Η ΑΥΣΤΡΙΑΚΗ ΚΩΜΟΠΟΛΗ του Μπράουναου (Braunau am Inn) έχει το αμφιλεγόμενο προνόμιο να εμφανίζεται στην πρώτη πρόταση του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου «Ο Αγών μου». Ο Αδόλφος Χίτλερ εξηγεί ότι θεωρεί «ευτυχές πεπρωμένο» το να έχει γεννηθεί εκεί (στις 6.30 μ.μ. της 20ής Απριλίου 1889), σ’ ένα μέρος, συνεχίζει, «που βρίσκεται ακριβώς στα σύνορα μεταξύ αυτών των δύο κρατών [της Αυστρίας και της Γερμανίας], η επανένωση των οποίων φαντάζει, τουλάχιστον σε εμάς τη νεότερη γενιά, ένα έργο στο οποίο πρέπει να αφιερώσουμε τη ζωή μας και για την επιδίωξη του οποίου πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα δυνατά μέσα».
Ο Χίτλερ συνεχίζει λέγοντας πόσο λίγα θυμάται από τη ζωή του στο Μπράουναου, κάτι που είναι λογικό γιατί δεν ήταν ακόμη τριών ετών όταν ο τελωνειακός υπάλληλος πατέρας του πήρε προαγωγή και η οικογένεια μετακόμισε στο Πάσαου της Βαυαρίας, στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Το 1898 μετακόμισαν ξανά, αυτήν τη φορά στο Λέοντινγκ στην περιφέρεια του Λιντς. Και είναι το Λιντς που θεωρούσε πάντα πατρίδα του ο Χίτλερ και που ήθελε αργότερα, όταν ήταν στην εξουσία, να γίνει η πιο όμορφη πόλη του Δούναβη και το πολιτισμικό αντίβαρο στη Βιέννη, την οποία τόσο απεχθανόταν.
Το γεγονός ότι ο Χίτλερ δεν φαίνεται να νοιαζόταν ιδιαίτερα για το Μπραόυναου –τα σπίτια του ήταν το διαμέρισμά του στο Μόναχο, η δεύτερη κατοικία του στο Μπέργκοφ και η καγκελαρία (συμπεριλαμβανομένου του καταφυγίου)– δεν κατάφερε να σώσει την πόλη από την κατάρα του να αποκαλείται «το λίκνο του κακού», η γενέτειρα του ηγέτη των Ναζί, ένα βάρος που το μέρος κουβαλάει από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν όλοι έσπευδαν να καταχωνιάσουν το πορτρέτο του άλλοτε αγαπημένου Φύρερ.
Είναι γεγονός ότι το κτίριο στο οποίο γεννήθηκε ο Χίτλερ, στην οδό Salzburger Vorstadt 15, παρέμεινε εκπληκτικά αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, προκαλώντας –εκτός από μεγάλη αμηχανία στους ντόπιους αλλά και το έντονο ενδιαφέρον των απανταχού Νεοναζί– μια πικρή συζήτηση, τόσο στην πόλη όσο και στην Αυστρία συνολικά, σχετικά με το τι ακριβώς θα πρέπει να «το κάνουν».
Ο Αυστριακός σκηνοθέτης Γκίντερ Σβάιγκερ έχει αφοσιωθεί στην εξέλιξη αυτής της διαμάχης, όπως την καταγράφει στο ντοκιμαντέρ του με τίτλο «Ποιος φοβάται την πόλη του Χίτλερ», και υπότιτλο «Ένα σπίτι και το παρελθόν μέσα μας».
«Αποτελεί μια τρομερή ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι η απόφαση των δημοκρατικών αρχών της Αυστρίας σχετικά με το σπίτι είναι τόσο πολύ σύμφωνη με τις επιθυμίες του Χίτλερ».
Το τι θα γίνει με «το σπίτι του Χίτλερ» –το οποίο παραμένει κλειστό από το 2016– είναι το κεντρικό ερώτημα που διατρέχει ολόκληρη την ταινία, και η μοίρα αυτού του ακινήτου γίνεται μια μεταφορά για τη συνείδηση και τη μνήμη των κατοίκων του Μπρόαυναου, και κατ' επέκταση όλων των Αυστριακών.
Ο σκηνοθέτης προσκαλεί να μιλήσουν κάτοικοι, ιστορικοί και αρχές, άνθρωποι διαφορετικών ιδεολογιών, με διαφορετικές απόψεις. Κάποιοι θεωρούν το σπίτι «στίγμα» για την πόλη, άλλοι βρίσκουν υπερβολική και αστεία την τόση διαμάχη για «ένα σπίτι στο οποίο δεν συνέβη τίποτα, δεν διαπράχθηκαν εγκλήματα και δεν εκδόθηκαν διαταγές».
Ο Χίτλερ έζησε ελάχιστα στο σπίτι. Υποτίθεται, λέει ο Σβάιγκερ, ότι γεννήθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο στον δεύτερο όροφο. Όταν η οικογένεια έφυγε, το ακίνητο ενοικιάστηκε ξανά, και στην πορεία στέγασε ένα σχολείο και ένα εστιατόριο ενώ είχε και άλλες χρήσεις, μέχρι που το αγόρασε ο Μάρτιν Μπόρμαν, ο ισχυρός προσωπικός γραμματέας του Χίτλερ, για να του το παραδώσει.
