Αν είσαι κάτω των 30, αν δεν έχεις περάσει τις Δευτέρες της εφηβείας ή της νεότητάς σου με τους δρόμους να αδειάζουν τα βράδια και όλο το σχολείο ή το γραφείο να σχολιάζει την επόμενη μέρα το τελευταίο επεισόδιο του «Να με προσέχεις», του «Κλείσε τα μάτια» ή του «Δυο μέρες μόνο», τότε ίσως δεν είσαι σε θέση να αντιληφθείς γιατί η χθεσινοβραδινή πρεμιέρα της νέας σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ήταν το πιο αναμενόμενο τηλεοπτικό γεγονός των τελευταίων ετών.
Ο άνθρωπος που πήγε την τηλεοπτική μυθοπλασία πολλά βήματα παραπέρα, τόσο μπροστά που από ένα σημείο κι έπειτα είχε να ανταγωνιστεί μόνο τον εαυτό του, είναι ξανά στις οθόνες μας με τον πολυδιαφημισμένο του «Maestro», που περιμέναμε, γνωρίζαμε ότι γυρίζεται, ότι μοντάρεται, ότι είναι έτοιμος, εδώ και μήνες. Άξιζε η αναμονή;
Μόλις ξεκίνησε το voice over που κρατά η νεαρή Κλέλια, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν «όχι voice over!». Είναι γεγονός πως η συγκεκριμένη τεχνική της αφήγησης μιας ιστορίας είναι τόσο αδιακρίτως πολυφορεμένη σε σινεμά και τηλεόραση, που ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει πραγματικά ουσιώδη λόγο για να καταφύγει σε αυτή.
Αν κάτι κρατώ, κάτι που ο «Maestro» πετυχαίνει διάνα, ήδη από τα πρώτα 45 του λεπτά, είναι η αίσθηση δυσφορίας του κλειστού τόπου, της μικρής ελληνικής κοινωνίας, η αδυναμία διαφυγής που προμηνύει ένα βίαιο ξέσπασμα.
Λοιπόν, εδώ υπάρχει λόγος. Από το πρώτο επεισόδιο γίνεται εμφανές πως σ’ αυτή την ιστορία τίποτα δεν θα είναι όπως αρχικά δείχνει. Και η αφηγήτρια Κλέλια (μας) ειρωνεύεται που προτρέχουμε, που κάνουμε πως καταλαβαίνουμε και πάμε να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα – σκεπτόμενοι «άλλος ένας Παπακαλιάτης» ή «ο παλιός, καλός Παπακαλιάτης», ανάλογα με το πόσο αρνητικά ή θετικά προσκείμενοι είμαστε προς τα έργα του δημοφιλούς δημιουργού.
Τα πρώτα στοιχεία της ιστορίας του «Maestro» έχουν γίνει λίγο-πολύ γνωστά από καιρό: μεσήλικας μουσικός (προς στιγμήν, όταν πρόσεξα το nickname Orestis87 που έχει ο χαρακτήρας του Παπακαλιάτη στο dating app, ένιωσα ρίγη θεωρώντας πως υποδύεται τον 35άρη: ακόμα ένα γρήγορο, κακεντρεχές συμπέρασμα που καταρρίφθηκε αμέσως μετά, όταν ο Ορέστης ανέφερε πως είναι πάνω-κάτω όσο ο ίδιος ο Χριστόφορος – είπαμε ο Παπακαλιάτης έχει διάθεση να παίξει άγρια με τις προσδοκίες μας, και αυτό φαίνεται στις λεπτομέρειες) φτάνει στους Παξούς για να αναστήσει το μουσικό φεστιβάλ του νησιού και η άφιξή του συνδυάζεται με ένα τραγικό γεγονός που θα ξετυλίξει τις παθογένειες της κλειστής τοπικής κοινωνίας.
Τα προφανή θέματα με τα οποία θα καταπιαστεί εδώ δεν είναι καινούργια για τον ίδιο: ενδοοικογενειακή βία, απαγορευμένοι έρωτες, ομοφοβία, φυγή, ρήξη με την οικογένεια, όλα πλαισιωμένα από soundtracks που θα ήθελε να έχουν γραφτεί για τον ίδιο. Δεν καμώνεται, λοιπόν, ότι ανακαλύπτει την πυρίτιδα.
Φαίνεται όμως πως κρατά άσους στο μανίκι και, κυρίως, φαίνεται πως η ενασχόλησή του με το σινεμά την τελευταία δεκαετία αποχής του από την τηλεόραση, αρχής γενομένης με το συμπαθές «Αν…» το 2012 και, κυρίως, στη συνέχεια, με το εξαιρετικό «Ένας Άλλος Κόσμος», τον έχουν εξελίξει σε όλα τα επίπεδα: αφηγηματικά, σεναριακά και κυρίως τεχνικά.
Το επίπεδο παραγωγής του «Maestro» είναι ασύλληπτο – και αυτό είναι ένα fact που ακόμα και ο πιο ορκισμένος πολέμιός του δεν μπορεί να αρνηθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης διαθέτει εδώ τα δύο στοιχεία που λείπουν από την εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή: χρόνο και χρήμα. Κάθε πλάνο είναι τόσο χειρουργικά στημένο, τόσο υπέροχα φωτισμένο, που σαστίζεις από τον χρόνο που σίγουρα έχει δαπανηθεί στα εξαντλητικά γυρίσματα.
