ένα 4-tracks EP στην Philips από το 1960-61, έχει τίτλο “Dansons le Kalamatiano!” και ακούμε σ’ αυτό τα “Hasapico nostalgique” και “Les enfants du Pirée” του Μάνου Χατζιδάκι από το σάουντρακ του “Never on Sunday”, μαζί με δύο πρώιμα, αλλά... ασουλούπωτα ethnic. Στο εξώφυλλο διαβάζουμε πως τον Ζαν Βασίλη συνοδεύουν τα μπουζούκια του Ολύμπου (L’Olympe), δηλαδή οι G. Comineas (Γιώργος Κομινέας) και G. Kasteas (Γιώργος Καστέας), μαζί με άλλους μουσικούς, Έλληνες και ξένους, σε πιάνο, ακορντεόν και φωνητικά. Οι εκτελέσεις, πάντως, δεν έλεγαν πολλά πράματα...
Στα μέσα του ’60 η μόδα των «παιδιών του Πειραιά» έχει παρέλθει, για να αντικατασταθεί από μιαν άλλη ισχυρότερη, εκείνη που σχετιζόταν με τον χορό συρτάκι.
Η ταινία “Zorba the Greek” (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη είχε κάνει την αρχή, αλλά στην διάδοση του χορού είχαν συμβάλλει ο Γιώργος Ζαμπέτας, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και το «Σήκω χόρεψε συρτάκι», όπως και ο Σταύρος Ξαρχάκος με το σάουντρακ από την ταινία «Διπλοπεννιές» (1966) του Γιώργου Σκαλενάκη, που είχε κυκλοφορήσει στην Γαλλία ως “Dancing the Sirtaki” [Lyra International, 1966].
Ο Ζαν Βασίλη εκμεταλλεύεται τη νέα ζήτηση και ηχογραφεί σ’ ένα επίσης 4-tracks EP (1965), της εταιρείας Barclay αυτή τη φορά, τον καινούριο λαϊκό χορό, δείχνοντας μάλιστα και τα βήματα στο οπισθόφυλλο, συμπληρώνοντας με την «Φτωχολογιά» του Σταύρου Ξαρχάκου, με γαλλικούς όμως στίχους (“Mais ne leur dis pas”) κ.λπ. Κάπως καλύτερη, αισθητικά, εκείνη η προσπάθειά του. Θα ακολουθούσαν μερικά ακόμη 45άρια στο ίδιο πάνω-κάτω στυλ...
Ο Όλυμπος πάντως, το μαγαζί, φαίνεται πως πηγαίνει αρκετά καλά, καθώς εμφανίζονται εκεί διάφορα ονόματα, που για τους χι ψι λόγους δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στην Ελλάδα.
Ένας ήταν ο πατέρας του Γιώργου Νταλάρα, ο συνθέτης, μπουζουξής και τραγουδιστής Λουκάς Νταράλας (1927-1977), που έπαιζε εκτός Ελλάδας από νωρίς (Κύπρος, Αίγυπτος, Ισραήλ, Τουρκία, ΗΠΑ κ.λπ.) και που το καλοκαίρι του ’63 τον βρίσκει στο Παρίσι, στο κέντρο του Ζαν Βασίλη.
Ένας άλλος ήταν ο επίσης σημαντικός τραγουδιστής και μπουζουξής του λαϊκού Ορφέας Κρεούζης (1928-2004). Ο Κρεούζης ήταν κομμουνιστής. Είχε τραυματιστεί σοβαρά στα Δεκεμβριανά, ενώ είχε κάνει, για χρόνια, εξορία στην Μακρόνησο. Εκεί είχε γνωρίσει τον Νίκο Κούνδουρο, με τον οποίον θα συνεργάζονταν, αργότερα, στην ταινία του «Η Εδώ Μεριά του Ποταμού» (1960) ή απλώς «Το Ποτάμι» όπως είναι πιο γνωστή. Μέσω του Κούνδουρου ο Κρεούζης θα γνώριζε τον Μάνο Χατζιδάκι, τραγουδώντας, πρώτος, το συγκλονιστικό ζεϊμπέκικο «Ο γκρεμός» [Fidelity, 1959].
Ο Ορφέας Κρεούζης θα τραγουδούσε και θα έπαιζε μπουζούκι σε δύο τουριστικά LP, που θα ηχογραφούσε ο Ζαν Βασίλη στη Γαλλία και που θα κυκλοφορούσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι τίτλοι τους ήταν πανομοιότυποι: Jan Vassilis presente Yorgos Komineas et Son Ensemble “Chants et Danses de Grece Vol.1” [Disques Vogue, 1969] και Jean Vassilis presente Yorgos Komineas et Son Ensemble “Chants et Danses de Grece Vol.2” [Disques Vogue, 1969]. Τα track lists αποτελούνταν από πρωτότυπα θέματα και διασκευές σε τραγούδια των Γιώργου Ζαμπέτα, Σταύρου Ξαρχάκου, Στέλιου Καζαντζίδη, Νίκου Γούναρη, Γιώργου Μητσάκη, παραδοσιακά κ.λπ.
Ένας άλλος λαϊκός τραγουδοποιός, που πέρασε από τον Όλυμπο, στην Μονμάρτρη, ήταν και ο Γιώργος Ζαμπέτας (1925-1992), ο οποίος επισκεπτόταν το Παρίσι για να δει τους φίλους του – και ανάμεσά τους τον αυτοεξόριστο ποιητή και στιχουργό Δημήτρη Χριστοδούλου. Για την γνωριμία του με τον Ζαν Βασίλη και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο κέντρο Όλυμπος, διαβάζουμε στο βιβλίο της Ιωάννης Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας Βίος & Πολιτεία / “και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου”» [Εκδόσεις Ντέφι, 1997]:
«Στο Παρίσι μέσα είχε ο Ζαν Βασίλης ένα μαγαζί, το έλεγε Όλυμπος. Αυτός ήτανε Αλγερο-κορσικανός της λεγεώνας των ξένων. Ήτανε ημίκουτσος. Είχε μεγάλες παρτίδες με την Ελλάδα, ήτανε λάτρης της Ελλάδας. Στο μαγαζί είχε γάλλους μουσικούς και τους έδινε ελληνικούς δίσκους για να βγάζουνε τα τραγούδια. Έφερνε απ’ την Ελλάδα μπουζούκια. Μια δόση είχε πάρει τον Ορφέα τον Κρεούζη και κάτι άλλους. Κι εγώ όταν πήγαινα απ’ το Παρίσι πέρναγα απ’ το μαγαζί του και τους έπαιζα.
Κάθε βράδυ αυτός παρουσίαζε τους θεούς του Ολύμπου. Άναβε φωτιές κι έλεγε, όταν παίζανε τα μπουζούκια ανάβανε φωτιές στον Όλυμπο κι ακούγανε οι θεοί. Τους έλεγε κάτι τέτοια παραμύθια κι οι Γάλλοι μαζευόντουσαν σαν τα κοράκια. Πήχτρα το μαγαζί κάθε βράδυ.
Μια μέρα είχαμε πάει με τον Δημητράκη τον Χριστοδούλου κι είδαμε όλο αυτό το σόου. Είχε ανάψει τις φωτιές, σε πιάτα με οινόπνευμα. Σ’ όλο το μαγαζί να βλέπεις φωτιές, σκοτάδι στο μαγαζί, μόνο οι φωτιές φώτιζαν. Ο Δημητράκης μου λέει, ρε πού με έφερες; Εδώ είναι σαν κόλαση! Και γελάγαμε. Μας βλέπει κι ο Ζαν Βασίλης κι αρχίζει να τραγουδάει τιμής ένεκεν “Δεν έχει δρόμο να διαβώ!”. Ο Χριστοδούλου άφριζε κι έλεγε, αυτή είναι η πραγματική κόλαση σίγουρα! Πολύ γέλιο κάναμε.
Τότε περίπου δώσαμε με το Δημήτρη στον Ζαν Βασίλη δυο τραγούδια. Ήθελε και να τραγουδήσει ο αχρείος! Τα έκανε τα τραγούδια σε λίγα αντίτυπα για τους φίλους του. Κυκλοφορήσανε και λίγα εδώ. Πολύ σπάνια τραγούδια, δεν τα έχω ακούσει από τότε, ούτε θυμάμαι πια πώς είναι».
Με βάση κάποια στοιχεία που καταγράφονται στο ίδιο βιβλίο (της Ι. Κλειάσιου) υπάρχουν δύο τραγούδια του Γ. Ζαμπέτα, που τα έχει πει ο Ζαν Βασίλη. Αυτά ήταν τα «Όλα τα παιδιά» σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη και «Πήρα το δρόμο της ζωής» σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, τυπωμένα σε κάποιο γαλλικό δισκάκι(;), του τέλους των σίξτις, που το έχουν δει ελάχιστοι. Πάντως και τα δύο κομμάτια, που είναι εξαιρετικά σαν μουσικές, υπάρχουν καταγραμμένα (ως ορχηστρικά) στο σπάνιο LP «Να τι θα πη ZAMΠΕΤΑS» [Rally, 1971], με επανέκδοση στο CD «Να τι θα πει ΖΑΜΠΕΤΑΣ» [Καθρέφτης Ήχων Αληθινών, 2001].
Από ’κει και πέρα οι πληροφορίες για τον Ζαν Βασίλη έρχονται με το σταγονόμετρο. Τα σέβεντις είναι, πια, μιαν άλλη εποχή. Τα ισχυρά τουριστικά brands των «παιδιών του Πειραιά» και του «Ζορμπά» δεν αντικαθίστανται εύκολα, από άλλα νεότερα. Τα νέα ρεύματα συνδέονται, τώρα, με τον «χιπισμό», το ροκ, τον ερωτικό κινηματογράφο (απλά αισθησιακό και ρεαλιστικό) και άλλα διάφορα...
Σ’ αυτό το καινούριο πλαίσιο ο Ζαν Βασίλη δεν αφήνει κάποιες ευκαιρίες, που του δόθηκαν, να πάνε χαμένες.
Κατ’ αρχάς γράφει τη μουσική και εμφανίζεται ως ηθοποιός σε δύο πρώιμα γαλλικά hard core, τα “Les caresseuses” (1974) και “Les caresses perverses” (1975), αμφότερα σε σκηνοθεσία Lucien Hustaix. Οι μουσικές έχουν ενδιαφέρον, κινούμενες κοντά στο ύφος των γαλλικών ερωτικών scores της εποχής, με τα ροκ και φανκ στοιχεία, και την χαλαρή-αισθησιακή ατμόσφαιρα (θυμηθείτε, ως κάπως κοντινά, τα σάουντρακ από τις ταινίες “Emmanuelle”, “Histoire d'O” κ.λπ.).
Σ’ αυτό το μοτίβο, μάλιστα, ο Ζαν Βασίλη θα δώσει κι ένα library LP εκείνη την εποχή (mid seventies), στη σειρά της ετικέτας E.C.A.P., που είχε γενικό τίτλο “Top Instrumental Music”. Ήταν το νούμερο «10». Το άλμπουμ έχει γίνει γνωστό, τα τελευταία χρόνια, σε Ελλάδα και εξωτερικό, σε κάποιους κύκλους, κι επειδή δεν είναι του πεταματού –απεναντίας!– κάποιοι το ψάχνουν προσφέροντας όχι ευκαταφρόνητα ποσά.
Jean Vassilis - Psycho 2000
Βασικά εκείνα τα θέματα που ξεχωρίζουν από το “Top Instrumental Music 10” του Ζαν Βασίλη είναι τα “Psycho 2000” (drum break, βαρβάτο μπάσο, hammond, κοφτερή κιθάρα με wah-wah, συν γεμίσματα από τρομπέτα), “Strip flash”, “Swimming in the sky”, “Three hearts”, “Concerto 5” και “White spiritual”, που κινούνται σε groovy funk, rock και jazz κατευθύνσεις, καθώς ανάμεσα υπάρχουν και «ελληνικά» κομμάτια, με μπουζούκι, όπως τα “Mon ami le Grec” και “Opal paï paï”. Χοντρικά, πρόκειται για το καλύτερο, γαλλικό, άλμπουμ με μουσικές του Ζαν Βασίλη, που δείχνει και μιαν άλλη διάσταση των δραστηριοτήτων του.
Περαιτέρω, μερικά από τα ωραιότερα tracks αυτού του LP, τυπώθηκαν και σ’ ένα βρετανικό άλμπουμ της ετικέτας Regency Line, επίσης library, υπό τον τίτλο “Late Night Music / Groovy Sounds for Night Club Situations” (1975), καταλαμβάνοντας την δεύτερη πλευρά του.
Δυστυχώς από αυτό το σημείο και μετά δεν υπάρχει καμία πληροφορία, για τα πεπραγμένα αυτού του συνθέτη, τραγουδιστή και διασκεδαστή, του Ζαν Βασίλη, που τον έχει δει και ακούσει όλος ο κόσμος στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Καλώς ήλθε το δολλάριο».