ΣΤΟ ΦΟΥΑΓΕ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ Θησείον μεταξοτυπίες και ανατυπώσεις έργων του Νίκου Χουλιαρά μας θυμίζουν έναν πολυτάλαντο δημιουργό. Γεννημένος το 1940, ζωγράφος, γλύπτης, συγγραφέας, ποιητής και τραγουδοποιός, σπούδασε γλυπτική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο κόσμος που ονειρεύτηκε συγκροτεί ένα μοναδικό, πολύ προσωπικό και ιδιότυπο σύμπαν, με τους ήρωες να ξεπηδούν μέσα από τη ζωγραφική του και να ζωντανεύουν μέσα από τα γραπτά του, έναν κόσμο που συνομιλεί με τη μνήμη, την ομορφιά, την πληγή.
Στο θέατρο Θησείον ένα παράξενο θέατρο σκιών φτιαγμένο από τις φιγούρες των έργων του ζωντανεύει το μυθιστόρημά του «Ο Λούσιας», σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της Ρηνιώς Κυριαζή, εικαστική επιμέλεια και σκηνογραφία Σοφίας Χουλιαρά και Ναταλίας Μαντά και μουσική σύνθεση του Νίκου Βελιώτη.
Ο «Λούσιας» πρωτοκυκλοφόρησε το 1979 και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Πρώτα απ’ όλα χάρη στον πρωταγωνιστή του, έναν μοναχικό αλαφροΐσκιωτο που μας μιλάει για τα μικρά και τα μεγάλα με αφοπλιστικό θάρρος και ειλικρίνεια και μας καθηλώνει με τη συγκλονιστική αποτύπωση του τρόπου ομιλίας του που δημιούργησε ο Νίκος Χουλιαράς. Μια μικρή πόλη περιγράφεται ανάγλυφα, η ατμόσφαιρα των Ιωαννίνων είναι καθοριστική.
Ο Λούσιας δεν μας χαρίζεται και μέσα στην αδιανόητα σκληρή ζωή του ξέρει πώς θέλει να ζήσει, ακέραιος, με καλοσύνη και αξιοπρέπεια, κι όταν αυτό δεν είναι εφικτό: «Καλύτερα να ’μαι έτσι όπως είμαι, από μοναχός μου, και στον αέρα!»
Το βαθιά πολιτικό έργο παρακολουθεί το μεγάλωμα του ήρωά του, ξεκινώντας από την εποχή του Εμφυλίου και φτάνοντας μέχρι τη διδακτορία των συνταγματαρχών. Τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του Λούσια αποκτούν τις πραγματικές, τρομακτικές διαστάσεις και σημασίες τους. Ένας κόσμος από σκιές που κυριαρχούν στα ιστορικά γεγονότα, τις πολιτικές επιλογές, το τοπίο, τις ψυχές των ανθρώπων. Οι σκιές είναι κυρίαρχες και στο ζωγραφικό έργο του Νίκου Χουλιαρά, τα παραμορφωμένα τοπία, οι σκοτεινοί άνθρωποι, οι μόνοι, τα ζώα, τα σύννεφα, τα δέντρα. Στα ποιήματα και τα διηγήματά του μοιάζει να περιφέρονται πρόσωπα σαν τον Λούσια και να αποτυπώνουν την ξεχωριστή, συγκλονιστική ματιά του δημιουργού τους.
«Το έργο αυτό το αγαπώ από την εφηβεία μου, τα μέρη που περιγράφονται είναι τα μέρη που περπάτησα· η αφόρητη ομορφιά των Ιωαννίνων, η λίμνη, η βροχή, το χιόνι είναι μέσα μου» λέει η Ρηνιώ Κυριαζή. «Θυμάμαι ανθρώπους να διαλαλούν την πραμάτεια τους, τα λίγα και πολύτιμα που έφερναν από τα χωριά: "Λάχανα! Ραδίκια!" Να επιδιορθώνουν ομπρέλες στον δρόμο και να φωνάζουν με τη στεντόρεια φωνή τους: "Ομπρελάς!" Να πουλάνε καλαμπόκια στον Φλοίσβο κι εμείς να βλέπουμε Καραγκιόζη – όπως μαθαίνω από τον Άθω τώρα, από σπουδαίους καραγκιοζοπαίχτες. Κι άλλοι, πιο παράξενοι, ο Φάνης, η Τσιβούλα, με τις διαπεραστικές φωνές τους να τρυπάνε την ομίχλη. Θυμάμαι να με τρομάζουν και να με γοητεύουν. Στις βόλτες στο παραλίμνιο, μακριά κάτω από τα δέντρα, περνούσαν γελώντας ή φωνάζοντας: "Αν δεν πέρναγαν τα χρόνια, θα ‘μουν νέα εγώ!"
Ο σημαντικότερος όμως λόγος που με έκανε να επιθυμώ να το παρουσιάσω σήμερα στη σκηνή είναι ότι η κοινωνία μας δεν έχει προχωρήσει, αντιθέτως σε πολλά πηγαίνει προς τα πίσω. Για τον "τρελό" μας δεν υπάρχει καμία κοινωνική φροντίδα και ιατρική περίθαλψη. Όποιος δεν είναι παραγωγικός, αποδοτικός με τους σκληρούς όρους της προσφοράς και της ζήτησης, από επιλογή ή από αδυναμία, πετιέται ως μη αποτελεσματικός· όλοι τρέχουμε πίσω από την ουρά μας εξαντλώντας τη ζωή μας σε μια προσπάθεια για επιβίωση, με την αγωνία να κερδίσουμε έστω λίγη εξουσία. Όποιος βρίσκεται εκτός, επιθυμούμε να παραμείνει εκτός· μπορούμε να τον χτυπήσουμε, μπορούμε να τον σκοτώσουμε: "Εντάξει, μωρέ, ένας τρελός ήταν". Δεν ξέρω ποιος είναι ο τρόπος να σταματήσει η βία που ασκείται καθημερινά στον αδύναμο, να σταματήσει το "όπου με παίρνει". Δεν ξέρω αν το θέατρο μπορεί πραγματικά να συμβάλει».
Ο Λούσιας είναι η ιστορία ενός παιδιού μόνου, που περιφέρεται σε μια πόλη και ζει από το περίσσευμα. Κάποιες φορές η κοινωνία φαίνεται να έχει την πρόθεση να το φροντίσει, αλλά με την πρώτη ευκαιρία το παραπετά, το διώχνει, το χλευάζει· είναι αυτός που ενοχλεί, αυτός που δεν κατατάσσεται. Μέσα στην ψευδαίσθηση της κανονικότητας, κάθε τι που ξεχωρίζει πετιέται ως περιττό.
Η κακία, οι ματαιώσεις, οι απογοητεύσεις, ο θυμός των «κανονικών» συγκεντρώνονται πάνω στο πλάσμα αυτό. Είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο φαρμακός, ένα μέρος για να πετάξουμε τα σκουπίδια μας. Αν κοιτάξουμε μέσα στα καθαρά του μάτια θα δούμε την υποκρισία μας. Ο Λούσιας δεν μας χαρίζεται και μέσα στην αδιανόητα σκληρή ζωή του ξέρει πώς θέλει να ζήσει, ακέραιος, με καλοσύνη και αξιοπρέπεια, κι όταν αυτό δεν είναι εφικτό: «Καλύτερα να ’μαι έτσι όπως είμαι, από μοναχός μου, και στον αέρα!».
Η Ρηνιώ Κυριαζή αγαπά το ζωγραφικό έργο του Χουλιαρά που αποτυπώνει την ψυχή με τα σκοτάδια και το φως της, την αγριότητα και την ομορφιά μέσα μας. Στη σκηνή μεταφέρει την αλήθεια του Χουλιαρά, αυτό για το οποίο μιλά, τα μονοπάτια του νου· μονοπάτια από τα οποία πιανόμαστε για να καταλάβουμε τον κόσμο και πολλές φορές ξεγλιστράμε εκεί στο ανάμεσα. Αυτό κάνει και ο Λούσιας, θέλει να αγγίξει τον κόσμο, να τον καταλάβει, ο κόσμος τού ξεφεύγει κι εκείνος σαν παιδί παίζει μαζί του. Οι λέξεις αγωνιούν να δώσουν σχήμα στον κόσμο.
