Εγκάρσιος προσανατολισμός
Tου Δημήτρη Παπαϊωάννου (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση)
Ο καλλιτέχνης ανοίγεται στο Σύμπαν κι επιχειρεί να συλλάβει τις δυνάμεις του σ’ ένα έργο. Αντιμέτωπος με τις δυνάμεις του χάους, τις δυνάμεις της ακατέργαστης ύλης, αρχίζει να επιβάλλει μορφές για να σχηματίσει ουσίες. Κατανέμει τα περιβάλλοντα, δοκιμάζει τις συνθέσεις, εναρμονίζει τις αναλογίες. Ένας αχινός γίνεται αιδοίο, μια γυναίκα γίνεται σιντριβάνι, ένας άνδρας αποκτά ουρά ψαριού, το στέρεο πάτωμα γίνεται υγρό, το κωμικό εισρέει στο λυρικό. Όλα βρίσκονται σε εξέλιξη, υπό κατασκευή ή υπό αποδόμηση: Σώματα μεταμορφώνονται, παγιδεύονται, ρευστοποιούνται, ενώνονται με άλλα σώματα, με ζώα, με αντικείμενα, με στοιχεία της Φύσης. Δημιουργούν μορφώματα απρόσμενα που εκπορεύονται από τον λαβύρινθο του ασύνειδου, εκεί όπου δεν υπάρχουν τεχνητοί φραγμοί και τα σώματα αντιστέκονται σε κάθε εξουσία κανονικοποίησης. Πώς θα ήταν, άραγε, αν αφηνόμασταν ανεμπόδιστοι στις ροές, αν βρίσκαμε τις γραμμές φυγής, αν ενστερνιζόμασταν τις πολλαπλότητες μέχρι τέλους;
Στον «Εγκάρσιο Προσανατολισμό» ολόκληρη η γκάμα των πιθανοτήτων ξεδιπλώνεται αφοπλιστικά μπροστά μας... Η προαποφασισμένη ταξιθεσία των εννοιών και των ένσαρκων πραγματώσεών τους καταργείται. Μια αλυσίδα συγκινήσεων, με ταχύτητες και βραδύτητες, με προόδους κι οπισθοχωρήσεις, με τεθλασμένες γραμμές και αιφνίδιους μετασχηματισμούς οδηγούν στην έξοδο από κάθε ήδη ταξινομημένο, ήδη αποτυπωμένο –και συνεπώς ήδη εξαντλημένο– σύστημα προς ένα νέο, θαυμαστό σύμπαν queer οντολογίας και ελευθερίας: αυτό του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
— Λουίζα Αρκουμανέα
Ιχνευταί
Του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού (Φεστιβάλ Αθηνών, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου)
Ήταν από εκείνες τις βραδιές που φεύγεις από το αρχαίο θέατρο βαθιά ικανοποιημένος, σχεδόν περήφανος που γεννήθηκες σε αυτόν τον τόπο και έχεις την τύχη να απολαμβάνεις παραστάσεις κλασικού δράματος στην ελληνική γλώσσα. Το χαμένο έργο του Σοφοκλή, οι μόλις 400 στοίχοι που σώθηκαν από τύχη μέχρι σήμερα από ένα σατυρικό δράμα που δεν ξέρουμε ποιας τριλογίας επίλογο αποτελούσε, παίχτηκε για πρώτη φορά φέτος στην Επίδαυρο σκηνοθετημένο από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό.
