Γεννήθηκα στον Βόλο μετά τον πόλεμο. Μια όμορφη πόλη, με παιδεία και κουλτούρα, στοιχεία που τα διέθετε ένα μεγάλο μέρος της αστικής της τάξης. Είχε φυσική καλλονή, τριγυρισμένη από θάλασσα και βουνά που μπορούσες να τα περπατήσεις. Μια επαρχιακή, αλλά προωθημένη μικρή πόλη, με μια μεγάλη παραλία, που ξεκινούσε από τα Παλιά, όπως τα λέγανε, την είσοδο της πόλης, και έφτανε μέχρι την Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου.
Ακολουθούσε μια μικρή παραλία μέχρι τον Άγιο Κωνσταντίνο. Το σπίτι μου βρισκόταν στην Κασσαβέτη και Αναλήψεως, ήταν ένα πολύ ωραίο, μεγάλο σπίτι, με έναν κήπο με καλλωπιστικά φυτά μπροστά και έναν ακόμα στο πίσω μέρος, απέραντο και κάπως άναρχο, με μεγάλα δέντρα.
• Ο μπαμπάς ήταν αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, γενικός αντιπρόσωπος γεωργικών μηχανημάτων στη Θεσσαλία. Στο σπίτι υπήρχε και πιάνο. Δεν ξέρω πώς τον έπεισε η μαμά μου να το πάρει, αλλά η αλήθεια είναι ότι είχε καλλιτεχνικές τάσεις, διέθετε καλή φωνή ‒που την εμπόδισε να καλλιεργήσει ο αδελφός της‒, την οποία κληρονομήσαμε τόσο εγώ όσο και η αδελφή μου, η οποία αργότερα έγινε σοπράνο.
Γλέντια δεν γινόντουσαν σπίτι μας, ο πατέρας μου ήταν κλειστός άνθρωπος, τουλάχιστον όσον αφορούσε την οικογένεια. Γενικά βαριόταν τα οικογενειακά, τον καταλαβαίνω τώρα που μεγάλωσα. Oικογένεια έκανε αναγκαστικά, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν νοούνταν να μην κάνεις ‒ διαφορετικά, θεωρούσαν ότι έχεις κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Τα καλοκαίρια, με το που τέλειωνε το σχολείο, τα περνούσαμε στο σπίτι μας στη Μακρυνίτσα, το χωριό του πατέρα μου, όπου κάναμε αμέτρητα μπάνια.
Ο πατέρας μου δεν ήρθε να με δει ποτέ, αλλά ούτε του το ζήτησα. Καταλάβαινα ότι τον είχα τραυματίσει άσχημα, αν και, για να είμαι ειλικρινής, το συνειδητοποίησα πλήρως πολύ αργότερα. Και ευτυχώς, γιατί αυτό μπορούσε να με είχε γυρίσει πίσω.
• Διαθέταμε ένα ημιυπόγειο, όπου κατέβαινα και διάβαζα, υποτίθεται, για το σχολείο, ενώ διάβαζα λογοτεχνία, όλα τα κλασικά. Με τρέλαινε ο Ντοστογιέσφκι, και με τρελαίνει ακόμα. Αυτή ήταν η διασκέδασή μου, τα βιβλία, τα λάτρευα, περνούσα υπέροχα μαζί τους.
Στην τελευταία τάξη είχα πέσει με τα μούτρα για να δώσω εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, υποτίθεται ‒ μέχρι που έδιωχνα τις φιλενάδες μου, που ερχόντουσαν να με πάρουν για βόλτα. Στην πραγματικότητα, είχα κολλήσει με τη λογοτεχνία και περνούσα μια χαρά διαβάζοντας. Πάρτι σε αυτή την ηλικία δεν πήγα ποτέ και σινεμά δεν έβλεπα καθόλου, δεν ήθελαν οι γονείς μας, ούτε κι εγώ. Νομίζω ότι την πρώτη μου ταινία την είδα αργότερα, στην Αθήνα.
Η πρώτη παράσταση όμως που είδα ήταν του Θεάτρου Τέχνης, σε καλοκαιρινή του περιοδεία. Η αδελφή μου είχε μπλέξει με κάποιους διανοούμενους και καθώς τους ακολουθούσα σε κάποιες εξόδους τους, πήγα να δω θέατρο, ενώ δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Έπαιζαν κωμικά μονόπρακτα του Τσέχοφ. Τρελάθηκα! Ενώ απ’ όλες τις πλευρές ήμουν πολύ πρωτόβγαλτη, ήταν ένα ευχάριστο σοκ, καταρχάς γιατί γέλαγα αλλά και επειδή ήταν πολύ ωραία παράσταση, χωρίς να έχει κάτι φανταχτερό. Πήγα σπίτι, έβαλα τα σεντόνια και άρχισα να παίζω. Το επανέλαβα και στη Μακρυνίτσα, όπου είχαμε μια σκάλα τρίπατη και εκεί αναπαριστούσα ό,τι είχα δει. Τότε ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και έκτοτε, κάθε καλοκαίρι που ερχόταν ο Κουν στον Βόλο, καθώς θεωρούνταν θεατρική πιάτσα, πήγαινα και τον έβλεπα. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται το γούστο μου.
• Όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου, με μεγάλη αφέλεια, λες και δεν έτρεχε τίποτα, ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, παίχτηκε μεγάλο δράμα. Έγινε χαμός, μου είπαν ότι δεν θα με ξανάβλεπαν αν το έκανα και τρόμαξα. Δεν το ξαναείπα. Ο πατέρας μου το μόνο που ήθελε για εμένα και την αδελφή μου ήταν να παντρευτούμε και να τελειώνει μαζί μας. Νομική έδωσα για να φύγω στην Αθήνα. Όταν πέρασα, ο μπαμπάς γύρναγε με την εφημερίδα «Θεσσαλία» υπό μάλης και έδειχνε σε όλους τα αποτελέσματα. Αλλά πώς θα πήγαινα να παρακολουθήσω τη Νομική, τη στιγμή που το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με λογοτεχνία και θέατρο;
Κατεβήκαμε στην Αθήνα και με εγκατάστησαν σε μια γκαρσονιέρα στο Παγκράτι, γιατί εκεί κοντά ζούσαν οι κολλητοί μου, που επίσης είχαν έρθει για να σπουδάσουν. Άνοιγα τα βιβλία της Νομικής και δεν καταλάβαινα τίποτα, είχα απόλυτη άρνηση. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να με τραβήξει, έπαθα πανικό. Το προσπάθησα μία βδομάδα, το πολύ δεκαπέντε μέρες. Ήμουν κολλημένη στην ίδια σελίδα μέχρι που είπα, «δεν είσαι καλά, δεν το κάνω». Έδωσα μια στο βιβλίο, και το ξεφορτώθηκα. Μετά, γύρισα στα αγαπημένα μου βιβλία λογοτεχνίας. Το φοβερό είναι ότι δεν αναρωτήθηκα και δεν είχα άγχος τι θα γινόταν από κει και πέρα και πώς θα το έλεγα στους δικούς μου. Τελικά δεν είπα τίποτα ‒ γιατί να σκάσω; Κάθε φορά που τα σκέφτομαι, λέω πόσο τυχερή υπήρξα που δεν ήμουν από την Αθήνα, γιατί δεν θα μπορούσα να το κρύψω.
• Αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης και η αγωνία μου αν θα περνούσα ήταν μεγάλη. Αν δεν πέρναγα, τι θα έκανα; Οι εξετάσεις γινόντουσαν στο Υπόγειο. Θυμάμαι ακόμα να περιμένουμε τα παιδιά στο φουαγέ και ανάμεσά τους τη Ρένη Πιττακή, που ήταν και συμμαθήτριά μου. Όταν αντίκρισα τον Κουν, πάγωσα. Ζήτησα μια καρέκλα γιατί έτρεμα κι εκείνος μου είπε να πάρω μία, με χαμόγελο. Έκτοτε χαμογελούσε κάθε φορά που με έβλεπε.
Είχα ετοιμάσει ένα δραματικό κομμάτι από τον Σαίξπηρ, αλλά εκείνος μου ζήτησε κάτι κωμικό. Δεν είχα κάτι έτοιμο και δεν κατάλαβα ότι ήδη με έβλεπε ως κωμική, κάτι καταφανές σε όλους από τότε, που μόνο εγώ δεν το έβλεπα. Μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα, από την αγωνία μου, έκανα μες στη βροχή όλη τη διαδρομή από τον Βόλο μέχρι τη Μακρυνίτσα και πίσω, χωρίς να με ενδιαφέρει τι θα πάθω. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα και έμαθα ότι πέρασα βγήκα στη στοά και ούρλιαζα, τρέχοντας πάνω κάτω.
• Στο Θέατρο Τέχνης έμεινα τρία χρόνια ως μαθήτρια και πέντε ως ηθοποιός. Οι γονείς δεν έμαθαν ποτέ τίποτα. Είχα ζητήσει από το θέατρο να μη φαίνεται πουθενά το όνομά μου, ούτε στο πρόγραμμα ούτε πουθενά. Ζούσα ένα είδος παρανομίας γιατί ήξερα ότι οι αστοί Βολιώτες έρχονταν να δουν παραστάσεις στου Κουν. Κάθε βράδυ κοιτούσα καλά όλη την πλατεία πριν βγούμε.
Στο έργο Τα νέα παιδιά, μαθήτρια ακόμα, έβγαινα με τον Θύμιο Καρακατσάνη και καθόμουν πλάτη σε μια κολόνα. Μια φορά, ακριβώς δίπλα, καθόταν κάποιος που γνώριζα καλά. Παρέμεινα εντελώς ανέκφραστη καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής. Εκείνος έψαχνε το πρόγραμμα, το όνομά μου δεν υπήρχε πουθενά. Από μέσα μου γελούσα, αλλά απ’ έξω Βούδας. Όταν λίγο καιρό μετά πήγα στον Βόλο για διακοπές, τον συνάντησα στο καφενείο του Νιάρχου, του πατέρα του Θανάση Νιάρχου, και όταν το ανέφερε τον έβγαλα τρελό. Από πού κι ως πού εγώ θέατρο; Δεν τον έπεισα, αλλά δεν ήθελα να διαδοθεί.
• Με την αποφοίτησή μου όμως έπρεπε πια να το αποκαλύψω στους γονείς μου. Αυτό το ανέλαβε ένας οικογενειακός φίλος που υποτίθεται ότι πρόσεχε εμένα και την αδελφή μου στην Αθήνα. Ήταν ένας γιατρός που οι γονείς μου σέβονταν. Όταν επέστρεψε, μου είπε: «Ως γιατρός φοβήθηκα, ο πατέρας σου είχε αλλάξει δέκα χρώματα».
Στον Βόλο δεν επέστρεψα ουσιαστικά ποτέ. Η μαμά μου ήρθε λίγο αργότερα και με είδε στην πρώτη μου μεγάλη επιτυχία, το Μάθημα του Ιονέσκο με τον Λαζάνη, ο οποίος μου έλεγε ότι από τα γέλια που του προκαλούσα δεν μπορούσε να παίξει. Η μαμά με βρήκε καταπληκτική κι ας μην κατάλαβε τίποτε από το έργο, ξεπέρασε το πρόβλημα και έκτοτε ήταν με το μέρος μου. Όταν μια θεία μου καλόγρια έσπευσε να τη συλλυπηθεί επειδή έγινα ηθοποιός, η απάντησή της ήταν: «Δεν πενθούμε κανέναν».
• Ο Κουν ήταν πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, πολυσύνθετος, πολυποίκιλος και πολυτάλαντος. Ήταν αυτός που άλλαξε το θέατρο, τον τρόπο που παίζουμε. Συνδύαζε την εσωτερικότητα με το σώμα του ηθοποιού, την ώρα που το αντίπαλο δέος, το Εθνικό, ακολουθούσε ένα παίξιμο από τον λαιμό και πάνω, μόνο φωνή. Ο Κουν αδιαφορούσε για την ορθοφωνία, κάτι που του το καταλόγιζαν, αλλά ήθελε να σε συνεπάρει με το εσωτερικό φορτίο.
Ωστόσο «κουνάκι» δεν έγινα, δεν τον μιμούμουν, όπως έκαναν πολλοί άλλοι ηθοποιοί, που προσπαθούσαν να μιμηθούν τον τρόπο που δίδασκε τους ρόλους, χωρίς τη φόρτισή του. Το γεγονός ότι παρακολουθούσα έναν καινούργιο τρόπο απόδοσης του θεάτρου με συνέπαιρνε. Εκείνο που με ενοχλούσε και στο τέλος με κούρασε ήταν ότι μας ήθελε όλους παρόντες σε κάθε παράσταση, είτε παίζαμε είτε όχι.
