Εντελώς αθόρυβα έφυγε από τη ζωή στις 26 Δεκεμβρίου μία διακεκριμένη ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, η Χαριτίνη Καρόλου.
Όλοι γνωρίζουν την Χαριτίνη Καρόλου από την παρουσία της σε μερικές ιδιαίτερες ελληνικές ταινίες, ενώ αρκετοί θα την θυμούνται από τη θεατρική της παρουσία ή ακόμη και από την τηλεοπτική της, τα παλαιότερα χρόνια. Η Καρόλου θα διέπρεπε ως ηθοποιός και στα τρία (σινεμά, θέατρο, τηλεόραση), αφήνοντας πολύ έντονες εντυπώσεις.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως η Χαριτίνη Καρόλου υπήρξε μια πολύ σέξι ηθοποιός – βασικά στις ταινίες που γύρισε ανάμεσα στα χρόνια 1967-1972. Και ξέρω κάμποσους φίλους τού ελληνικού κινηματογράφου, που ακόμη και σήμερα θεωρούν πως υπήρξε μία από τις ερωτικότερες ηθοποιούς μας εκείνης της εποχής.
Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της ήταν αυτά μιας ευρωπαίας ή αμερικανίδας σταρ – και αν δεν επιχείρησε να κάνει η Καρόλου καριέρα στο εξωτερικό είναι γιατί η ίδια δεν το θέλησε ή το φοβήθηκε (γιατί υπήρχε πρόταση), όπως είχε πει σε συνεντεύξεις της.
Η Χαριτίνη Καρόλου δεν ήταν τυχαία ηθοποιός. Είχε σπουδάσει κοντά στον Δημήτρη Ροντήρη, μα και στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών κι έχοντας παίξει, πολύ νέα, ποικίλους ρόλους κλασικού ρεπερτορίου (και αρχαία τραγωδία φυσικά), στην Ελλάδα και το εξωτερικό θα ήταν, μετά τα 25 της, μια «έτοιμη» ηθοποιός, ικανή να διαπρέψει τόσο στο ελεύθερο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο.
Η Χαριτίνη Καρόλου δεν ήταν τυχαία ηθοποιός. Είχε σπουδάσει κοντά στον Δημήτρη Ροντήρη, μα και στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών κι έχοντας παίξει, πολύ νέα, ποικίλους ρόλους κλασικού ρεπερτορίου (και αρχαία τραγωδία φυσικά), στην Ελλάδα και το εξωτερικό (στις ανά τον κόσμο περιοδείες με τον Ροντήρη), θα ήταν, μετά τα 25 της, μια «έτοιμη» ηθοποιός, ικανή να διαπρέψει τόσο στο ελεύθερο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο.
Η Καρόλου μπορεί να πρωτοεμφανίζεται στο «πανί» πολύ νωρίς, στα 22 της (ως Χάρις Καρόλου), στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Αδελφός Άννα» (1963), δίπλα στον Πέτρο Φυσσούν και την Ξένια Καλογεροπούλου, μαθήτρια της σχολής ακόμη, όμως το 1967 ήταν η χρονιά, που θα έκανε πιο έντονη την παρουσία της στην οθόνη, παίζοντας σε τρεις ταινίες – ανάμεσα και στο κλασικό «γούεστερν» του Νίκου Φώσκολου «Οι Σφαίρες Δεν Γυρίζουν Πίσω».
Πρωταγωνίστρια όμως, η Χαριτίνη Καρόλου, θα ήταν σε μια άλλη παράξενη ταινία της περιόδου, που είχε τίτλο «Οι Ερασταί του Μεσαίου Τοίχου» (1967) και που ήταν σκηνοθετημένη από το δίδυμο Στέλιος Τζάκσον-Νίκος Οικονόμου (γνωστοί αμφότεροι από τις ταινίες «Τετράγωνο» και ο «Ο Βιασμός μιας Παρθένας»). Το σενάριο είχαν επεξεργαστεί οι ίδιοι οι σκηνοθέτες, διασκευάζοντας για το σινεμά το βιβλίο «Ο Μεσαίος Τοίχος» [Φέξης, 1964] του Παντελή Καλιότσου.
Το μυθιστόρημα αυτό είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στα σίξτις, έχοντας γίνει γνωστό σε πολύ κόσμο και γιατί είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος», μα και γιατί είχε μεταδοθεί από το ραδιόφωνο. Ήταν ένα κοινωνικό-φιλοσοφικό μυθιστόρημα, που ήταν γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, καθώς πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας.