Ένας νέος άντρας, που στην πορεία μαθαίνουμε ότι πρόκειται για τον Απόλλωνα, βρίσκεται σε απόγνωση γιατί έχει χάσει το κοπάδι των βοδιών του. Ζητάει από έναν γέρο σοφό Σιληνό να τον βοηθήσει να τα βρει με αντάλλαγμα ένα πολύτιμο δώρο και την ελευθερία του. Εκείνος ανταποκρίνεται και επιστρατεύει τους Σατύρους να βρουν τα ζώα των οποίων τα ίχνη τούς οδηγούν στο όρος Κυλλήνη. Εκεί δεν θα βρουν μόνο τα βόδια αλλά θα γίνουν μάρτυρες της γέννησης της μουσικής, όπως ξεπηδάει μέσα από τα σπλάχνα ενός βουνού κι από τα χέρια ενός παιδιού. Η παγανιστική διάσταση και αισθητική της παράστασης, ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον της Επιδαύρου που προσομοίαζε τη χαμένη ευδαιμονία της αρχαίας Αρκαδίας, η οργιώδης και διονυσιακή φύση των Σατύρων, που δεν είναι άνθρωποι αλλά ζώα και ημίθεοι, ενταγμένοι σε μια ατέρμονη κινητικότητα που κάλυπτε ολόκληρη την ορχήστρα και απογείωνε τη δράση, υπηρετώντας θαυμάσια το γήινο και το θείο, δημιουργούσαν μια θαυμάσια μυσταγωγία.
Η έμμετρη μετάφραση του ΄30 του Εμμανουήλ Δαυίδ προσέφερε συνειρμούς μιας Ελλάδας αυθεντικής, συγγενικής με τον αρχαίο τόπο, ενώ η σκηνοθεσία έδινε σαφέστατα ξεχωριστή σημασία στη μουσικότητα. Άλλωστε δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Βέλγου συνθέτη Billy Bultheel, ο οποίος με τη συνδρομή μουσικών δημιουργούσε ένα ενδιαφέρον ηχοτοπίο, την ώρα που ο Σταμάτης Κραουνάκης ερμήνευσε με το προσωπικό του παιγνιώδες στυλ τον Σιληνό, ο Απόλλωνας έβρισκε στον Χάρη Φραγκούλη τον ιδανικό ερμηνευτή, σαν ένα αεικίνητο αερικό που ήταν αδύνατο να πάρει ο θεατής τα μάτια του από πάνω του καθώς όργωνε απ’ άκρη σ΄ άκρη την ορχήστρα, αλλά το ίδιο θα έλεγες και για την ανδρόγυνη φιγούρα του Γερμανού κόντρα τενόρου Steve Katona ως Ερμή.
Η Αμαλία Μουτούση για μια ακόμα φορά έδειξε ότι έχει και κωμική φλέβα ως νύμφη Κυλλήνη, αλλά ήταν η ομάδα των Σατύρων, σε χορογραφία του Τάσου Καραχάλιου, που κέρδισε το στοίχημα αυτού του ημιτελούς σατυρικού δράματος από το οποίο ο Μαρμαρινός κατάφερε να βγάλει ένα νόημα και να στήσει μια αξιομνημόνευτη παράσταση.
— Χρήστος Παρίδης
Ο γυάλινος κόσμος
Του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Ίβο βαν Χόβε (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση)
Ακούραστος ανατόμος των κλασικών έργων, ο Ίβο βαν Χόβε οικοδόμησε τον δικό του «Γυάλινο κόσμο» με τα ευγενέστερα και πιο εύθραυστα υλικά. Και παρόλο που διάβασε το κείμενο υιοθετώντας μια στέρεη, δοκιμασμένη και γνώριμη αφηγηματική μέθοδο, κατάφερε εκ νέου ν’ αποδείξει τη διαχρονική γοητεία του κλασικού.
