ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ στο Λος Άντζελες, αυτές οι μέρες είδαν και την περίφημη στροφή του Μαρκ Έλιοτ Ζούκερμπεργκ προς περισσότερη «αρρενωπότητα». Η συζήτηση του ιδρυτή του Facebook με γνωστό φιλοτραμπικό παρουσιαστή έγινε ανάρπαστη ως μία ακόμα απόδειξη απομάκρυνσης της Meta από τις λεγόμενες woke «παρεκκλίσεις» και ως προσχώρηση του ιδρυτή του Facebook στο ρεύμα. Ως γνωστόν, η εκτόξευση του Έλον Μασκ στην καρδιά του ανερχόμενου συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ ενθάρρυνε την προσχώρηση κι άλλων μεγα-στελεχών του Big Tech στον χορό της τραμπικής προσδοκίας.
Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για την αλλαγή στάσης πολλών από τους CEOs της Σίλικον Βάλεϊ απέναντι στη νέα κατάσταση. Το σχόλιο έχει στεγανοποιήσει κάποιες επικρίσεις ιδίως για την προσωπικότητα του Μασκ. Η συνηθισμένη εκδοχή (και στον ελληνικό Τύπο) είναι ότι πρόκειται για παιχνίδια επιχειρηματικής επιρροής μαζί με τις ιδιοσυγκρασιακές λόξες ενός ή λίγων ατόμων. Άνθρωποι και φορείς που έχουν διευκολύνει με τις πράξεις, τις παραλείψεις και τις ιδεολογικές τους λαθροχειρίες την ακραία ισχυροποίηση των τεχνοκαπιταλιστών δείχνουν πλέον τον Μασκ ως «επικίνδυνο». Πολιτικοί και παρατηρητές (ιδίως εκλαϊκευτές ζητημάτων τεχνολογικού μετασχηματισμού στον Τύπο) εκφράζουν αγανάκτηση ή ανησυχία για «άστοχες» παρεμβάσεις και δηλώσεις. Και τώρα συναντά κανείς ένα σούσουρο αποδοκιμασιών και για τον Ζούκερμπεργκ. Πολλά δημοσιεύματα αναφέρουν την ανάσχεση του diversity, τάση που θα ενδυναμωθεί με την εμπέδωση της καινούργιας πολιτικής συνθήκης.
Ακόμα και τώρα που πολλοί σπεύδουν να επικρίνουν τις αναρτήσεις του Μασκ ή κάποια λόγια του Ζούκερμπεργκ, πολύ λίγοι τολμούν να θίξουν το ταμπού, που είναι η κυριαρχία ιδιωτών σε υποδομές και τεχνολογίες τόσο κρίσιμες για την κοινωνική οργάνωση και τον έλεγχο της ζωής μας.
Αν δεν θέλουμε, ωστόσο, να υποκρινόμαστε ηθικολογώντας, καλό είναι να κοιτάξουμε τη συνολική περίσταση και όχι κάποιες αποσπασματικές της πλευρές. Τι είπε αλήθεια ο Ζούκερμπεργκ; Σκέφτεται, λέει, να εξισορροπήσει τις λεγόμενες συμπεριληπτικές ευαισθησίες, επανεκτιμώντας μια πιο επιθετική και «αρρενωπή» στάση. Θεωρεί, μάλιστα, πως αυτή η στάση είναι αναγκαία και θετική και για το περιβάλλον των επιχειρήσεων. Είναι αυτό που θα λέγαμε επιστροφή στη σκληρότητα γιατί «μαλακώσαμε υπερβολικά». Και σε αυτήν τη νέα στάση τον βοήθησαν και οι «πολεμικές τέχνες».