Στο βιβλίο και στην ταινία ένα βασανισμένο άτομο (ο συγγραφέας) προσπαθεί να κατανικήσει τους «εσωτερικούς δαίμονές» του, όπως λέμε, και γι’ αυτό επιζητά να απομονωθεί σε μια επαρχιακή κωμόπολη, το Κερουμπίνο. Εκεί όμως θα συναντήσει το αναπάντεχο στο πρόσωπο της γυναίκας τού διπλανού σπιτιού, που το χωρίζει από το δικό του ο μεσαίος τοίχος. Ο συγγραφέας, που τον υποδύεται στην ταινία ο Άγγελος Αντωνόπουλος, θα ερωτευθεί παράφορα τη γυναίκα (παίζει η Χαριτίνη Καρόλου), η οποία εμφανίζει μια ελευθεριακή συμπεριφορά έναντι των αντρών, για να καταλήξει εν τέλει στόχος τους – καθώς θέλει να την σκοτώσει ο πρώην άνδρας της (Γιάννης Κάσδαγλης), με τον φόνο, τελικά, να τον διαπράττει ο συγγραφέας.
Αν και η ταινία είναι προϊόν μιας συντηρητικής εποχής, πνιγμένη στα ταμπού εν σχέσει με την ερωτική συμπεριφορά της γυναίκας, στο τέλος, στην τελευταία σκηνή της, στο φανταστικό δικαστήριο που στήνεται, για να δικάσει τον δολοφόνο, ακούμε τον αόρατο εισαγγελέα της έδρας να λέει το εξής καταπληκτικό:
«Λυτρώθηκε. Εξομολογούμαι τη συγκίνησή μου γι’ αυτόν τον άξιο άνθρωπο, τη Μαρία. Υπήρχε αγάπη μέσα της. Είναι μια παρηγοριά να διαπιστώνεις ότι τουλάχιστον η Γυναίκα διαφυλάσσει μέσα της τα στοιχεία τού Ανθρώπου. Τη φαντάζομαι τη Μαρία να γυρίζει εδώ κι εκεί μ’ ένα φορτίο στοργής και να μην βρίσκει τον άνδρα που θα δεχθεί το φορτίο της – ενώ όλοι έχουν ανάγκη απ’ αυτό το φορτίο. Ωστόσο, όμως, κάθε Μαρία με τη θυσία της γίνεται εμπόδιο της τρέλας. Σ’ αυτή τη δίκη είδα μια περιφρόνηση προς τη γυναίκα. Είτε αγαπημένη είναι είτε μητέρα».
Βεβαίως, αυτά τα λόγια υπάρχουν σχεδόν έτσι ακριβώς στο βιβλίο του Παντελή Καλιότσου και αξίζει να τα μεταφέρουμε κι εδώ. Όπως διαβάζουμε λοιπόν:
«Εξομολογούμαι τη συγκίνησή μου γι’ αυτόν τον άξιον άνθρωπο, τη Μαρία Ρεντίνα. Είναι μια παρηγοριά να διαπιστώνεις ότι τουλάχιστον η Γυναίκα διαφυλάσσει μέσα της τα στοιχεία τού Ανθρώπου, αυτά που αρχικά έβαλε μέσα μας ο Θεός. Αυτό το παρατηρώ πολύ συχνά. Σ’ αυτή τη δίκη είδα μια περιφρόνηση προς τη Γυναίκα, είτε μητέρα είναι, είτε αγαπημένη, είτε και μόνον όργανο ηδονής. Και όμως αυτή είναι που ξέρει πάντα τι θα πει Αγάπη, που μένει αναλλοίωτος Άνθρωπος. Αυτή μόνο προσφέρει και θυσιάζεται. Τη φαντάζομαι τη Μαρία να γυρίζει εδώ κι εκεί μ’ ένα φορτίο στοργής και να μη βρίσκει τον άνδρα που θα δεχθεί το φορτίο της, ενώ όλοι οι άνδρες έχουν ανάγκη απ’ αυτό το φορτίο. Ωστόσο όμως κάθε Μαρία με τη θυσία της, γίνεται εμπόδιο της τρέλας».