• Ο πατέρας μου δεν ήρθε να με δει ποτέ, αλλά ούτε του το ζήτησα. Καταλάβαινα ότι τον είχα τραυματίσει άσχημα, αν και, για να είμαι ειλικρινής, το συνειδητοποίησα πλήρως πολύ αργότερα. Και ευτυχώς, γιατί αυτό μπορούσε να με είχε γυρίσει πίσω.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να εγκαταλείψω το Θέατρο Τέχνης και να πάω στο Λονδίνο. Έφτασα μέχρι τον Βόλο για να το ανακοινώσω στους δικούς μου. Εκεί τον λυπήθηκα. Έπαθε πανικό και μου είπε: «Παιδί μου, εγώ θα φύγω, εσύ τι θα κάνεις;». Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς μού έστελνε κάποια λεφτά. Του απάντησα: «Κοιτάξτε, πατερούλη, μην ανησυχείτε, θα τα καταφέρω». Πώς το είπα αυτό, δεν ξέρω! Ακόμα μου είναι ένα μυστήριο πώς μου βγήκε έτσι αυθόρμητα. Και τότε εκείνος ο σκληρός και ασυγκίνητος άνθρωπος άρχισε να μου αφηγείται τη ζωή του, κλαίγοντας. Ήταν πρώτη φορά που τον είδα να κλαίει.
• Η χούντα με βρήκε πολιτικοποιημένη, όπως όλη την παρέα μου, και δεν εννοώ απαραίτητα ηθοποιούς. Ειδικά εκείνοι του Θεάτρου Τέχνης απείχαν εντελώς. Μπορεί να είχε κατασκευαστεί ένα προσωπείο αριστερής διανόησης που να συνδεόταν με αυτό, αλλά γενικά με την πολιτική δεν είχαν καμία σχέση. Απλώς ο ίδιος ο Κουν ήταν προοδευτικός στην ουσία του.
Έφυγα στο Λονδίνο με το αγόρι με το οποίο ήμουν σε σχέση τότε, όπου έκανα μαθήματα γλώσσας και courses θεάτρου. Ωστόσο, ενώ από την Ελλάδα της χούντας έφυγα γιατί με απωθούσε, μετά από δύο χρόνια μού ήταν αδύνατο να μείνω άλλο, ήταν πολύ δύσκολο να ενσωματωθείς. Έπιανα τον εαυτό μου να περπατάει μέσα στη μουντάδα και το καθημερινό ψιλοβρόχι, σιγοτραγουδώντας ‒ αργότερα αντιλήφθηκα ότι αυτό μου συνέβαινε κάθε φορά που έβγαινε ήλιος. Έτσι κατάλαβα ότι δεν είχα να πάρω κάτι άλλο από κει. Είχα δει πολλές παραστάσεις fringe theater και κάποιους μεγάλους ερμηνευτές του παραδοσιακού θεάτρου. Αυτό άνοιξε τους ορίζοντές μου. Επέστρεψα οριστικά το ’74, με το τέλος της χούντας. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει πια. Στην κηδεία δεν μπόρεσα να παρευρεθώ.
• Μπήκα στην Ελεύθερη Σκηνή, στη συνέχεια του Ελεύθερου Θεάτρου, μαζί με την Παναγιωτοπούλου, τον Φασουλή, τη Μαλτέζου, τον Χρυσομάλλη, τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου και κάποιους άλλους. Είχα αποδεχτεί πια την κωμική μου πλευρά, παρόλο που ξέρω ότι δεν είναι η μόνη που έχω. Μάλιστα, περισσότερο με γοητεύει η άλλη μου πλευρά, αποδίδω καλύτερα σε αυτήν γιατί έχει βάθος.
Παίζαμε κυρίως επιθεωρήσεις, αλλά όταν κάναμε την ιστορική παράσταση Το Σώσε με τον Βουτσινά, η Σκηνή δεν υπήρχε πια, κι ας ήταν σχεδόν όλη η διανομή πρώην μέλη της ‒ δεν υπήρχε πια η ταμπέλα. Ο κόσμος λιποθυμούσε από τα γέλια. Ποτέ δεν ξαναπαίχτηκε το έργο αυτό με την ίδια επιτυχία. Θυμάμαι μια σκηνή που καθόμουν σε ένα παγκάκι δίπλα στον Ντίνο Ηλιόπουλο, ο οποίος κάποια στιγμή μού είπε: «Τελικά, δεν είσαστε τυχαίοι». Αυθόρμητα του απάντησα «ναι, αλλά δεν έχουμε καμία σχέση μ’ εσάς» κι εκείνος αντέδρασε άμεσα ρωτώντας «σοβαρά;». Ήθελε να κάνει τη σύγκριση, αλλά τη στιγμή που κάνουμε κάτι δεν ξέρουμε τι είναι, δεν μπορούμε να το αξιολογήσουμε. Ποτέ ένας ηθοποιός δεν είναι μόνος του. Αν δεν υπάρχει ο ρόλος και το κείμενο, να το πάρει και να το εκτοξεύσει, δεν γίνεται τίποτα, ενώ όταν τα κείμενα δεν αξίζουν και τόσο, θέλει πολύ μεγάλο κόπο από τον ηθοποιό να εφεύρει κάτι ώστε να τα αναδείξει. Όλα κάπως έτσι γίνονται.