«Ο τρόπος της ομιλίας του είναι για μένα σχολείο λόγου, το μεγαλύτερο που έχω περάσει. Ακολουθώντας τον Λούσια η σκέψη μου έχει μετακινηθεί, βλέπω καλύτερα την ουσία και πετάω τα αυτονόητα. Το κείμενο αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της εργασίας μου πάνω στην ανθρώπινη φωνή», λέει.
Η παραμορφωμένη πραγματικότητα που αποτυπώνει ο Χουλιαράς μεταφέρεται με μια συνομιλία του θεάτρου με το θέατρο σκιών. Ένας εξαιρετικός, αυθεντικός καραγκιοζοπαίχτης, ο Άθως Δανέλλης, φέρει την ατόφια γνώση της παράδοσης και της ιστορίας της τέχνης του, αλλά ταυτόχρονα, εδώ, αναζητά καινούργιες φόρμες, λόγους και αφορμές να μιλήσουν οι σκιές του.
Η συνεργασία του με τη Ρηνιώ Κυριαζή ξεκίνησε από μια ιδέα της Σοφίας Χουλιαρά, που πάντα έβλεπε τη συνομιλία των έργων του πατέρα της με το θέατρο σκιών. Η παράσταση δικαιώνει έναν κόσμο που ζωντανεύει «Στη σκιά του Λούσια», όπως είναι και ο τίτλος της. Οι μνήμες του Λούσια ζωντανεύουν στον μπερντέ σαν ένα όνειρο και παίζονται από τις φιγούρες του έργου του Νίκου Χουλιαρά. Ο Λούσιας καθρεφτίζεται στον μπερντέ και πολλαπλασιάζεται.
Το πολύπλευρο έργο με τη δραματουργική επεξεργασία της Ρηνιώς Κυριαζή, που πήρε μήνες για να ολοκληρωθεί, διαγράφει μια ιστορική πορεία με αναφορές σε γεγονότα και ονόματα που μας έχουν σημαδέψει. Μέσα από το τεράστιο ζωγραφικό έργο του Χουλιαρά επιλέχτηκαν από τη Σοφία οι φιγούρες που θα μπορούσαν να αποδώσουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τους χαρακτήρες του έργου, και ο Άθως τους έδωσε τη φωνή τους.
Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι το χιούμορ. «Τελικά η διαδικασία της παράστασης αυτής μού αποκαλύπτει το ταξίδι ενός μίμου που γίνεται Καραγκιόζης, τρελός του Σαίξπηρ, αλαφροΐσκιωτος του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη, Λούσιας του Χουλιαρά, σκιά και φως. Σαρκασμός και αυτοσαρκασμός κάνουν τον ήρωά μας σπαρακτικό, μια διαφάνεια που μας ζητάει να σταθούμε λίγο και να δούμε τον εαυτό μας» λέει η Ρηνιώ Κυριαζή.
Εμείς οι θεατές ακολουθούμε τα μονοπάτια του μυαλού του Λούσια, βλέπουμε να ξεδιπλώνονται οι απρόβλεπτες σημασίες των λέξεων, οι ανατροπές, τα παιχνίδια των συνειρμών και η ουσία των πραγμάτων. Είναι μια εμπειρία που σε προκαλεί να αφήσεις το αυτονόητο, το κατανοητό, να αναρωτηθείς σαν παιδί από την αρχή.
«Γιατί ο κόσμος καθόλου δεν σταματάει, ολοένα κάπου πηγαίνει, κι ολοένα καινούργια πράγματα βγαίνουν που εγώ δεν τα καταλαβαίνω…», λέει ο Λούσιας.
«Ίσως κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνουμε, είναι όμως εκεί, όπως ένας γρύλος που μας επισκέπτεται κάθε βράδυ στο θέατρο σε συγκεκριμένη στιγμή, τα τραγούδια που πιάνει τυχαία το ραδιόφωνο, ο αέρας που ανασηκώνει τα χαρτιά και τα ταξιδεύει στο νερό· οι στιγμές που παίξαμε με τη σκιά μας στον τοίχο. Μια πεταλούδα ετοιμόρροπη κόβει βολτίτσες στα δωμάτια του μυαλού μου κάθε βράδυ», λέει η Ρηνιώ Κυριαζή.