Πολλοί –και στις ΗΠΑ και στη δική μας χώρα– χαίρονται με όλα αυτά τα σήματα, πιστεύοντας πως ανακόπτουν την υπερβολική πολιτική ορθότητα. Επιμένουν, με άλλα λόγια, να συσχετίζουν το τραμπικό ρεύμα με μια ψυχοπολιτισμική αντίδραση στον woke φιλελευθερισμό, παραβλέποντας εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα του μετασχηματισμού τον οποίο ζούμε: το ότι έχουμε μπει σε έναν κύκλο προσαρτήσεων, επεκτάσεων και επιθετικών κινήσεων. Ήδη οι άνθρωποι του Τραμπ σχετίζουν τα πλάνα «αγοράς» χωρών με ζητήματα εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αυτή είναι, λοιπόν, η στιγμή στην οποία ο Ζούκερμπεργκ επαναξιολογεί θετικά τις «αρρενωπές» στάσεις· η συγκυρία κατά την οποία υπάρχουν αξιωματούχοι και δημόσια πρόσωπα που παραδέχονται ανοιχτά πως κατέχονται από κάποια ιμπεριαλιστική δίψα. Οι όροι «ιμπεριαλισμός» και «νεο-αποικιοκρατία» γράφονται στην «Washington Post», στο «New Yorker», στη «Monde». Μέχρι και εμβληματικές φιγούρες του κεντρώου φιλελευθερισμού, όπως ο Φαρίντ Ζακάρια, παραδέχονται την ιμπεριαλιστική στροφή, παρά το ότι για καιρό έλεγαν πως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας ήταν η «πόλωση» (και ο λαϊκισμός).
Αν δεν θέλει, λοιπόν, κανείς να φαντασιώνεται πως η Meta και οι άλλοι παίκτες σκοτίζονται τώρα για κάποια «διόρθωση της πολιτικής ορθότητας», πρέπει να παραδεχτεί κάτι πολύ πιο άβολο για τη συμβατική πολιτική σκέψη που σκέφτεται ακόμα και το 2025 με όρους εκσυγχρονισμού και αναχρονισμού: ότι μια νέα ιμπεριαλιστική και αποικιακή φαντασία διασχίζει τον καπιταλισμό της τεχνητής νοημοσύνης και τον συνενώνει με τα σχέδια για αναδιάταξη ισχύος των παγκόσμιων και περιφερειακών παικτών. Τον τελευταίο χρόνο έχει γίνει καθαρό ότι ο «αναθεωρητισμός» δεν αφορά μόνο τις λεγόμενες απολυταρχικές και αυταρχικές δυνάμεις, μεγάλες ή μικρομεσαίες. Η ώθηση για τεράστια ελευθερία δράσης έφερε αντικειμενικά πολύ κοντά το επιτελείο Τραμπ με τους παράγοντες του Big Tech. Παρά την περιφρόνηση, τις πολιτισμικές αποστάσεις και τη διαφορετική προέλευση των «ελευθεριακών» τεχνοεπιχειρηματιών και της πιο συντηρητικής αμερικανικής δεξιάς, υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο συγκλίσεων που μόνο αφελείς φιλελεύθεροι δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν.
Το τεχνοκρατικό κέντρο υπήρξε ο βασικός εκφραστής και διακινητής ενός μύθου: πως ο έξυπνος, ανοιχτόμυαλος, ψηφιακός καπιταλισμός θα ήταν, εξ ορισμού, περισσότερο πρόθυμος να υπηρετήσει μια ατζέντα δικαιώματα και να αναγνωρίσει ευαίσθητους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους. Αυτό λειτούργησε και θα συνεχίσει εν μέρει όσο είναι εγγυημένη η δημοφιλία κάποιων ιδεών και η διείσδυση προοδευτικών συναισθημάτων σε επιμέρους κοινά και ηλικίες. Μπροστά όμως στα συμβόλαια και στις προτεραιότητες επέκτασης και ισχύος, τούτη η φαντασμαγορία του Καλού και της καλιφορνέζικης φιλελεύθερης ουτοπίας μπορεί και αλλάζει δέρμα.
Ακόμα και τώρα που πολλοί σπεύδουν να επικρίνουν τις αναρτήσεις του Μασκ ή κάποια λόγια του Ζούκερμπεργκ, πολύ λίγοι τολμούν να θίξουν το ταμπού, που είναι η κυριαρχία ιδιωτών σε υποδομές και τεχνολογίες τόσο κρίσιμες για την κοινωνική οργάνωση και τον έλεγχο της ζωής μας. Κάποια στιγμή θα ανοίξει όμως η συζήτηση, ιδίως όταν καταφέρουμε να βγούμε από την ενδοχώρα της μικροπολιτικής και των δικών της προτεραιοτήτων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO