Το MJ του Γιώργου Φουρτούνη, που στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας απέσπασε τα βραβεία σκηνοθεσίας, ανδρικής ερμηνείας, σκηνογραφίας, ενδυματολογίας και μακιγιάζ, είναι μια μικρού μήκους ταινία (27 λεπτών) που προσεγγίζει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα μουσικά είδη στην Ελλάδα της τελευταίας τριακονταετίας, την τραπ, με ευαισθησία και χιούμορ. Η ταινία που προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα των ταινιών μικρού μήκους στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας 2024, εκτός από καταπληκτικές ερμηνείες, προβάλλει και μια ρεαλιστική και αντικειμενική αντιμετώπιση ενός φαινομένου που είναι σχεδόν άγνωστο στον περισσότερο κόσμο. Το MJ είναι η τρίτη ταινία του Γιώργου Φουρτούνη που φεύγει από κάποιο φεστιβάλ με βραβεία.
— Γιατί έκανες μια ταινία για την τραπ;
Οι δύο πρώτες ταινίες που έκανα δεν είχαν καμία σχέση με τον MJ. Η πρώτη, το Πίστομα, είναι βασισμένη σε ένα διήγημα του Θεοτόκη, και η άλλη, ο Ίκαρος, ήταν επηρεασμένη από ένα βιβλίο του Φουκό. Παρ’ όλα αυτά, ήδη απ’ το 2012 είχε τύχει να δω ένα βιντεοκλίπ του Snik, το «Κουνήσου δίπλα μου». Ήταν μια περίοδος που τρώγαμε χημικά στο Σύνταγμα και δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προέρχεται και πού πηγαίνει η σκηνή. Ωστόσο, κόλλησα και ξεκίνησα να την παρακολουθώ, την ανάπτυξή της μέσα στα χρόνια. Θυμάμαι, το «Ποιος είμαι» του Light, ήταν τέλειο. Γυρίστηκε στον Δεντροπόταμο και ήταν ένα επικό κλιπ, το καλύτερο της τελευταίας δεκαετίας σε αυτήν τη σκηνή, γιατί ταυτόχρονα περιέχει όλη την αμερικανική μυθολογία, όπλα, γκάνια, ναρκωτικά, γυμναστήρια, αμάξια, αυτός είναι και δεν είναι one of them. Από ένα σημείο και μετά έλεγα χαριτολογώντας σε φίλους πως θα κάνω μια ταινία που θα είναι για έναν τράπερ και θα γίνονται τα εξής πέντε πράγματα: μια συνέντευξη, ένα γύρισμα βιντεοκλίπ, live σε μπιτσόμπαρο, τον πλακώνουν οι αντίπαλοι ράπερ και συναντά τη μητέρα του στο νοσοκομείο. Και μου έλεγαν «άσε που θα κάνεις μια τέτοια ταινία εσύ, που οι ταινίες σου δεν έχουν ούτε μισή κουβέντα». Και, πραγματικά, οι δύο προηγούμενες μαζί αθροιστικά δεν είχαν ούτε είκοσι λέξεις και τώρα οι είκοσι λέξεις ακούγονται στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα. Τότε ούτε ο ίδιος πίστευα πως θα έκανα μια τέτοια ταινία.
Σιγά-σιγά, όμως, συνειδητοποίησα πως η τραπ είναι πιο κοντά μας απ’ ό,τι πίστευα. Ενώ την έβλεπα ως κάτι αξιοπερίεργο, διασκέδαζα πάρα πολύ, είχα μια σύνδεση που δεν μπορούσα να εξηγήσω και τελικά άγγιζε και τον καλλιτεχνικό πυρήνα μου. Ας πούμε, στο σινεμά, αν με έναν μαγικό τρόπο βάζαμε στην εξίσωση το γκροτέσκο και πετούσαμε στον κάλαθο των αχρήστων τη σεμνότητα του δημιουργού, θα γινόταν αυτό ακριβώς το πράγμα – ποιος είναι πιο πετυχημένος, ποιος έχει τα περισσότερα βραβεία, ποιος τα περισσότερα εισιτήρια, ποιος την καλύτερη βαθμολογία στο letterboxd, ποιος είναι ο καλύτερος γενικότερα, κάτι σαν το Chevalier της Τσαγγάρη, Αυτό που για τους τράπερ είναι νόρμα, εμείς το συγκρατούμε με νύχια και με δόντια μέσα μας. Κι έτσι είπα να γράψω το σενάριο. Μπορεί να είναι για έναν τράπερ, αλλά ένιωθα πως έγραφα για μένα και τους ανθρώπους γύρω μου.
