ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ «ΕΡΓΑΛΕΙΟ» που θα καθορίσει την πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα, σε μια οικονομία και μια κοινωνία δηλαδή πλήρως απεξαρτημένες από τα ορυκτά καύσιμα, με μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, είναι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Για να υλοποιηθεί, προβλέπει επενδύσεις της τάξεως των 17,4 δισ. τον χρόνο για την επόμενη 25ετία. Τα βήματα και τα στάδια για την πράσινη μετάβαση της Ελλάδας, που διατρέχουν κάθε πτυχή της κοινωνίας και της οικονομίας, καταγράφονται σ’ αυτό το σχέδιο.
Στο επίκεντρο του σχεδίου είναι η ενέργεια και η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου σε όλο το φάσμα της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, από τη βιομηχανία, τον κατασκευαστικό τομέα, τη γεωργία, τις μεταφορές, μέχρι την οικιακή χρήση και τον τρόπο και το είδος της ενέργειας που καταναλώνει κάθε ένας από εμάς.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα περιλαμβάνει τρία στάδια υλοποίησης, τα οποία διατρέχουν αντιστοίχως τρεις χρονικές περιόδους, από το 2025 έως το 2030, από το 2030 μέχρι το 2040 και, τέλος, από το 2040 έως το 2050.
Η σύνταξη και η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα δεν αποτελεί εθνική πρωτοβουλία. Είναι υποχρέωση κάθε χώρας-μέλους της Ε.Ε. να αποτυπώσει τον δικό της τρόπο δράσης, τον δικό της στρατηγικό σχεδιασμό, αποκρυπτογραφώντας τις ιδιαιτερότητές της, που απορρέουν από τα κλιματολογικά και γεωγραφικά της χαρακτηριστικά και τις δικές της ανάγκες.
Μ’ αυτό το σχέδιο, το οποίο θα πρέπει να κάνει πράξη, κάθε χώρα θα συμβάλει στον κοινό ευρωπαϊκό κλιματικό στόχο, ο οποίος έχει δύο ενδιάμεσους σταθμούς: τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 58% ως το 2030 και κατά 80% ως το 2040.
Τα τρία στάδια του σχεδίου για την ενεργειακή μετάβαση
Πώς θα γίνουν όμως όλα αυτά; Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα περιλαμβάνει τρία στάδια υλοποίησης, τα οποία διατρέχουν αντιστοίχως τρεις χρονικές περιόδους, από το 2025 έως το 2030, από το 2030 μέχρι το 2040 και, τέλος, από το 2040 έως το 2050.
Η παρουσίαση του αναθεωρημένου σχεδίου πραγματοποιήθηκε σε ειδική εκδήλωση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία περιγράφηκαν από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος τα τρία στάδια που θα μας οδηγήσουν στην ευόδωση των στόχων του. Ο Θόδωρος Σκυλακάκης, υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ισχυρίζεται, μάλιστα, πως εφόσον οι στόχοι του σχεδίου αυτού υλοποιηθούν, «για πρώτη φορά μετά τη βιομηχανική επανάσταση η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αποκτήσει ενεργειακή εθνική ανεξαρτησία». Υποστηρίζει ότι «το σχέδιο αυτό αλλάζει το βαθύτερο οικονομικό υπόβαθρο της χώρας. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη θα γίνεται μπροστά στα μάτια μας τα επόμενα χρόνια και δεν θα την πιστεύουμε».
Βήμα 1: Αύξηση φωτοβολταϊκών, αιολικών, δημιουργία υπεράκτιων αιολικών και αυλαία για λιγνίτη
Ας δούμε όμως ποια θα είναι η εξέλιξη των τριών αυτών σταδίων και τι θα αρχίσει να συμβαίνει στην πρώτη φάση του σχεδίου, που αφορά την πενταετία 2025-2030.
Κατά την πρώτη περίοδο, λοιπόν, επιταχύνεται και αυξάνεται η διείσδυση των αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων στο ενεργειακό σύστημα. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του νέου συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην πορεία προς τη μετάβαση της χώρας, όπως και στη συνέχεια.