Είχε, φυσικά, σύμμαχό του τη μοναδική Ιζαμπέλ Ιπέρ. Η ερμηνεία της ως Αμάντα ήρθε να αλλάξει την αντίληψή μας για την Αμάντα του Τένεσι Ουίλιαμς. Η διάφανη δριμύτητα της Γαλλίδας σταρ απέδειξε πως οι νευρωτικές, κτητικές μητέρες –όπως αυτή του «Γυάλινου κόσμου»– δεν εκδηλώνουν πάντοτε κραυγαλέα την καταβροχθιστική μανία τους: μπορούν να σαγηνεύουν (τα παιδιά τους, αλλά και εμάς) με την ακτινοβόλα ευθραυστότητά τους, χωρίς ποτέ να επιβαρύνουν την αντίληψή μας με τον θόρυβο της επιτήδευσης ή της υπερπροσπάθειας. Να μας ξεγελούν με την υπόκριση της ανεμελιάς τους μέχρις ότου, εκεί που δεν το περιμένουμε, ραγίσουν ξαφνικά σε χίλια κομμάτια, θρυμματίζοντας τον χρόνο, την ακινησία και τις ψευδαισθήσεις, μεταδίδοντας ακαριαία όλο το άχθος της απώλειας, της ένδειας, της εγκατάλειψης και της μοναξιάς.
Η παράσταση μάς χάρισε επίσης μια εξαιρετικά σύγχρονη Λόρα στο πρόσωπο της Justine Bachelet: Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, σπάνια η σκηνή ανάμεσα στη Λόρα και τον Τζιμ έχει συνεπάρει τους θεατές σε τέτοιο βαθμό.
— Λουίζα Αρκουμανέα
Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού
Του Ντάριο Φο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα (Θέατρο Γκλόρια)
Έχει περάσει μισός αιώνας από τότε που γράφτηκε από τον «αρλεκίνο» του ιταλικού θεάτρου, Ντάριο Φο και είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Με αφορμή την πιθανολογούμενη εκπαραθύρωση ενός αναρχικού από ένα αστυνομικό τμήμα του Μιλάνου (εμπνευσμένος από γεγονότα που συνέβησαν μετά από τρομοκρατική επίθεση που κόστισε τη ζωή δεκάδων πολιτών), ο Νομπελίστας συγγραφέας έγραψε μια από τις διασημότερες σάτιρές του σχετικά με την αστυνομική βία, την κατάχρηση εξουσίας, τα κατασκευασμένα κατηγορητήρια.
Σαν σε σύγχρονη κομέντια ντελ’ άρτε, με πολλή μουσική, τραγούδι και ξέφρενους ρυθμούς, ο πολυδιάστατος Πάνος Βλάχος σαρώνει τη σκηνή εκσφενδονίζοντας αντικείμενα και ξεκαρδιστικές ατάκες, παρασέρνοντας μια ολόκληρη πλατεία, με την οποία επικοινωνεί ακατάπαυστα, σε ασυγκράτητο γέλιο και κέφι, εξαντλώντας μια σειρά ευρηματικών μεταμφιέσεων. Κι ως γνήσιος λαϊκός θεατρίνος όχι μόνο δεν επισκιάζει τον υπόλοιπο θίασο αλλά αντιθέτως συνδιαλέγεται μαζί του ακατάπαυστα, κι εν τέλει δεν υπάρχει ηθοποιός που να μη συνδράμει ισάξια με εκείνον στη φρενήρη αυτή παράσταση που σκηνοθέτησε με μοναδικό οίστρο ο Γιάννης Κακλέας, ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή του έργου με ευφυείς μικροπαρεμβάσεις που παραπέμπουν στην ελληνική πραγματικότητα και στο σήμερα. Η ζωντανή μουσική επί σκηνής από τον Βάιο Πράπα, αλλά και από τον Βλάχο που έγραψε και τα τραγούδια, δένει οργανικά με την απολαυστική αυτή κι αγέραστη κωμωδία, που βέβαια πίσω από το γέλιο κρύβει πολύ περισσότερα.