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το ότι στη χρυσή εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων και λίγο μετά, που η χώρα έμοιαζε να έχει λύσει όλα της τα προβλήματα και ταξιδεύαμε στο ηλιοβασίλεμα, οι όροι με τους οποίους αντιμετωπίζαμε τον συναισθηματικό μας κόσμο είναι «αγάπησα πολύ, έλα κοντά μου / χωρίσαμε, πόσο πολύ πονάω», δεν υπήρχε κανένα οικονομικό στοιχείο μέσα σ’ αυτό.
— Προσωπικά, άρχισα να βρίσκω ενδιαφέρον στη φάση του τραπ όταν συνειδητοποίησα τα αμερικανικά σύμβολα στα οποία πάτησαν στο ξεκίνημα, και σταδιακά τα έκαναν ελληνικά. Π.χ. τα «μαύρα» λεφτά κυρίως από παράνομες δραστηριότητες, που ήταν ένας τρόπος να δείξουν ότι είναι πετυχημένοι, αλλά κόντρα στο σύστημα, ήταν ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, γιατί στην ουσία αυτή τους είχε θρέψει. Δεν ήθελαν να πληρώσουν φόρους γιατί το σύστημα τους είχε απορρίψει και δεν περίμεναν από πουθενά βοήθεια. Όλα ήθελαν να τα κάνουν μόνοι τους.
Με έναν περίεργο τρόπο η τραπ σκηνή είχε να κάνει με το όραμα σε μια χώρα που δεν είχε κανένα· η σκηνή αυτή είχε το ιδανικό όραμα γι’ αυτήν τη συνθήκη. Και, κυρίως, έδινε όραμα στον Έλληνα μικροαστό που φοβάται να πέσει και φαντασιώνεται την άνοδο σε μια περίοδο που δεν υπήρχαν διέξοδοι ούτε για τους νέους αλλά ούτε και για τους μεγαλύτερους. Αυτή η σκηνή σού έλεγε ότι ναι, αν εστιάσεις στον εαυτό σου και τους γαμήσεις όλους θα τα καταφέρεις. Κι αν δεν τα καταφέρεις, δικό σου το φταίξιμο. Εδώ που τα λέμε, αυτό λέει ακριβώς και ο καπιταλισμός, άρα μικρή η αμαρτία του τραπ.
— Μετά πρόσεξα ότι τα τραπ κομμάτια ήταν το αντίθετο ακριβώς του λαϊκού τραγουδιού όπου έκλαιγαν συνήθως τη μοίρα τους. Δεν είχαν αυτολύπηση και πόνο, δεν είχαν καημό, αντιθέτως είχαν αυτοδοξασμό, περιαυτολογία, μιλούσαν για ηδονή και απόλαυση, επικράτηση έναντι των αντιπάλων και επίδειξη των συμβόλων της νίκης και της χλιδής ως αποτέλεσμα των χρημάτων που κέρδισαν με νόμιμους και παράνομους τρόπους. Μιλούσαν κυρίως για τη νίκη. Οι τράπερ ήρθαν σαν το flip side των λαϊκών.
Είναι ακριβώς το αντίθετο του Πλούταρχου, του Ρέμου, αυτής της περιόδου γενικά. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το ότι στη χρυσή εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων και λίγο μετά, που η χώρα έμοιαζε να έχει λύσει όλα της τα προβλήματα και ταξιδεύαμε στο ηλιοβασίλεμα, οι όροι με τους οποίους αντιμετωπίζαμε τον συναισθηματικό μας κόσμο είναι «αγάπησα πολύ, έλα κοντά μου / χωρίσαμε, πόσο πολύ πονάω», δεν υπήρχε κανένα οικονομικό στοιχείο μέσα σ’ αυτό. Από τη στιγμή που κατέρρευσε όλο αυτό, έγινε ακριβώς το ανάποδο. Τα χρήματα έγιναν το ζητούμενο, ο έρωτας έγινε σεξ.
— Είναι και η πρώτη γενιά που μεγάλωσε με το σεξ –το πορνό– στο λάπτοπ και το κινητό, το οποίο οδήγησε σε άλλου είδους εξοικείωση από αυτή που είχαν οι προηγούμενες γενιές, από την προεφηβική ακόμα ηλικία. Ήταν και η πρώτη φορά που κάποιος μίλαγε για σεξ τόσο ανοιχτά στην ελληνική μουσική, με τη γλώσσα του δρόμου.