Και μετά έρχεται το καστ του. Κι εδώ ο Παπακαλιάτης το ‘χει παίξει πολύ έξυπνα, επιλέγοντας ένα τουρλουμπούκι ηθοποιών εντελώς διαφορετικών καταβολών, που παραδόξως λειτουργεί καλά. Ηθοποιοί που έχουμε συνδέσει κυρίως με την τηλεόραση και το εμπορικό θέατρο (Φάνης Μουρατίδης, Αντίνοος Αλμπάνης), με τον κινηματογράφο (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η εμβληματική φάτσα του Γιάννη Τσορτέκη από τις ταινίες του Οικονομίδη), η Μαρία Καβογιάννη, που ξέρουμε ήδη από το «Ένας Άλλος Κόσμος» ότι στα χέρια του μεγαλουργεί, η Χάρις Αλεξίου στο στοίχημα του τηλεοπτικού της ντεμπούτου, οι προσεκτικά επιλεγμένοι newcomers Ορέστης Χαλκιάς και Γιώργος Μπένος, και βέβαια η ξεχωριστή περίπτωση της Κλέλιας Ανδριολάτου («Μπορεί να γίνει την ίδια στιγμή και κορίτσι και γυναίκα, που είναι ακριβώς αυτό που ήθελα για την ιστορία», μου έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξη τον Ιούλιο και όντως, ακριβώς αυτό πετυχαίνει η νεαρή ηθοποιός στο πρώτο επεισόδιο) αλληλοσυμπληρώνονται σε προσεγγίσεις, ανάσες και βλέμματα.
Όσο για την παρουσία του ίδιου μπροστά στον φακό, σε έναν ρόλο που φέρει όλα τα γνώριμα στοιχεία που αρέσκεται να κρατά για τον εαυτό του (μποέμ ιδιοσυγκρασία, καλλιτεχνικό επάγγελμα, σαραβαλιασμένο αμάξι, ανοιχτά πουκάμισα, μονίμως σεξουαλικά φορτισμένο βλέμμα, ξυπόλυτο περπάτημα σε παλιά, ψηλοτάβανα σπίτια και ολόφυτες αυλές) θα πω μόνο το εξής: η συνέπεια (και η μανιέρα) δεν είναι κακό πράγμα. Το κοινό του ξέρει τι περιμένει κι εκείνος του το δίνει απλόχερα.
Αν όμως κάτι κρατώ, κάτι που ο «Maestro» πετυχαίνει διάνα, ήδη από τα πρώτα 45 του λεπτά, είναι η αίσθηση δυσφορίας του κλειστού τόπου, της μικρής ελληνικής κοινωνίας, η αδυναμία διαφυγής που προμηνύει ένα βίαιο ξέσπασμα. Η τελευταία φορά που το είχα νιώσει αυτό έντονα ήταν με την αριστουργηματική ταινία «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, που τοποθετούνταν στην Αντίπαρο. Υπάρχει κάτι κοινό στην προσέγγιση, ένας απειλητικός ρεαλισμός, κι ας απέχουν αισθητικά και θεματικά οι δύο δημιουργοί.
Εν ολίγοις, θα φέρει κάτι εντελώς καινούργιο η νέα παπακαλιατιάδα στην ελληνική τηλεόραση; Πιθανότατα όχι. Για κάτι τέτοιο (και για πραγματικά σύγχρονο χειρισμό σε storytelling που αφορά νέους, χωρίς κλισέ και την αναπόφευκτη ματιά του boomer) θα χρειαστεί ίσως να περιμένουμε λίγο ακόμα, μέχρι την πρεμιέρα του «Milky Way» του Βασίλη Κεκάτου (επίσης σε παραγωγή της Foss Productions, επίσης στο Mega) ή μέχρι, τέλος πάντων, να παρουσιάσει κάτι τηλεοπτικό κάποι@ άλλ@ εκπρόσωπος των υπερταλαντούχων μικρομηκάδων της νέας γενιάς που διαπρέπουν στο δικό τους φορμά.
Πειράζει αν δεν φέρει κάτι καινούργιο η νέα παπακαλιατιάδα στην ελληνική τηλεόραση; Καθόλου, γιατί αυτό που φέρνει είναι τόσο υψηλού επιπέδου, τόσο συνεπές ως προς την πολύμηνη αναμονή, που απλά δεν μπορείς να περιμένεις για την επόμενη Πέμπτη. Το επιβεβαιώνει, εξάλλου, και ο σκοτωμός που προκλήθηκε χθες βράδυ στο ελληνικό Twitter.
Τη στιγμή που, εμένα προσωπικά, όλες οι πρόσφατες σειρές της so called πρόσφατης τηλεοπτικής αναβίωσης της ελληνικής μυθοπλασίας με έχουν κρατήσει μάξιμουμ για 15-20 λεπτά (με εξαίρεση τον περσινό «Σκοτεινό Δρόμο» στο Mega και τη «Γέφυρα» της πλατφόρμας του ANT1+), αυτό είναι μάλλον μεγάλο κατόρθωμα.
Trailer δεύτερου επεισοδίου
Η σειρά «Maestro» προβάλλεται κάθε Πέμπτη στις 22:40 στο Mega