Έως το 2030, η εγκατεστημένη ισχύς από φωτοβολταϊκά και χερσαία αιολικά θα διπλασιαστεί. Παράλληλα, στο ενεργειακό σύστημα θα μπουν και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, τα οποία θα αναπτυχθούν στις ελληνικές θάλασσες και θα αποτελούνται από έργα σταθερής έδρασης (fixed bottom) αλλά και από πλωτά έργα.
Στο ΕΣΕΚ καταγράφεται, μάλιστα, ότι στο τελικό στάδιο τα υπεράκτια αιολικά πάρκα θα παραγάγουν το 43,7% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειαζόμαστε, κατέχοντας μόνο το ένα έβδομο από τη συνολική ισχύ του συστήματος παραγωγής ενέργειας.
Προς το τέλος της δεκαετίας, το 2028, θα αποσυρθεί από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ο λιγνίτης, οπότε και ολοκληρώνεται η απολιγνιτοποίηση της χώρας, που αποτελεί κυβερνητική δέσμευση. Την ίδια περίοδο θα επιταχυνθεί η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (εξηλεκτρισμός). Στον κτιριακό τομέα θα μπουν οι αντλίες θερμότητας σε μεγάλη κλίμακα, ενώ θα συνεχιστούν οι ανακαινίσεις των ενεργειακών αναβαθμίσεων.
Η Αλεξάνδρα Σδούκου, υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υποστήριξε ότι στην πενταετία 2025-2030 «μπαίνουν οι βάσεις για το μέλλον» και πως «φυτεύουμε τον σπόρο για τις τεχνολογίες της επόμενης ημέρας».
Στην πενταετία αυτή πραγματοποιούνται οι πρώτες επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται από ρυπογόνες βιομηχανίες. Παράλληλα, αρχίζει η σταδιακή είσοδος και νέων, καθαρών μορφών ενέργειας, όπως το βιομεθάνιο και το υδρογόνο.
Αυτή την περίοδο επίσης σχεδιάζονται τα νέα έργα των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, τα οποία θα υπερδιαπλασιάσουν την ικανότητα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από και προς την Ελλάδα. Επιταχύνονται επίσης οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιών, δηλαδή η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων.
Μετά τα έργα που ολοκληρώθηκαν στις Κυκλάδες, η επόμενη διασύνδεση, που θα ολοκληρωθεί το 2025, σύμφωνα με το υπουργείο, είναι της Κρήτης με την Αττική, ενώ προχωρούν οι αντίστοιχες διασυνδέσεις των Δωδεκανήσων και του Βορείου Αιγαίου.
Η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας από την ηπειρωτική Ελλάδα στα νησιά μέσω υποθαλάσσιων καλωδίων απαλλάσσει τα νησιά από τους ρυπογόνους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που υπήρχαν σ’ αυτά και λειτουργούσαν με εισαγόμενο, ακριβό πετρέλαιο, η τιμή του οποίου διαμορφωνόταν ανάλογα με τη διακύμανση των διεθνών τιμών.
Το υπουργείο υποστηρίζει ότι οι διασυνδέσεις αυτές απαλλάσσουν τους καταναλωτές από τις χρεώσεις Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), οι οποίες βαρύνουν τους λογαριασμούς του ρεύματος.
Αυτές οι χρεώσεις, που πληρώνονται από τους καταναλωτές ανεξαρτήτως από τον πάροχο τον οποίο θα επιλέξουν, εισπράττονται ώστε οι κάτοικοι των μη διασυνδεδεμένων νησιών να μπορούν να προμηθευτούν ρεύμα σε τιμές ίδιες με αυτές που ισχύουν για τους κατοίκους της ηπειρωτικής χώρας, παρότι το κόστος παραγωγής ρεύματος στις περιοχές αυτές είναι πολύ πιο υψηλό. Η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Α. Σδούκου ανέφερε ότι όταν ολοκληρωθεί η διασύνδεση Κρήτης - Αττικής, κόστους περίπου 1 δισ. ευρώ, «θα μας γλιτώνει τον χρόνο 350 εκατομμύρια ευρώ σε ΥΚΩ».
Βήμα 2: Κυριαρχία των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
Τη δεκαετία 2030-2040 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να κυριαρχεί και να εξηλεκτριστούν… τα πάντα. Προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο είναι η ηλεκτρική ενέργεια να παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι οποίες είναι όλες αυτές που αναφέρθηκαν στο πρώτο βήμα. Στη δεκαετία αυτή η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ θα πρέπει να ανέλθει στο 95,6%.
Αφού «καθαρίσει» η ηλεκτρική ενέργεια, αυτή την περίοδο θα επιταχυνθεί ο εξηλεκτρισμός στα κτίρια, στις μεταφορές και στη βιομηχανία. Βέβαια, φτάνοντας σ’ αυτό το σημείο, δεν αρκεί να παράγεις ενέργεια από ΑΠΕ, θα πρέπει να μπορείς και να την αποθηκεύεις. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τις ΑΠΕ είναι απρόβλεπτη. Δεν μπορεί να αυξομειωθεί κατά το δοκούν η ενέργεια που παράγουν ο ήλιος και ο άνεμος, ώστε να καλύπτει τη ζήτηση που υπάρχει ανά πάσα στιγμή.
Αυτό στη γλώσσα της ενέργειας ονομάζεται «στοχαστικότητα» των ΑΠΕ, ένας χαρακτηρισμός που μάλλον έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης αυτής. «Η στοχαστικότητα των ΑΠΕ θα ισοσκελιστεί με αποθήκευση», λένε από το υπουργείο, καθώς οι επενδύσεις σ’ αυτόν τον τομέα, που θα αποθηκεύουν την πλεονάζουσα παραγωγή ενέργειας και θα τη διοχετεύουν στο σύστημα όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο, έχουν ξεκινήσει. Για το υπουργείο εδώ «κρίσιμο ρόλο θα παίξουν τα αντλησιοταμιευτικά, που επιτρέπουν ένα πιο βαθύ “μαξιλάρι ασφαλείας”», όπως ισχυρίζονται. Οι αντλησιοταμιευτικοί σταθμοί είναι υδροηλεκτρικά έργα μαζικής αποθήκευσης ενέργειας, που λειτουργούν ως φυσικές μπαταρίες αποθήκευσης.
Ο στόχος που τίθεται για την αποθήκευση των ΑΠΕ στο Εθνικό Σχέδιο είναι να δημιουργηθούν συστήματα αποθήκευσης ισχύος 6,2 γιγαβάτ (GW), τα οποία θα έχουν δυνατότητα αποθήκευσης 27,5 γιγαβατώρων (GWh) ενέργειας, ενώ η ισχύς αυτή θα τριπλασιαστεί το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ.
Βήμα 3: Η ώρα της ναυτιλίας και της αεροπλοΐας
Η βασική προσπάθεια στην τελευταία δεκαετία (2040-2050) του ελληνικού σχεδίου στρέφεται στους τομείς που είναι οι πλέον δύσκολοι όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Το υπουργείο Περιβάλλοντος κατατάσσει σ’ αυτήν τη δύσκολη κατηγορία διάφορα τμήματα της βαριάς βιομηχανίας, τη ναυτιλία και την αεροπλοΐα.
Την περίοδο αυτή θα δοθεί προτεραιότητα στην παραγωγή συνθετικών καυσίμων για την αεροπλοΐα και τη ναυτιλία, στην υδρογονοκίνηση για τις βαριές οδικές μεταφορές αλλά και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας του «πράσινου» υδρογόνου.
Το υδρογόνο μέχρι σήμερα παράγεται με τη χρήση ορυκτών καυσίμων, κυρίως φυσικού αερίου. Όταν, όμως, η παραγωγή τροφοδοτείται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το υδρογόνο που προκύπτει είναι «πράσινο». Υποστηρίζεται ότι η ανάπτυξή του μπορεί να οδηγήσει στην απανθρακοποίηση της ναυτιλίας και άλλων βιομηχανιών που δεν μπορούν εύκολα να λειτουργήσουν με ηλεκτρισμό.
Ωστόσο, η παραγωγή και η διανομή υδρογόνου θεωρείται προς το παρόν πολύ ακριβή υπόθεση, γιατί απαιτεί κοστοβόρες αλλαγές στον εξοπλισμό των επιχειρήσεων και είναι δύσκολο και εξίσου ακριβό να κατασκευαστούν υποδομές και δίκτυα διανομής υδρογόνου.
Οι επενδύσεις και η ενεργειακή ανεξαρτησία
Στις εκτιμήσεις του ελληνικού σχεδίου για την ενεργειακή μετάβαση υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα, από καθαρά εισαγωγική χώρα ηλεκτρικής ενέργειας, το 2025 θα μετατραπεί σε εξαγωγέα ενέργειας. Θα μπορεί να πουλάει 3,5 τεραβατώρες ετησίως, και πάνω από 11 το 2045, όταν σήμερα εισάγει πάνω από 3 τεραβατώρες.
Το εγχείρημα, βέβαια, «που θα οδηγήσει στην εθνική και ενεργειακή ανεξαρτησία», όπως ανέφερε ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ο ίδιος υποστήριξε ότι απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες, μαζί και με τις δαπάνες για τη διαχείριση των κλιματικών καταστροφών και τις επενδύσεις για την πρόληψη, υπερβαίνουν κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας: «Επτά προϋπολογισμοί του κράτους δεν χωράνε για να επιδοτήσεις αυτήν τη μετάβαση. Το λέω για να είμαστε ρεαλιστές, σε αυτούς που κοιτούν το ΕΣΕΚ και βλέπουν μέσα εύκολες επιδοτήσεις».
Ισχυρίζεται ότι το «κλειδί» είναι «οι αποτελεσματικές επενδύσεις που απαιτούν φορείς που να είναι υγιείς, για να μπορούν να δανείζονται και να αποπληρώνουν τις επενδύσεις αυτές μέσα από τον δανεισμό και προπαντός απαιτούν να μην κάνουμε μεγάλα λάθη». «Φτιάξαμε», σχολίασε, «κατά καιρούς, θηριώδη εργοστάσια, τα οποία τώρα θα χρειαστεί να κλείσουν, όταν καλά-καλά δεν πρόλαβαν να ανοίξουν, γιατί δεν είναι πια οικονομικά αποτελεσματικά».
Ένα σχόλιο με σαφή αναφορά σε λιγνιτική μονάδα της δυτικής Μακεδονίας που επιδοτήθηκε με δύο δισ. ευρώ και θα κλείσει μετά το 2025 λόγω της απολιγνιτοποίησης.
Πόσο δίκαιη θα είναι η ενεργειακή μετάβαση
Η ενεργειακή μετάβαση όμως πρέπει να είναι δίκαιη, όπως προβλέπει η Κομισιόν, και να μην αφήσει απέξω ευάλωτους πολίτες αλλά και μια ισχυρή πλειοψηφία που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις χρεώσεις της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ΕΣΕΚ θα πρέπει να έχει ισχυρή πρόνοια για την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας, αλλά και να ενισχύει, σ’ αυτή την περίοδο των κοσμογονικών αλλαγών, την ενεργειακή δημοκρατία, το δικαίωμα δηλαδή της συμμετοχής και παρέμβασης των πολιτών στην ενεργειακή αγορά. Από το υπουργείο υποστηρίχθηκε ότι «η δημιουργία ενεργών καταναλωτών είναι από τις βασικές προτεραιότητές μας, προωθώντας τα τελευταία χρόνια την αυτοκατανάλωση, με συγκεκριμένα μέτρα και προγράμματα».
Τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από την ενεργειακή μετάβαση προσδιορίστηκαν μέσα από τα αποτελέσματα μελέτης την οποία ανέθεσε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας στη McKinsey, η οποία ανέλυσε την επίπτωση του ΕΣΕΚ σε 44 κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Ως βάση μελέτης ελήφθη το σύνολο των προβλεπόμενων επενδύσεων, το ύψος των οποίων ανέρχεται στα 436 δισ. ευρώ ως το 2050. Όπως ανέφερε η Αλεξάνδρα Σδούκου, «η μελέτη έδειξε ότι οι επενδύσεις αυτές θα έχουν θεαματικό αντίκτυπο και στην απασχόληση. Εκτιμάται λοιπόν ότι για την υλοποίηση της μετάβασης θα απαιτηθούν περίπου 210 χιλιάδες θέσεις εργασίας σε ετήσια βάση, μόνιμες και σταθερές για όλη την περίοδο 2025-50».