Ήταν άλλη η πρόσβαση που είχες στα περιοδικά και στα DVD από αυτή που έχει σήμερα ένα παιδί –και όχι μόνο– από το κινητό. Το φοβερό είναι ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια, πέρα από την οικονομική προσαρμογή της χώρας, έγινε και μια πολιτικοκοινωνική προσαρμογή που έχει να κάνει με τον φιλελευθερισμό· η αγορά άνοιξε σε πεδία που δεν υπήρχαν πριν στη χώρα. Πλέον, το πώς εκφράζεται κάποιος για το σεξ, το πώς το αντιλαμβάνεται, έχει επηρεαστεί καθοριστικά από το πορνό.
— Το πορνό δεν άλλαξε μόνο τις σχέσεις αλλά και την αντίληψη γενικά για τα πράγματα. Όταν στο πορνό η γυναίκα είναι αντικείμενο, το παιδί θεωρεί ότι αυτό είναι ok, κι αυτό κάνει μεγαλύτερο κακό από τον σεξισμό που πιθανώς βλέπει στον περίγυρό του.
Δίνεται η αίσθηση πως δεν είναι μόνο το σεξ που μπορεί να αγοραστεί αλλά και και μια σχέση, ξεκάθαρα με όρους προϊόντος. Η ’90s φαντασίωση του «Nitro», του πλούσιου με το πούρο και τις γυναίκες στο κάμπριο, έχει λουμπενοποιηθεί και κατέλθει στις μάζες, και ανάλογα με το πορτοφόλι του καθενός υπάρχουν και οι αντίστοιχες πλατφόρμες με τις υπηρεσίες τους.
— Έτυχε η τραπ να πέσει και πάνω στην εποχή της ορθότητας, που κάποιες λέξεις δεν μπορούσες να πλέον τις πεις δημόσια, γιατί, όπως κι αν τις χρησιμοποιήσεις, είναι κακοποιητικές.
Δεν νομίζω πως αυτό εμπόδισε, το αντίθετο. Μπορεί να έχουμε κατηγοριοποιήσει λέξεις ως κακοποιητικές, αλλά ο κακοποιητικός λόγος είναι κυρίαρχος. Ρίξτε μια ματιά στα περίπτερα. Ο λόγος των ακροδεξιών φυλλάδων έχει ποτίσει τα πάντα. Όσο πιστεύουμε ότι μπαίνουν κανόνες και περιορισμοί στην κοινωνία, το θηρίο φουντώνει. Το τραπ αντανακλά αυτή την αδυναμία. Η ηλικία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, οι τράπερ είναι αθλητές που έχουν περιορισμένο χρόνο ύπαρξης και από ένα σημείο και μετά πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Ο ηθικός πανικός είναι κι αυτός σημείο του καιρού μας, υπάρχει η ανάγκη να βγάλουμε τη ρετσινιά από πάνω μας, να πιστέψουμε πως δεν έχουμε σχέση με το τραπ αλλά ξέρουμε ότι έχουμε άμεση σχέση και με τη συγκεκριμένη σκηνή αλλά και με τις αξίες της. Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε με τίποτα τη φαντασίωση της ανέλιξης, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε με τίποτα το ΠΑΣΟΚ και τον θρύλο του ΥΠΕΧΩΔΕ. Το τραπ συνεχίζει τον μύθο.
— Δεν ήταν πλασματική η ευημερία των τράπερ, έβγαλε πολλά λεφτά η σκηνή, κάποιοι τουλάχιστον, έτσι άνοιξε ο δρόμος για να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον γενικά για το ελληνικό ραπ, για όλη την σκηνή που μέχρι το 2015 ήταν παγωμένη. Ούτε νούμερα υπήρχαν ούτε ενδιαφέρον, σε τέτοια κλίμακα.
Σίγουρα κάποιοι έβγαλαν χρήματα. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Το τραπ αντικατέστησε το λαϊκό, τις πίστες και τα γαρύφαλλα. Εκεί που ο ράπερ ήταν στην καλύτερη συμπληρωματικός του λαϊκού τραγουδιστή, τώρα τα απομεινάρια των λαϊκών είναι συμπληρωματικά της τραπ σκηνής.