«Οι Ερασταί του Μεσαίου Τοίχου», ως ταινία, αποτελεί μια πολύ συμπαθητική προσπάθεια μεταφοράς ενός λογοτεχνικού έργου στην οθόνη. Μπορεί να εμφανίζει κάποια προβλήματα στον ρυθμό της, αλλά έχει, συγχρόνως, διάφορα επιμέρους θετικά στοιχεία για να προβάλλει. Και στο ιδεολογικό-κοινωνιολογικό πεδίο να το πούμε έτσι, αναφορικά με την ερωτική παρουσία της γυναίκας σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, αλλά και σε σχέση με τη μουσική της, που ανήκει στον Σταύρο Ξαρχάκο (θαυμάσια παλαιότερα και νεότερα θέματα), και σε σχέση με τους χώρους και τα γυρίσματα (εκείνα κοντά στη θάλασσα, με τα σπίτια των ψαράδων και τις αμμοθίνες είναι έξοχα), και βεβαίως σε σχέση με τα παιξίματα των ηθοποιών – πρωτίστως δε μ’ εκείνο της Χαριτίνης Καρόλου, η οποία «γεμίζει» την οθόνη με το σώμα και το πνεύμα της.
«Αυστηρώς ακατάλληλη» για την εποχή της, η ταινία των Τζάκσον-Οικονόμου, που προβλήθηκε στις αρχές του 1968 στις αίθουσες ως «η πρώτη αληθινού ερωτισμού ελληνική ταινία», σίγουρα χτυπήθηκε από τη λογοκρισία, καθώς θα περικόβονταν πολλές σκηνές της (η ταινία από 110 λεπτά, θα κατέληγε στα 87), για να πατώσει σε εισπράξεις, και λόγω του ύφους της, αφού θα έκανε μόλις 41.958 εισιτήρια, στις αίθουσες πρώτης προβολής της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων, μένοντας στην 77η θέση, ανάμεσα στις 99 ταινίες της σεζόν 1967-68.
Και το εξής, που πρέπει να το σημειώσουμε. «Οι Ερασταί του Μεσαίου Τοίχου» θα ήταν η ταινία όπου η Χαριτίνη Καρόλου θα γνώριζε τον μετέπειτα σύζυγό της, τον παραγωγό και σκηνοθέτη Σούλη Γεωργιάδη.
Ένα από τα ωραιότερα ζενερίκ (τίτλοι αρχής) στον ελληνικό κινηματογράφο τής εποχής (με τα έξοχα τρυκ του Παύλου Πισσάνου και τη σέικ μουσική συνοδεία) είναι εκείνο για την ταινία «Ζαβολιές» (1969), του Τρέντυ Ρουμανά, που είχε για πρωταγωνιστές τους Άλκη Γιαννακά, Κώστα Καρρά και Κατερίνα Χέλμη – με έναν επίσης κύριο ρόλο να υπηρετεί η Χαριτίνη Καρόλου.
Ο Ρουμανάς είχε κάνει άλλη μία ταινία το 1966, την πολεμική «Επιχείρησις “Δούρειος Ίππος”», με μουσική του Μάνου Λοΐζου, στην οποίαν επίσης έπαιρνε μέρος η Χαριτίνη Καρόλου. Όμως και στις «Ζαβολιές» ο Μάνος Λοΐζος θα δήλωνε «παρών», αφού στην ταινία θα ακουγόταν το πολύ γνωστό και ωραίο τραγούδι του «Καράβια αλήτες» (σε στίχους Φώντα Λάδη), με τον Γιάννη Πουλόπουλο.
Στις «Ζαβολιές» η Χαριτίνη Καρόλου υποδύεται για πρώτη φορά μια αστή, που διοργανώνει πάρτυ, που συναναστρέφεται άτομα της «υψηλής κοινωνίας» κ.λπ., έναν ρόλο δηλαδή, που θα εμφανίσει, με τις όποιες διαφοροποιήσεις του, και σε άλλες ταινίες στη συνέχεια.
Μια επόμενη ταινία, που έχει δεινοπαθήσει από τις περικοπές, καθώς υπάρχει διαθέσιμη μόνο σε μια κόπια των 67 λεπτών(!) είναι και «Η Ανταρσία των 10» (1970) του Ερρίκου Ανδρέου, με μουσική και πάλι του Σταύρου Ξαρχάκου. Σ’ αυτήν η Χαριτίνη Καρόλου θα υποδυόταν τη σύζυγο τού καπετάνιου ενός ποντοπόρου καραβιού, ο οποίος θα πέθαινε εν πλω – με το πλήρωμα να στασιάζει κατά του υπάρχου (Άγγελος Αντωνόπουλος), που θα αναλάμβανε εν τω μεταξύ τη διοίκηση. Η παρουσία τής χήρας στο πλοίο θα αναστατώσει το πλήρωμα, με την Χαριτίνη Καρόλου να περιφέρεται σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα, μέσα σ’ αυτόν τον απομονωμένο και ανδροκρατούμενο χώρο.