— Χρήστος Παρίδης
Οδύσσεια. Μια ιστορία για το Χόλιγουντ
Του Κριστόφ Βαρλικόφσκι (Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260)
Πώς πρέπει να σταθούμε απέναντι στο φρικώδες, στο αδιανόητο, στο ανεπανόρθωτο; Είναι θεμιτό να το αναπαραστήσουμε και αν ναι, με ποιον τρόπο; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε αυθεντικά για ένα συλλογικό τραύμα, όπως το Ολοκαύτωμα, στην εποχή των κακέκτυπων; Στη σημαντικότερη παράσταση του περασμένου καλοκαιριού, ο σπουδαίος Πολωνός σκηνοθέτης ύφανε έναν συναρπαστικό ιστό από σημαίνοντα έργα, πρόσωπα και σύμβολα του δυτικού πολιτισμού, αγκαλιάζοντας, μεταξύ άλλων, τον Όμηρο και τη Χάνα Κραλ, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ και τη Χάνα Άρεντ, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Κλοντ Λανζμάν και τους αδελφούς Κοέν.
Αντλώντας από αυτά τα εκλεκτά παραδείγματα, ο Βαρλικόφσκι έμοιαζε να αναζητά πυρετωδώς το ύφος και το είδος (Ρεαλισμός; Σάτιρα; Ντοκιμαντέρ; Αλληγορία;) που θα απαντούσε επαρκώς στο ερώτημα της αναπαράστασης. Εν τέλει, μέσα από την υψηλή φιλοσοφία και τη δημοφιλή τέχνη, μέσα από τη φρίκη και την κωμωδία, μέσα από την αλλόκοτη συνύπαρξη του Μύθου και της Ιστορίας, του Πραγματικού και του Συμβολικού, ο κορυφαίος δημιουργός ήρθε να ταράξει τις βεβαιότητες προτείνοντας έναν ανατρεπτικό τρόπο σκέψης, μια ζωογόνα, εκρηκτική και πολυπρισματική δραματουργία γεμάτη από πολλαπλότητες, «έμφορτες στιγμές» κι απρόσμενες συνδέσεις.
— Λουίζα Αρκουμανέα
Οι παίχτες
Του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή (Θέατρο Κιβωτός)
Απατεώνες και απατεωνίσκοι, ονειροπόλοι κομπέρ μιας φάρσας και του στημένου παιχνιδιού, λίγο αλητήριοι, λίγο καλά παιδιά, θύτες και θύματα στην ίδια πλάκα, τύποι που θέλουν να πιάσουν την «καλή» μια και καλή.
Μουσική, φώτα και η τσόχα στρωμένη για τους «Παίχτες» του Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, μια παράσταση γεμάτη ηλεκτρισμό που παρασύρει το κοινό σε μια «συναυλία» που κρατάει ατόφια τα κλασικά κομμάτια του κειμένου και τα ανακατεύει με την ενέργεια των ηθοποιών που η εκρηκτική χημεία τους δεν αφήνει κανέναν να μείνει ήσυχος στο κάθισμά του.
Ο πικρά γελοίος κόσμος του έργου ζωντανεύει από τους χωρίς σοβαροφάνεια ήρωες που παίζουν απροσποίητα στον τζόγο τα τυφλά πάθη τους, την απληστία, την αλαζονεία και την κτητικότητα, τη μανία και το πάθος για το χρήμα και τη νίκη. Μια παιγνιώδης, γεμάτη σφρίγος παράσταση προσγείωσε το πιο ξέφρενο σε ρυθμούς έργο του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα στη σουρεαλιστική Αθήνα του 2021 με το πιο φαρσικό, ευρηματικό τρόπο.
— Αργυρώ Μποζώνη
Προμηθέας
Του Νίκου Καραθάνου (Στέγη Ιδρύματος Ωνάση)
«But the twice crucified where in history will you find it?» αναρωτιέται ρητορικά ο Έζρα Πάουντ στο LXXIV «Άσμα της Πίζας» και, ναι, στην Ιστορία δύο φορές εσταυρωμένο δεν θα βρεις, στον Μύθο όμως αυτοί που σταυρώθηκαν παραμένουν, θα παραμείνουν, ζωντανοί για να σταυρώνονται ξανά και ξανά μέχρι το τέλος του (ανθρώπινου) Χρόνου. Σε πράξεις επιτελεστικές, σε σκηνές θεάτρου ή σε ναούς, σε αναπαραστατικές τελετουργίες που έχουμε ανάγκη να επαναλαμβάνονται για να νοηματοδοτούν τα μεγάλα διλήμματα – όλα αυτά που συνθέτουν το Δράμα του Ανθρώπου.