— Ποια είναι η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετώπισες όταν έφτιαχνες την ταινία;
To ’23, η χρονιά που γυρίσαμε την ταινία, ήταν πάρα πολύ δύσκολη σε προσωπικό επίπεδο. Ένιωθα σαν κάποιος να με έχει χτυπήσει στο πρόσωπο. Ήταν ένα τεράστιο άδειασμα, από αυτά που πρέπει να σου συμβούν για να τα πιστέψεις. Υπήρχαν στιγμές που ένιωσα πολύ μόνος. Κάτι έχασα αυτό το διάστημα, αλλά κέρδισα κάποιους ανθρώπους που τώρα νιώθω φίλους. Δεν είμαι σίγουρος πως έχουν καταλάβει πόσο το εκτιμώ αυτό. Ο Θωμάς, η Μαίρη, η Ιωάννα, η Γρηγορία, η Βανέσσα, αλλά και οι φίλοι που ήταν εκεί ακόμα και όταν το καράβι βυθιζόταν, η Ελίνα, ο Γρηγόρης, η Ελένη. Είχα πολύ καιρό να κάνω ταινία και είναι επώδυνο αυτοί που πίστευες ότι θα είναι κοντά σου να μην είναι. Και, φυσικά, ο MJ ήταν μια ουσιαστική καλλιτεχνική πρόκληση γιατί δεν είχα κάνει ποτέ κάτι με πολύ λόγο, πόσο μάλλον μια κωμωδία με πολλούς χαρακτήρες. Το πώς θα στήσουμε τελικά αυτή την ταινία, τι ύφος θα έχει, και το να βρω την ενέργεια να την ολοκληρώσουμε ήταν ένας πραγματικός μαραθώνιος. Στην πορεία έπρεπε να επανεφεύρω τον εαυτό μου, πάνω κάτω όπως οι τράπερ, που αλλάζουν καριέρα όταν μεγαλώσουν. Κάποιοι μου λένε πως έκανα στροφή ή κάτι τέτοιο. Δεν το πιστεύω αυτό, δεν είμαι ένας άλλος άνθρωπος, αγαπάω τις προηγούμενες ταινίες μου και τις πιστεύω. Σίγουρα όμως είναι κουραστικό πυξίδα της ζωής σου να είναι η σκιά σου.
— Είχες πάρει δυο βραβεία όταν έκανες το MJ, τώρα έχεις τρία. Αυτό σου έκανε τη ζωή πιο εύκολη;
Σίγουρα με έχουν βοηθήσει τα βραβεία, αλλά υπάρχουν και στιγμές που είναι σαν να μην υπάρχουν.
— Δεν είναι κάπως βοηθητικά τα τρία βραβεία για να κάνεις μια μεγάλου μήκους π.χ.;
Όχι πάντα. Προσπαθώ τώρα να κάνω μια μεγάλου μήκους για την οποία έχουμε πάρει κάποια χρήματα για την παραγωγής από έναν φορέα, αλλά έχει απορριφθεί από έναν άλλο. Άρα δεν σημαίνουν κάτι τα βραβεία για όλους.
— Αντιμετωπίζονται διαφορετικά οι μικρού μήκους ταινίες στην Ελλάδα, από μια μεγάλου.
Για κάποιον λόγο δεν έχουν την ίδια εμπορική αξία, δεν μπορούν να βρουν διανομή, και συμβαίνει το εξής: όσο πιο μεγάλης διάρκειας είναι μια μικρού μήκους τόσο πιο δύσκολη θεωρείται στη διαχείριση και από τους sales και από τους διανομείς. Όπως και τα φεστιβάλ, που τα περισσότερα έχουν περιορισμό στη διάρκεια τα 20 λεπτά. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό είναι κατάλοιπο της αδράνειας μιας άλλης εποχής, γιατί τώρα τις περισσότερες φορές μια ταινία θα παίξει σε πλατφόρμα. Εκεί δεν την εμποδίζει η διάρκεια ή οι διαφημίσεις ενός προγράμματος.
Στη «βάση», που λένε, βλέπω ξεκάθαρα ότι υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τις μικρού μήκους, ένα ενδιαφέρον που δεν έχει αξιοποιηθεί από καθαρή ατολμία. Όπου παίζονται γίνεται χαμός. Είμαι σίγουρος πως ένα πρόγραμμα 4-5 δυνατών ταινιών έχει πολύ μικρότερο ρίσκο σε σχέση με τις άπειρες μεγάλου μήκους που βγαίνουν στη διανομή. Το μπαλάκι είναι στο τερέν των διανομέων. Δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες.
— Πώς είδες το επίπεδο των ταινιών που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ της Δράμας;
Ήταν πολύ υψηλό και έχουμε περιθώριο να προχωρήσουμε. Έχουμε μπει σε μια περίοδο που έρχονται καινούργια πράγματα και στο ελληνικό σινεμά, και στην ελληνική μικρού μήκους. Υπάρχει ουσιαστική διαφορετικότητα στα θέματα και κυρίως στα εκφραστικά μέσα. Ανυπομονώ να δω τις πρώτες μεγάλου μήκους ανθρώπων που τώρα κάνουν μικρού μήκους.