Στις «Όμορφες Μέρες» (1970) του Κώστα Ασημακόπουλου, με τις ωραίες μουσικές και τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού, η Χαριτίνη Καρόλου θα υποδυόταν τη γραμματέα και φίλη τής πλούσιας αλλά ασθενούς Αλεξάνδρας Λαδικού, που φθάνει στην Πάτμο, προκειμένου να περάσει ήσυχα την τελευταία φάση της ζωής της – εκεί όπου θα την επισκεπτόταν και η Καρόλου, για να της συμπαρασταθεί. Ο ρόλος τής καλής ηθοποιού δίνει τη δική του διάσταση στο σενάριο και βεβαίως στην εξέλιξη της ιστορίας.
Στην ταινία «Αεροσυνοδός» (1971) του Σούλη Γεωργιάδη, με την έξοχη euro-lounge μουσική του Γιώργου Θεοδοσιάδη, η Χαριτίνη Καρόλου θα υποδυόταν μία φινετσάτη αεροσυνοδό της Ολυμπιακής, η οποία γνωρίζει στη Ρώμη και ερωτεύεται έναν έλληνα... εφοπλιστή (Φαίδων Γεωργίτσης). Μόνο που κανείς από τους δύο ερωτευμένους δεν αποκαλύπτει από την αρχή την πραγματική του ταυτότητα, στοιχείο που, ωστόσο, δεν θα αποτελέσει εμπόδιο στην ευτυχία τους. Και σ’ αυτή την... αεράτη κομεντί έχουμε έναν ρόλο, που ταιριάζει «γάντι» στην όμορφη ηθοποιό.
Με το στυλ και την κλάση, που τροφοδοτούνταν από το ταλέντο, την κατατομή, και το παράστημά της, η Χαριτίνη Καρόλου εμφανίζεται σε θέση ουσιαστική στον πιο γνωστό ίσως ρόλο τής κινηματογραφικής διαδρομής της – ως Μάρθα Νίκογλου στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι Αμαρτωλοί» (1971), που είχε για πρωταγωνιστές την Μπέττυ Λιβανού και τον Χρήστο Νομικό.
Ο ρόλος της, εκείνος της επηρμένης αστής, που θέλει, και ξέρει, να επιλέγει και όχι να επιλέγεται είναι κεντημένος (από την ίδια) με μεγάλη μαεστρία, βγάζοντας τη σιγουριά και την αυθάδεια που απαιτείται – ασχέτως του σεναριακού χειρισμού στο τέλος. Το δε ερωτικό τρίο, που κινηματογραφεί ο Δαλιανίδης, με Χαριτίνη Καρόλου, Χρήστο Νομικό και Καίτη Ιμπροχώρη δείχνει, ανάμεσα σε άλλα, και τα όρια του μέινστριμ κινηματογράφου της εποχής, που προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του, ενόσω κάλπαζε ξοπίσω του η τηλεόραση.
Στην οποία τηλεόραση, την ίδια εποχή, η Χαριτίνη Καρόλου θα πρωταγωνιστούσε σε απανωτές εκπομπές, που θα γνώριζαν επίσης μεγάλη επιτυχία, όπως το δικαστικό σίριαλ του Θάνου Σαντά «Κεκλεισμένων των Θυρών» (1972-75) και το δραματικό «Μαρίνα Αυγέρη» (1973), δίπλα στην Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο. Από ’κει και το εξώφυλλό της στο περιοδικό «Ραδιοτηλεόρασις» (τεύχος #169, 6-12 Μαΐου 1973).
Μία άλλη ταινία, με πρωταγωνίστρια την Χαριτίνη Καρόλου, που έχει «γράψει» πολύ στη μνήμη των παλαιοτέρων, όλων εκείνων που είχαν προλάβει να τη δουν στις αίθουσες, σε πρώτο χρόνο, είναι η περιώνυμη «Το Κρυφό Σπίτι της Αγγέλας» (1972) του Ελληνοαμερικανού Τζαν Κρίστιαν.
Σπίτι, όπως λέμε «σπίτι», μια πολυτελής κατοικία δηλαδή, στην οποία κατέφευγαν, για να βρουν ερωτική συντροφιά, διάφοροι προύχοντες και υψηλά ιστάμενοι της κοινωνίας, που θα «εξυπηρετούνταν» από την Αγγέλα (Χαριτίνη Καρόλου) – μια σκληρή προαγωγό, η οποία, κινούμενη ανάμεσα στον υπόκοσμο και την μπουρζουαζία, εκμεταλλευόταν και εκβίαζε ακόμη και ανήλικες.
Η ταινία έχει ενδιαφέρον από πολλές πλευρές – ακόμη και από το flower-power τραγούδι «Είμαστε εμείς» των Blue Birds, που ακούγεται στους τίτλους αρχής και που προσδιορίζει, κατά μίαν έννοια, και τη νεανική διάσταση του σεναρίου. «Τα παιδιά που ’χουν μαλλιά μακριά και σακάκια και φλόγα στην καρδιά», όπως ακούμε στο τραγούδι, είναι τα παιδιά της ταινίας (υποδύονται η Καίτη Γρηγοράτου και ο Πέτρος Κυρίμης), που θα παρασύρουν όμως με το αυτοκίνητό τους έναν άνθρωπο, εγκαταλείποντάς τον, πριν βρεθούν μπλεγμένα σε μια υπόθεση εκβιασμού και μαστροπείας.
Το σκηνικό που στήνει η Αγγέλα είναι διεφθαρμένο εις διπλούν, αφού δεν λειτουργεί μόνον ως προαγωγός, μα και ως εκβιάστρια, καθώς ο συνεργάτης της (υποδύεται ο Μιχάλης Μαραγκάκης) φωτογραφίζει κρυφά μέσα στο «σπίτι» τις περιπτύξεις των μεσόκοπων, ζητώντας τους λεφτά στη συνέχεια, ίνα παραδώσει φωτογραφίες και φιλμ, ώστε να γλιτώσουν τη διαπόμπευση. «Αυτό είναι εκβιασμός» θα του πει, σε κάποια φάση, ένας μεγαλογιατρός, για να του απαντήσει ο Μαραγκάκης, στην ωραιότερη ατάκα της ταινίας, «ε, δεν μπορούμε να κάνουμε όλοι εγχειρήσεις»...
Η Χαριτίνη Καρόλου χειρίζεται εντελώς πειστικά και αφοπλιστικά έναν πολύ τολμηρό και τελείως κόντρα ρόλο, πείθοντας ασυζητητί πως ήταν γραμμένος για ’κείνην.
Λίγο πριν και κατά την διάρκεια των πρώτων ετών της μεταπολίτευσης ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται στο ναδίρ, με την τηλεόραση και το θέατρο να απορροφούν τις δραστηριότητες των ηθοποιών. Έτσι η Χαριτίνη Καρόλου θα εμφανιζόταν σε επεισόδια της σειράς «Αληθινές Ιστορίες», που θα άρχιζε να προβάλλεται στο ΕΙΡΤ την άνοιξη του ’74, επιπλέον στο σίριαλ «Μενεξεδένια Πολιτεία» (ΕΙΡΤ, 1975) σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη (από το μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη) και ακόμη στη «Λέσχη Μυστηρίου» (ΕΡΤ, 1976-77) σε σκηνοθεσία Σούλη Γεωργιάδη, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Γιώργος Σίσκος (ως αστυνόμος Λέκκας). Η Χαριτίνη Καρόλου βασικά παρουσίαζε την εκπομπή, που θα ξεκινούσε να προβάλλεται τον Ιανουάριο του ’76, ημέρα Κυριακή στις 2:30 το μεσημέρι, ενώ θα πρωταγωνιστούσε κιόλας σε κάποια επεισόδια. Τέλος, μια ανάλογη σειρά αστυνομικής φύσεως, σε σενάριo του Γιάννη Μαρή, ήταν και οι «Υποψίες» (ΕΡΤ, 1977), με το δίδυμο Γιώργος Σίσκος-Χαριτίνη Καρόλου και πάλι να κυριαρχεί.
Φυσικά, στο θέατρο η διαδρομή της Χαριτίνης Καρόλου ήταν μεγαλύτερη εκείνων του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, καθώς η άξια ηθοποιός θα εμφανιζόταν στη σκηνή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έως και εσχάτως (αν και με κάποιο μεγάλο κενό στην τελευταία φάση της).
Είναι πάμπολλες οι παραστάσεις στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η Χ. Καρόλου και ανάμεσά τους θα σημειώναμε:
Το ροκ μιούζικαλ «12 Μήνες Καλοκαίρι» του Γιώργου Λαζαρίδη, σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στο Θέατρον Μετροπόλιταν, το καλοκαίρι του 1970, για το οποίο έχουμε κάνει ξεχωριστό άρθρο, που μπορείτε να δείτε εδώ...