Οι Ναζί «έστησαν» ένα δωμάτιο όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Χίτλερ για να υποδαυλίσουν τον μύθο, με έπιπλα που δεν υπήρχαν ποτέ εκεί, και στο σπίτι και στον περιβάλλοντα χώρο του γιορταζόταν ζωηρά τα γενέθλια, με πληθώρα από σβάστικες ως ντεκόρ, όπως φαίνεται σε αρχειακό υλικό που ανακτήθηκε για την ταινία.
Ο 58χρονος σκηνοθέτης, ο αδελφός του οποίου ζει στη γενέτειρα του Χίτλερ, δηλώνει ότι μέσω του ντοκιμαντέρ επιθυμεί να προειδοποιήσει κατά του ευρέως διαδεδομένου και καθησυχαστικού (αλλά και ψευδούς) ισχυρισμού ότι η Αυστρία ήταν το πρώτο θύμα των Ναζί, ότι ο ναζισμός ήρθε απ’ έξω, και ότι ο Χίτλερ ήταν κάτι σαν εξωγήινος, όταν έξι εκατομμύρια Αυστριακοί ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος, αναλογικά περισσότεροι από τους Γερμανούς, και ανάμεσά τους υπήρξαν επίσης κάποιοι από τους χειρότερους εγκληματίες του καθεστώτος, μεταξύ των οποίων και ο Φρανκ Σταγκλ, ο διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης της Τρεμπλίνκα.
«Το γεγονός ότι το σπίτι του Χίτλερ θεωρείται ως μια ζοφερή έπαυλη του κακού, ενώ είναι ένα απλό σπίτι, σε απαλλάσσει από το να κάνεις έναν σοβαρό προβληματισμό», λέει, «γι’ αυτό και γίνονται όλες αυτές οι διαδικασίες είτε να παραμείνει κλειστό, να κατεδαφιστεί είτε να αναμορφωθεί μέχρι να γίνει αγνώριστο. Το σπίτι θα πρέπει να μας δώσει την ευκαιρία να διαλογιστούμε για το παρελθόν μας, να εξηγήσουμε πώς το κακό μπορεί να αναπτυχθεί από την κανονικότητα. Πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με την αλήθεια και την ενοχή».
Δυστυχώς, όπως δείχνει το ντοκιμαντέρ, οι αυστριακές αρχές, οι οποίες απέκτησαν το σπίτι το 2016 (βρίσκεται υπό την αρμοδιότητα του υπουργείου Εσωτερικών), δεν φαίνονται να έχουν τέτοια διάθεση. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να θέλουν να αφαιρέσουν τη λεγόμενη «πέτρα της ειρήνης», τον μονόλιθο (από το λατομείο του Μαουτχάουζεν) που τοποθετήθηκε το 1989 μπροστά από το σπίτι με την επιγραφή: «Για την ειρήνη, την ελευθερία και τη δημοκρατία. Ποτέ ξανά φασισμός. Τα εκατομμύρια των νεκρών είναι μια προειδοποίηση».
Η απόφαση που τελικά προκρίθηκε για το σπίτι –καθώς ο Σβάιγκερ υπενθυμίζει ότι οι επόμενες εκλογές στην Αυστρία που έχουν προγραμματιστεί για τις 29 Σεπτεμβρίου θα μπορούσαν να αναδείξουν έναν ακροδεξιό καγκελάριο και τότε όλα μπορούν να συμβούν– ήταν να το «εξουδετερώσουν»: να τροποποιήσουν την πρόσοψη και να το μετατρέψουν σε αστυνομικό τμήμα. Τα έργα υποτίθεται ότι θα ξεκινούσαν το 2020 και θα τελείωναν το 2022, αλλά ξεκίνησαν δειλά τον περασμένο Οκτώβριο και τώρα βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Το σπίτι παραμένει σε εκκρεμότητα. Τούτου λεχθέντος, ο προϋπολογισμός των εργασιών έχει εκτοξευθεί από τα 5 εκατ. ευρώ στα 22 εκατ. ευρώ. Το νέο χρονοδιάγραμμα αναφέρει ότι η ανακαίνιση θα ολοκληρωθεί το 2025 και το αστυνομικό τμήμα θα λειτουργήσει το 2026.
Για τον σκηνοθέτη, η απλή αλλαγή της πρόσοψης είναι μια ακριβής μεταφορά για τη σχέση της Αυστρίας με το ναζιστικό παρελθόν της. «Όπως είχε πει και ο Τόμας Μπέρνχαρντ, είμαστε ένα έθνος θεατρίνων, που αλλάζουν την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά στο εσωτερικό τους παραμένουν ίδιοι», λέει. Και βρίσκει σκανδαλώδη την ιδέα του αστυνομικού τμήματος. Όχι μόνο λόγω της ενεργού συμμετοχής της γερμανικής και της αυστριακής αστυνομίας στο Ολοκαύτωμα και της σύνδεσης του σπιτιού του Χίτλερ με μια ένοπλη και ένστολη υπηρεσία («μόνο ένας στρατώνας θα ήταν χειρότερη απόφαση»), αλλά και επειδή, σύμφωνα με ένα έγγραφο, η ανακάλυψη του οποίου παρουσιάζεται στην ταινία, τόσο οι Ναζί όσο και ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν εκείνοι που ήθελαν να του δώσουν μια επίσημη διοικητική χρήση.
«Αποτελεί μια τρομερή ειρωνεία της ιστορίας το γεγονός ότι η απόφαση των δημοκρατικών αρχών της Αυστρίας σχετικά με το σπίτι είναι τόσο πολύ σύμφωνη με τις επιθυμίες του Χίτλερ».
Με στοιχεία από El Pais