— Σε καταξιώνει καλλιτεχνικά μια μεγάλου μήκους ταινία, γιατί με μικρού μήκους δεν θεωρείσαι σκηνοθέτης. Όπως δεν θεωρείσαι συγγραφέας με διηγήματα, αν δεν έχεις γράψει μυθιστόρημα.
Συμβαίνει δυστυχώς, αλλά είναι άδικο. Ο Θεοτόκης και μόνο το Πίστομα να είχε γράψει θα ήταν κλασικός συγγραφέας. Υπάρχουν περιπτώσεις μεγάλων σκηνοθετών που η καλύτερη ταινία τους είναι μια μικρού μήκους, όπως ο Roy Andersson. Η καλύτερή του ταινία είναι ο Κόσμος της δόξας. Και η προηγούμενή του είναι φανταστική, μια εκπαιδευτική ταινία για το AIDS. Προοριζόταν για τα σχολεία, αλλά το εκεί υπουργείο έκανε πίσω μόλις την είδε και την τελείωσε μόνος του.
— Ποιοι άλλοι σκηνοθέτες είναι αγαπημένοι σου;
Μου αρέσει πολύ ο Φριτς Λανγκ, μου αρέσει το Μ, είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες, μου αρέσει και ο Φελίνι, οι Νύχτες της Καμπίρια. Μου αρέσει ο Βασιλιάς των λιονταριών, η πρώτη ταινία που θυμάμαι να βλέπω στο σινεμά, που τώρα που μεγάλωσα τον βλέπω και είναι η απογείωση της ταξικότητας – αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να το βλέπω. Μου αρέσουν και τρεις ταινίες που είχα δει αποσπασματικά από μια γωνιά του σαλονιού όταν ήμουν μικρός, από φόβο ή και ντροπή – πολύ αργότερα έμαθα ποια ήταν η καθεμία και τις είδα ολόκληρες. Ήταν η Μονομαχία στο Ελ Πάσο του Λεόνε –θυμόμουν τη μουσική του ρολογιού και το πρόσωπο του Βολοντέ–, το Braindead του Πίτερ Τζάκσον –θυμόμουν την αρχική σεκάνς με την καταδίωξη– και το Βίαιοι, βρόμικοι και κακοί του Έτορε Σκόλα, απ’ όπου θυμόμουν πολύ έντονα όλη αυτήν τη σκηνή στο τραπέζι με το ποντικοφάρμακο στα μακαρόνια. Μου αρέσουν πολύ και οι πρώτες ταινίες του Μπέλα Ταρ. Για παράδειγμα στις Προκατασκευασμένες Σχέσεις είναι φοβερό το πώς γίνεται πολιτικός μιλώντας για ένα ζευγάρι της εργατικής τάξης και τη σχέση τους. Με γοητεύουν οι ταινίες που νιώθω ότι δεν μπορούμε να τις κάνουμε τώρα.
— Μία από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες, το «Happiness» του Τοντ Σολόντζ, πολύ δύσκολα θα γυριζόταν σήμερα.
Ούτε η Μάχη του Αλγερίου του Ποντεκόρβο δεν θα μπορούσε να γίνει τώρα. Δεν είναι μόνο ο τρόπος γυρίσματος αλλά και το πώς βλέπουν αυτές οι ταινίες τη ζωή και τον κόσμο. Σήμερα νιώθουμε ότι πρέπει να μπούμε σε κουτάκια και υπό μία έννοια δεν πράττουμε πολύ διαφορετικά από το τραπ το ορθόδοξο. Νιώθουμε κι εμείς την ανάγκη να μπούμε σε συγκεκριμένο πλαίσιο γιατί, αν βγούμε από αυτό, είμαστε χαμένοι. Μέχρι τα ’90s και τα ’00s ο κόσμος τα έκανε και τα είδε όλα και μετά άρχισε να γίνεται συντηρητικός, οπότε και το τραπ ήταν ένα πράγμα που δεν μπορούσες να το αντιμετωπίσεις, το τοποθετούσες στο παραβατικό. Αν το τραπ είχε βγει δεκαπέντε και είκοσι χρόνια πιο νωρίς, ίσως να είχε διαφορετική αντιμετώπιση.
— Το τραπ πεθαίνει στην Αμερική εμπορικά, βλέπεις ότι η μουσική βιομηχανία στρέφει το ενδιαφέρον της κάπου αλλού, στο τέκνο, στην κάντρι. Και οι μαύροι που έκαναν τραπ έχουν αντικατασταθεί από εθνικιστικές κραυγές του στυλ «ζήτω η Αμερική». Δεν θα αργήσουμε να το δούμε αυτό και στην Ελλάδα.
Έχω την αίσθηση πως ο πυρήνας παραμένει ίδιος, οι αξίες παραμένουν ίδιες. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ένας μοιραίος εξευγενισμός. Η σκηνή προσαρμόζεται σε εκείνους που μεγάλωσαν με αυτήν τη μουσική, αλλά δεν έχουν τις ίδιες ρίζες. Δεν έζησαν το «μπραφ» του 2009, δεν έχουν την ίδια ταξική προέλευση με αυτούς που προηγήθηκαν. Και συμφωνώ με αυτό που είπες, πολύ σύντομα θα γίνει, αν δεν συμβαίνει ήδη, η στροφή της σκηνής στην παράδοση και στην αντίληψη του εαυτού μέσω της πατρίδας. Είναι τρομακτικό και ταυτόχρονα απότοκο μιας διαρκούς πτώσης. Το λέει και ο Ραφαηλίδης, ο φασισμός είναι η συντήρηση του ονείρου και της φαντασίωσης με κάθε τρόπο.
— Πες μου για τους ηθοποιούς.
Την ταινία τη χτίσαμε γύρω από τον Γιώργο και την Εύη. Τον Γιώργο τον ξέρω δέκα χρόνια σχεδόν, απ’ όταν ήταν στη σχολή. Είναι καλός φίλος. Με την Εύη υπήρχε μια αμοιβαία συμπάθεια κι εκτίμηση. Ήθελα πολύ να βρεθεί ο τρόπος να συνεργαστούμε. Οι δυο τους είναι ένα εκρηκτικό δίδυμο, μοιάζουν. Είναι από τους ανθρώπους που δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω. Σε κάθε σκηνή εμφανίζονται για λίγο ή πολύ ηθοποιοί που τους έχω αδυναμία. Πίστη μου είναι πως οι δεύτεροι ρόλοι θέλουν καλούς ηθοποιούς ή ανθρώπους που έχουν αντίληψη του γυρίσματος και του σινεμά. Ο Φωκίωνας, που ήρθε να οδηγήσει το ταξί, μπορεί να φαίνεται ελάχιστα, αλλά μαζί με τον Τριανταφυλλίδη και τον Νικολάκη έχουν δώσει ενέργεια στη σκηνή, που δεν θα υπήρχε με άλλους. Ο Φωκίωνας πραγματικά τούς ντόπαρε μέσα στο ταξί, ακόμα και εκτός κάδρου. Τους άκουγα στ’ ακουστικά, γινόταν χαμός. Το ίδιο θα πω και για τον Λουκιανό που παίζει τον σκηνοθέτη. Μόνο αυτός θα μπορούσε να το κάνει. Γι’ αυτόν το έγραψα κι αυτός έπαιξε. Και μόνο η παρουσία του στο σετ είναι μια εμπειρία. Το ενδιαφέρον και η αγωνία του για την ταινία ήταν συγκινητικά. Και εγώ και ο Κατσής του έχουμε αδυναμία. Κάνω το ίδιο για ταινία του κι αύριο αν χρειαστεί. Με τον Αργύρη έχουμε κάνει ταινία μαζί πριν από πολλά χρόνια και συγκινήθηκα που ήταν και πάλι εκεί, ακόμα και για κάτι μικρό. Λατρεύει το σινεμά. Χάρηκα πολύ με τον Πασσαλή και την Τόνια. Γνωριστήκαμε τώρα για την ταινία και ήταν για μένα αποκάλυψη. Η Τόνια είναι σταρ και μέγας φαν του ελληνικού σινεμά. Ο Χρήστος είναι τρομερός κωμικός ηθοποιός, που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο τον έχουμε τοποθετήσει αλλού στο μυαλό μας. Είναι από τα πιο κουλ άτομα που έχω γνωρίσει. Η Παρασκευή και η Παναγιώτα πήραν τις λίγες ατάκες που είχαν και έφτιαξαν έναν μικρό κόσμο γύρω τους. Είναι πρόσωπα που θέλω να τα βλέπω στο ελληνικό σινεμά. Δεν έχουμε πολλές τέτοιες φιγούρες και ενέργειες.
Δεν πρέπει να ξεχάσω τη Βανέσσα και τη Μαίρη. Είναι μοντέλα, αλλά στην ταινία είχαν ρόλο. Δεν είναι πολύ εύκολο να παίξεις κάτι που κάνεις στη ζωή σου. Και είχαν άνεση και δοτικότητα. Γενικά το ελληνικό σινεμά με τις εντυπωσιακές γυναίκες είναι μαλωμένο.