Ο «Προμηθέας» του Νίκου Καραθάνου αυτό βεβαιώνει. Ο Μύθος έχει αφομοιώσει την Ιστορία και μόνος αυτός μπορεί να την αξιοποιεί ποιητικώ τω τρόπω για να μπορεί κάθε γενιά να μιλήσει για τα δικά της Πάθη, για τις δικές της νίκες και ήττες, για τον αγώνα να βρεις νόημα και Λ(λ)όγο που να δικαιώνει κάπως την ύπαρξη. Ένας σκηνοθέτης που μπορεί να φωτίζει διαφορετικά έργα με τα δικά του χλωρά αισθήματα και με μια προσωπική, αυθεντική θεατρικότητα, ένα ευρηματικό σκηνικό (το «σταυρωμένο» σπίτι της Εύας Μανιδάκη), τέσσερις καλοί ηθοποιοί (Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γαλήνη Χατζηπάσχαλη), η ωραία μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου είναι οι αυτουργοί μιας βαθιά συγκινητικής παράστασης που αποτελεί, ταυτόχρονα, πρόταση ερμηνείας της αρχαίας τραγωδίας σε κλειστό χώρο.
— Ματίνα Καλτάκη
Συμφορά από το πολύ μυαλό
Του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (Θέατρο της Οδού Κυκλάδων)
Ένα έργο με τέτοιο τίτλο (στο ερώτημα «τι να εννοεί;» οι απαντήσεις ποικίλλουν) αξίζει σίγουρα την προσοχή μας. Πόσο μάλλον όταν το «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ (1795-1829) είναι από κείνα στα οποία «πάτησε» η ρωσική λογοτεχνία για να ανθίσει κατά τη διάρκεια του 19ου αι. Δεν το επέλεξε τυχαία ο Λευτέρης Βογιατζής το 1986, όταν το πρωτοπαρουσίασε στο ελληνικό κοινό, μ’ έναν πολυπρόσωπο θίασο που περιλάμβανε ηθοποιούς που στην συνέχεια πρωταγωνίστησαν στην άνθηση του ελληνικού θεάτρου της περιόδου 1990-2010.
Δεν το επέλεξε τυχαία ο Στάθης Λιβαθινός, βαθύς γνώστης του ρωσικού θεάτρου, για τη νέα περίοδο λειτουργίας του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Παραδίδοντας μία νέα, θαυμάσια απόδοση του έμμετρου έργου (της Έλσας Ανδριανού), χωρίς τους ηθοποιούς της «ομάδας» του αλλά αντιμετωπίζοντας τον θίασο ως ανσάμπλ (αξιοσημείωτη η ανανέωση που φέρουν στη σκηνική του γλώσσα οι καλοί ηθοποιοί που συμμετέχουν), εμπιστευόμενος έναν νέο ηθοποιό, τον Δημήτρη Φιλιππίδη, για τον δύσκολο, παθιασμένο ρόλο του Τσάτσκι (ο Ρώσος Άμλετ του 19ου αι.), με τη θεατρική μουσική του Δημήτρη Μαραμή, ο Λιβαθινός καταθέτει μία παράσταση ρεπερτορίου απ’ αυτές που δεν βλέπουμε συχνά. Που τιμούν τον λόγο, την ποίηση, την υποκριτική και τους ηθοποιούς και, βέβαια, το κοινό.