Πρόκειται, όπως είπε, «για ποσοστό της τάξεως του 5% σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού». Οι επενδύσεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα θα συνεισφέρουν επίσης «6 δισ. ευρώ ως Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία σε ετήσια βάση για όλη την περίοδο 2025-50. Μιλάμε για συνεισφορά περίπου 2,5% στο ΑΕΠ, κάθε έτος από τώρα ως το 2050», σχολίασε.
Ζητούμενο «η πολύ φθηνή και άφθονη καθαρή ενέργεια»
Το ζητούμενο βέβαια συνεχίζει να είναι «η πολύ φθηνή και άφθονη καθαρή ενέργεια» που το υπουργείο υποστηρίζει ότι θα προκύψει από τις επενδύσεις αυτές. Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν δείχνουν ότι το κόστος της ενέργειας θα βαίνει μειούμενο τις επόμενες δεκαετίες. Όπως ανέφερε η κ. Σδούκου, το κόστος σήμερα ανέρχεται στα 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα, στο τέλος της δεκαετίας θα πέσει στα 139 ευρώ, για να φτάσει στα 95 ευρώ το 2050.
Όλα αυτά θα γίνουν εφόσον ευοδωθούν οι στόχοι του ΕΣΕΚ. Μέχρι τότε όμως τι γίνεται; Το υπουργείο υποστηρίζει ότι η χώρα έχει επιδόσεις-ρεκόρ στη διείσδυση των ΑΠΕ, καθώς ο ηλεκτρισμός που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ανέρχεται στο 57%, κάτι που δεν αντανακλάται στις χρεώσεις των λογαριασμών.
Το επόμενο διάστημα το υπουργείο Περιβάλλοντος θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της ηλιακής ενέργειας, μετακινώντας τη φθηνή νυχτερινή χρέωση το μεσημέρι, την ώρα που τα φωτοβολταϊκά παράγουν περίσσια ηλεκτρική ενέργεια, που είναι η φθηνότερη της ημέρας. Το επόμενο διάστημα θα ανακοινώσει επίσης πώς θα εφαρμοστούν οι νέες ζώνες των μειωμένων χρεώσεων.
Το άφαντο Χωροταξικό για τις ΑΠΕ
Παραμένει οξύμωρο το γεγονός ότι, ενώ έχει συνταχθεί το ΕΣΕΚ, το οποίο παρουσιάζει ακριβείς προβλέψεις για το σύνολο των επενδύσεων που θα πρέπει να γίνουν σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας για να επιτύχει η χώρα τους κλιματικούς στόχους, το Χωροταξικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ είναι άφαντο.
Το αναθεωρημένο Ειδικό Χωροταξικό των ΑΠΕ θα προσδιορίζει πού μπορούν να αναπτυχθούν τα έργα, τα οποία απαιτούν και ταχεία ανάπτυξη, αλλά και ποια σημεία και τόποι εξαιρούνται, ώστε να μη βάλλεται η προστασία του περιβάλλοντος και τα ευαίσθητα προστατευόμενα οικοσυστήματα της χώρας.
Η αναθεώρηση του Χωροταξικού Σχεδίου για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας κρίθηκε αναγκαία, καθώς το πρώτο σχέδιο θεσπίστηκε το 2008 και θεωρήθηκε ξεπερασμένο, αφού βασίστηκε σε στοιχεία της δεκαετίας του 2000.
Η μελέτη είναι έτοιμη από το 2022, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια γίνονται συνεχείς τροποποιήσεις, βάσει νέων κατευθύνσεων που δίνονται από τη Γενική Γραμματεία Χωρικού Σχεδιασμού του υπουργείου Περιβάλλοντος. Το 2023 αναμενόταν να βγει στη δημόσια διαβούλευση, ενώ μέσα στο καλοκαίρι πήρε νέα παράταση η ολοκλήρωσή του, έως το τέλος του χρόνου.
Το ΕΣΕΚ, κατά κοινή παραδοχή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος, είναι φιλόδοξο, αλλά, όπως υποστηρίζει, εμφορείται από ρεαλισμό. Μένει να φανεί πώς θα εξελιχθεί η υλοποίησή του.