— Να σχολιάσουμε λίγο τη μάνα του ήρωα, που φαίνεται ότι τον είχε κάνει σε πολύ νεαρή ηλικία, κι αυτό είναι αρκετά αληθινό για πολλούς τράπερ, που έχουν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη μάνα τους.
Είναι και λίγο προϊόν ζωηρής φαντασίας. Με ενδιέφερε γιατί από τη δική μου την πλευρά, τη μικροαστική, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια νεαρή μητέρα, δεν γίνεται, είναι σοκ. Έχω φίλους συνομήλικους που έχουν δυο παιδιά και τους κοιτούν σαν εξωγήινους – αυτό το βρίσκω εξωφρενικό. Αυτή η σχέση με την οικογένεια, με τα παιδιά, είναι κάπως σαν να μετατίθεται στο μέλλον, «όταν θα μεγαλώσουμε», ενώ ακόμα υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που κάνουν παιδιά πάρα πολύ νέοι, γυναίκες που κάνουν παιδιά πάρα πολύ μικρές, και προσπαθούμε να το απωθήσουμε και να πούμε ότι δεν υπάρχει.
— Είναι λαϊκής τάξης η μαμά; Γιατί κάπως δείχνει ότι δεν είναι από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον γιο της.
Είναι μικροαστή, από τη Νέα Φιλαδέλφεια, την Πετρούπολη ή και του Ζωγράφου. Τις αγαπώ αυτές τις περιοχές. Ο Μιχάλης έχει μεγαλώσει με τους παππούδες του. η μητέρα του είναι πιο πολύ σαν μεγάλη αδερφή του και της το χρεώνει, αυτήν τη σχέση που δεν ήταν στην πραγματικότητα ποτέ μητρική, ενώ δεν είναι το ίδιο. Κι εγώ μεγάλωσα με τους παππούδες μου και τη μητέρα μου. Η γιαγιά μου με πήγαινε στο σχολείο. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια, μαθηματικός, και γύριζε στο σπίτι εξαντλημένη το απόγευμα.
— Τι άλλο κάνεις, καλλιτεχνικά;
Προσπαθώ για μια μεγάλου μήκους που την τρέχω αρκετό καιρό, να δούμε πώς μπορεί να γίνει. Δεν είναι εύκολο, ειδικά το χρηματοδοτικό κομμάτι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Υπάρχει πλέον ένας «πληθωρισμός» στα μπάτζετ και μια ταινία που πριν από δέκα χρόνια μπορούσε να γίνει με 300 χιλιάρικα, τώρα είναι του ενός εκατομμυρίου. Πλέον οι ταινίες, για να γίνουν «σωστά», πρέπει να είναι ευρωπαϊκές συμπαραγωγές, φαινόμενο χρονοβόρο και σταδιακά υπό εξαφάνιση. Κάθε χώρα κλείνεται στο καβούκι της.
— Στο μεταξύ, και μόνο η ύπαρξη του όρου «ευρωπαϊκή συμπαραγωγή» δίνει την αβάντα στους δικούς μας κρατικούς φορείς να θεωρούν ότι δεν χρειάζεται να χρηματοδοτήσουν επαρκώς μια ταινία ώστε να μπορεί να γυριστεί, θεωρούν δεδομένο ότι θα βρεις λεφτά και από το εξωτερικό.
Στο φούσκωμα των μπάτζετ που ανέφερα πριν έπαιξε μεγάλο ρόλο και η δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Οπτικoακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) πριν από κάποια χρόνια. Οι ελληνικές παραγωγές προσαρμόστηκαν στη λογική των μεγάλων ξένων παραγωγών χωρίς να έχουν τα μέσα και τους προϋπολογισμούς αυτών. Τώρα υπάρχει ένα πάγωμα με τη συνένωση Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και ΕΚΟΜΕ. Να πω ότι το ΕΚΟΜΕ, το cash rebate δηλαδή, δεν είναι χρηματοδότηση, είναι επενδυτικό κίνητρο. Σου λένε, αν φτιάξεις κάτι που κάνει δέκα, το τελειώσεις και το εξοφλήσεις, θα σου δώσω ένα μέρος πίσω. Για τις ελληνικές ταινίες αυτή η επιστροφή είναι κομμάτι του μπάτζετ της ταινίας. Υπάρχουν αυτήν τη στιγμή που μιλάμε πολλές-πολλές ελληνικές ταινίες που ακόμα περιμένουν είτε να πάρουν την επιστροφή του ΕΚΟΜΕ είτε να γίνει απλώς δεκτό το αίτημα υπαγωγής τους. Μιλάμε για διάστημα αναμονής πέραν του ενός έτους. Και η εξόφληση έχει γίνει στο μεταξύ από παραγωγούς ή σκηνοθέτες με δάνεια και «σκοτωμένα» κτήματα. Αυτά, βέβαια, δεν είναι και πολύ καλλιτεχνικά. Όσο περιμένω, λοιπόν, να δω τι θα γίνει με τη μεγάλου μήκους μαζεύω υλικό για σενάρια. Μ’ αρέσει πολύ να γράφω. Έχω δυο ιδέες που με ιντριγκάρουν. Η μία έχει να κάνει με μια larger than life περσόνα της trash τηλεόρασης της δεκαετίας του ’90 και η άλλη με έναν ψευδοπροφήτη εξορκιστή. Υπάρχουν φίλοι που μου λένε να κάνω τον MJ μεγάλου μήκους – ίσως. Καθετί γύρω μας μοιάζει να είναι φτιαγμένο για να μας ξεκόβει από την ουσία της δουλειάς μας. Το παραγωγικό κομμάτι του σινεμά είναι μια συνεχής διάσπαση προσοχής.
— Πώς το βλέπεις το νέο ελληνικό σινεμά που έρχεται;
Σίγουρα δεν είναι πια weird. Έχει επιρροές από παντού αλλά και μια δικιά του ταυτότητα με πολύ διαφορετική σχέση και επικοινωνία με τον κόσμο. Το Digger του Γρηγοράκη, το Πρόστιμο του Μπόγρη, το Holy Emy της Αρασέλης Λαιμού είναι τρεις διαφορετικές ταινίες που σχεδόν δεν ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτές. Και ανέφερα μόνο τρεις, δεν είναι μόνο αυτές, τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν κι άλλες. Δεν είμαστε πια στα ’90s, στη σκιά των μεγάλων δημιουργών αλλά και μιας σχεδόν οργανωμένης εχθρότητας. Δείτε τη θρυλική εκπομπή με τον Ραφαηλίδη και τον Σαββόπουλο και θα καταλάβετε. Τώρα πιστεύω πως υπάρχει μια ορμή που δεν μπορεί πλέον να συγκρατηθεί.
Παλεύουμε, βέβαια, ακόμα με το τι είναι ελληνικό. Έχει γίνει μεγάλη κουβέντα τελευταία περί της ανάδειξης της χώρας στο εξωτερικό με ταινίες που βασίζονται στη λογοτεχνία μας και στις χαμένες πατρίδες, εμμέσως πλην σαφώς μέσω ενός ιδιάζοντος εθνικισμού. Ο εθνικισμός όμως στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με την ελληνικότητα. Ο Κυνόδοντας, για παράδειγμα, είναι πραγματικά ελληνικός, γι’ αυτό έχει αφήσει το στίγμα του. Οι ξένοι μπορεί να μην το καταλαβαίνουν, αλλά η λειτουργία του είναι τόσο ισχυρή που αγγίζει κάτι που εν τέλει έχει να κάνει με όλους τους ανθρώπους. Ο λόγος του weird σινεμά είναι γέννημα-θρέμμα της προβληματικής σχέσης που έχουμε με την ελληνική γλώσσα. Σχολιάζει την υποκρισία που υπάρχει στον λόγο της εξουσίας στην Ελλάδα και τελικά σε όλο τον κόσμο. Είναι αστείο, γιατί αν μεταφράζαμε στα ελληνικά διάσημες σκηνές από κλασικές αμερικανικές ταινίες θα μας έλουζε κρύος ιδρώτας. Θα λέγαμε πως αυτά δεν γίνονται. Μας σοκάρει η χυδαιότητα της ελληνικής γλώσσας, όπως συμβαίνει στο τραπ, και θέλουμε να την αποφύγουμε κακήν κακώς, καταλήγοντας να είμαστε πιουρίστες. Αναζητούμε από τα σαλόνια και τα χίπστερ καφέ μια διέξοδο στο παρελθόν, τότε που οι άνθρωποι ήταν «κύριοι και κυρίες και κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα». Όταν η κοινωνία συντηρικοποιείται το παρελθόν, ακόμα και το πιο χυδαίο, παρουσιάζεται σαν όαση.
Η ταινία παίζεται στις Νύχτες Πρεμιέρας (2-14/10). Συνολικά οι βραβευμένες στη Δράμα ταινίες θα προβληθούν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στις αρχές Νοεμβρίου και στην Ίριδα από 24 ως 27/10.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.