— Ματίνα Καλτάκη
Το σχολείο των γυναικών
Του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου (Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260)
Μια κωμωδία-σπουδή του Μολιέρου στην ανθρώπινη φύση σκηνοθέτησε ο Έκτορας Λυγίζος στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μια παράσταση μουσική, καθαρή με φόρμα και ένταση, με ανακάτεμα της τράπουλας των φύλων, με ισότιμη τη δίψα των ηρώων για την εξουσία. Τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης παρελαύνουν σε αυτή την παράσταση με τον πιο υπαινικτικό τρόπο, όπως υπαγορεύουν οι καλοί τρόποι που ο δυνάστης-αρσενικό επιβάλλει στο σπίτι του, η ανοησία και ο στρουθοκαμηλισμός αλλά και η δύναμη μια γυναίκας «άμαθης», που ακόμα και ενστικτωδώς ξεπερνά σκοπέλους σε αντίξοες συνθήκες, παρουσιάζοντας την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας σε κάθε κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι διεκδικούν ίσα δικαιώματα.
Έμμετρο κείμενο σε μια έξοχη μετάφραση, αβίαστα επινοητική, της Χρύσας Προκοπάκη παρουσιάζεται ως συμφωνικό έργο για εφτά φωνές και σώματα και καμιά δεκαριά μουσικά όργανα, με άντρες και γυναίκες να υπηρετούν την κωμικοτραγική ρευστότητα του έργου και τους ήρωες να αντιλαμβάνονται όσο προχωρούν και τη βαθιά αδυναμία τους.
— Αργυρώ Μποζώνη
Φαίδρα
Της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά (Θέατρο Προσκήνιο)
Κατ’ αρχάς ήταν αποκαλυπτικό για τους περισσότερους το ίδιο το έργο, ένα άγνωστο για μια μερίδα θεατών αριστούργημα της σπουδαίας Ρωσίδας ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγιεβα, στην εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Χρυσόπουλου. Ένας ιδιότυπος συγκερασμός ποίησης και ψυχολογικής καταβύθισης στα άδυτα της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας, η ρήξη μεταξύ ερωτικής επιθυμίας και μητρότητας.
Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν αφήνει ποτέ στην τύχη τους τα μύχια της ανθρώπινης φύσης και τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων. Στη «Φαίδρα» δημιούργησε μαζί με τη μόνιμη πια σκηνογράφο του, Μαρία Πανουργιά, ένα εικαστικό περιβάλλον ενταγμένο σε ένα σχεδόν κινηματογραφικό κάδρο-πλαίσιο όπου οι τέσσερεις (σιαμαίοι ψυχικά και κινησιολογικά) κεντρικοί χαρακτήρες, ο Ιππόλυτος και ο σύντροφος του, η Φαίδρα και η τροφός της, πλέκουν μέσα από έναν παραληρηματικό λόγο τα προσωπικά τους αδιέξοδα δράματα. Η φύση σαν αρχέγονη δύναμη και φυσική κατάσταση γίνεται άλλοτε εμπόδιο και άλλοτε σύμμαχος σ΄ έναν ψυχογραφικό μαραθώνιο εξουσίας και υποταγής μεταξύ των προσώπων αυτού του δράματος. Η τροφός γίνεται εκείνη που καθοδηγεί το πάθος της Φαίδρας, ο Θησέας, όταν εμφανίζεται, είναι εκείνος που κατανοεί τις ανθρώπινες αδυναμίες αλλά και την ανθρώπινη μοίρα ως οικουμενικό πεπρωμένο.
Οι πέντε εξαιρετικοί ηθοποιοί συμμετέχουν ευλαβικά και με απίστευτη ακρίβεια σε μια ιεροτελεστία που ανάγει την παράσταση σε μια σύνθεση απελπισμένων σωμάτων και φωνών. Εικόνα, ήχος, φόρμα, στυλιζαρισμένη κίνηση και λόγος υπηρετούν την εσωτερίκευση του πανικού της μοναξιάς και του αδιέξοδου έρωτα. Ένα θεατρικό τοπίο μεγάλου λυρισμού.
— Χρήστος Παρίδης