Την κωμωδία «Από την Αθήνα με Αγάπη» (1972) των Ασημάκη Γιαλαμά-Κώστα Πρετεντέρη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαλαβέτα, που θα ανέβαινε στο Θέατρον Ρουαγιάλ, από τον θίασο Γιάννη Γκιωνάκη-Νίκου Ρίζου-Γιάννη Μιχαλόπουλου-Καίτης Παπανίκα-Γιώργου Μούτσιου.
Τη ρομαντική, δραματική κομεντί «Η Θεατρίνα» (1972-1973) του W. Somerset Maugham, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαμιχαήλ και μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, που θα ανέβαινε από το θίασο Αλίκης Βουγιουκλάκη-Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο Θέατρον Αλίκη. Αλίκη Βουγιουκλάκη και Χαριτίνη Καρόλου θα συμπρωταγωνιστούσαν και στην κινηματογραφική διασκευή τού έργου τού Σόμερσετ Μομ, ως «Πονηρό Θηλυκό... Κατεργάρα Γυναίκα!» (1980), σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη – μια ταινία που θα σηματοδοτούσε την επανεμφάνιση της Αλίκης στην οθόνη, μετά από επτά χρόνια, και που θα αποτελούσε ταυτόχρονα και μια μεγάλη προσωπική επιτυχία για την Χαριτίνη Καρόλου στο ρόλο της Μόνικας (του αντίπαλου δέους της Αλίκης στην ταινία).
Η Χαριτίνη Καρόλου θα εμφανιζόταν επίσης στην κωμωδία «Ο Αφελής» (1973) του Δημήτρη Ψαθά, που θα ανέβαινε στο Θέατρον Απόλλων από τον θίασο Γιάννη Γκιωνάκη, όπως και στο κοινωνικό-φεμινιστικό «Ανάλαφρες τον Αύγουστο» (1976-77) της Denise Bonal, σε σκηνοθεσία Κωστή Τσώνου και μουσική Μίμη Πλέσσα, στο Θέατρο Όρβο, ως μέλος του θιάσου Άννας Φόνσου-Ελένης Ερήμου-Έλενας Ναθαναήλ-Χαριτίνης Καρόλου. Επτά νεαρές έγκυες σκέπτονται γύρω από το μελλοντικό παιδί τους. Να το «κρατήσουν», να κάνουν έκτρωση ή να το «πουλήσουν» σ’ ένα άτεκνο ζευγάρι... Τι θα πει ο κόσμος; Ένα έργο που σόκαρε στην εποχή του.
Θα ακολουθούσαν πολλές ακόμη κομεντί και κωμωδίες, με την Χαριτίνη Καρόλου πάντα σε πρώτους ρόλους, όπως η «Μια Όμορφη Κυριακή του Σεπτέμβρη» του Ugo Betti, που θα ανέβαινε τηλεοπτικά, στην ΕΡΤ, στο «Θέατρο της Δευτέρας», «Οι Ερωτιάρηδες» (1980) του Βασίλη Παπαδόπουλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Νικολαΐδη, στο Θέατρο Μετροπόλιταν, με τον θίασο Νίκου Ρίζου-Βάσου Αδριανού-Χαριτίνης Καρόλου, η «Πέπσι» (1984) της Pierrette Bruno σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη και μουσική Μίμη Πλέσσα, στο Θέατρο Μινώα, με τον θίασο Ζωής Λάσκαρη (επρόκειτο για το έργο που είχε ανεβάσει και η Έλλη Λαμπέτη, τη σεζόν 1966-67), το «Μη Λες Ψέμματα» (1984-85) του Félicien Marceau, σε σκηνοθεσία Ντίνου Ηλιόπουλου, στο θέατρο της Οδού Φιλελλήνων κ.ά.
Η τελευταία εμφάνιση της Χαριτίνης Καρόλου, στη σκηνή, θα συνέβαινε στο κλασικό πλέον έργο του Jean Genet «Το Μπαλκόνι», σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού, που θα ξεκινούσε τον προηγούμενο Μάρτιο (2023), στο Studio Κυψέλης.
Το σπάνιο φωτογραφικό υλικό, που συνοδεύει το κείμενο, θα βοηθήσει, οπωσδήποτε, να αντιληφθούν και οι νεότεροι ποια ήταν, ανάμεσα σε άλλα, η Χαριτίνη Καρόλου.