• Με τις «Τρεις Χάριτες», τη μεγάλη επιτυχία των Ρέππα - Παπαθανασίου, αρχίσαμε γυρίσματα, έχοντας έτοιμα δέκα επεισόδια. Πηγαίναμε δουλεμένοι, μετά από πολλές πρόβες. Ήμουν η Ειρήνη ‒ ήταν τα ονόματα των «Τριών αδελφών» του Τσέχοφ. Μου άρεσε η δημοσιότητα, αλλά δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα. Εμένα με ενδιέφερε να βγάλω από τον ρόλο και το κείμενο ό,τι περισσότερο μπορούσα, αυτή ήταν η χαρά μου. Να βγει κάτι ιδιαίτερο, εξαιρετικό, αν γίνεται. Ξαφνικά όλοι με ήθελαν να παίξω κάτι ανάλογο στο θέατρο, ένα κακέκτυπο μάλλον. Απείχα από το θέατρο πολύ καιρό, δεν ήθελα το ένα να πάρει τη μυρωδιά του άλλου. Γιατί αυτό ήθελαν εκείνοι, να πάρουν μυρωδιά από την τηλεόραση.
• Έκανα πολύ καλό θέατρο παράλληλα με την τηλεόραση, αλλά επιλεκτικά ‒ το θέατρο είναι ένας ωκεανός επιλογών. Πήγα και βρήκα τον Έκτορα Λυγίζο, του οποίου μου είχαν αρέσει κάποιες παραστάσεις που είχα δει, και κάναμε μαζί τις Ευτυχισμένες Μέρες του Μπέκετ. Με ενδιαφέρει η νέα γενιά σκηνοθετών και τους βλέπω ως εξέλιξη της δικής μου γενιάς. Γι’ αυτό έκανα και το Τρίτο Στεφάνι σε μορφή μονολόγου με τον Νίκο Καραγεώργο, παίζοντας κυρίως τη Νίνα, αλλά και όλους τους υπόλοιπους ρόλους, η ίδια, γι’ αυτό συνεργάστηκα φέτος με τον Μάνο Καρατζογιάννη στη Φαίδρα.
• Όλα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, δεν βλέπω τίποτα εύκολο. Κανένας ρόλος δεν είναι εύκολος, αν θες να του δώσεις κάτι προσωπικό. Το θέατρο είναι από τα δύσκολα πράγματα, αυτό που λένε και φοβούνται οι γονείς «τι θα γίνει;», δεν έχουν άδικο. Το θέμα είναι πόσο σε ενδιαφέρει εσένα αυτό και αν θα δώσεις σημασία σ’ εκείνους που θέλουν να σε βγάλουν από τη συνθήκη του θεάτρου. Εγώ τα κατάφερα, αν και δεν ξέρω πώς. Είναι που δεν έδωσα σημασία.
• Αγαπάω την Αθήνα. Εδώ έζησα τα περισσότερα χρόνια και ήταν γεμάτα. Όλες μου τις επιθυμίες εδώ τις πραγματοποίησα. Τα τρωτά της τα ξεπερνάω. Η βόλτα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου με την Ακρόπολη στα δεξιά με κάνει και τρελαίνομαι, δεν υπάρχει όμοιό της στον κόσμο όλο. Έχει ιστορία 2.500 ετών, έστω και κάπως στραπατσαρισμένη.
• Δεν ήμουν ποτέ υπέρ του γάμου και καθώς δεν με γοητεύει καθόλου δεν ήθελα ποτέ να παντρευτώ. Στις σχέσεις μου, όποτε τα πράγματα ήταν να πάρουν αυτή την τροπή, το απέφευγα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 11.12.2021