Στο γερασμένο πρόσωπό της συναντώνται όλες οι οδύνες του κόσμου: η ισοπέδωση ενός πολιτισμού, η κατάρρευση μιας χώρας, η σφαγή των παιδιών, η εξόντωση του μέλλοντος, η ερήμωση της ελπίδας, η καταφυγή στη βία, η φρίκη της εκδίκησης. Έχοντας αγγίξει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, η Εκάβη θα τα διασχίσει με απρόσμενη ορμή, σε μια ύστατη απόπειρα αναμέτρησης με την τραγική της μοίρα. Ο θρήνος της δεν θα τελειώσει ποτέ, όποια μορφή και αν αποκτήσει το σώμα της. H κραυγή που παραμορφώνει τα βασιλικά χείλη της θα συνεχίσει να ξεσκίζει τον αέρα, όσοι αιώνες κι αν περάσουν, όσα εμπόδια κι αν εγερθούν, όση απόσταση, κόπωση ή άγνοια κι αν μολύνει την ακοή μας.
Αυτή δεν είναι άλλωστε η δύναμη του μύθου και, κατ’ επέκταση, της τραγωδίας; Να μετατρέπει τα πρόσωπα σε σύμβολα πολυπρισματικά, πολυπολιτισμικά, παγκόσμια· να ανάγει την ιστορία μιας ξεχωριστής γυναίκας σε πανανθρώπινη αφήγηση· να συνδυάζει τη λάμψη του αρχέγονου, του μαγικού, του απρόσιτου με τις ανάγκες του υπαρκτού, της εμμένειας, της στιγμής· να συγκεράζει τον χρόνο των θρύλων και τον χρόνο της Ιστορίας· να «σκέφτεται» το άπειρο, το απόλυτο, το καθολικό, το μύχιο, να ανοίγεται δηλαδή προς το θείο και το ιερό, την ίδια ώρα που αντικατοπτρίζει το κοινωνικό, το πολιτικό, το υλικό, όλες τις όψεις του επίγειου· να σημαίνει πάντα κάτι άλλο, κάτι περισσότερο από αυτό που άμεσα εκφράζει· να παραμένει σε διαρκή κίνηση, να προκαλεί νέες «γλώσσες», νέες ερμηνείες, που αξιοποιούν από την αρχή κάθε φορά τα ποιητικά δεδομένα, αποκαλύπτοντας την αδιάσπαστη αλυσίδα των δεινών μας, τις δομές της υποταγής μας αλλά και τα αποξηραμένα κοιτάσματα «ζωτικής ορμής» που λαθροβιούν εντός μας, αναμένοντας τη σταγόνα που θα τα ξυπνήσει.
Ο Ροντρίγκες έστησε προσεκτικά, με μεγάλη περισυλλογή, το οικοδόμημά του. Δημιούργησε τρεις ομόκεντρους κύκλους, οι οποίοι βρίσκονται σε αδιάλειπτη επικοινωνία μεταξύ τους, νοηματοδοτώντας δυναμικά ο ένας τον άλλον, ακόμη κι όταν σημειώνονται αυξομειώσεις «ρεύματος» ή βραχυκυκλώματα στη ροή του ενδιαφέροντός μας.
Πώς, λοιπόν, να «δείξει» ένας σκηνοθέτης την Εκάβη σήμερα; Πώς να συνδεθεί με την αρχετυπική βασίλισσα-σύμβολο αναγέννησης μέσα από τις στάχτες; Πώς να μεταφράσει αυτά τα αβάσταχτα μεγέθη αλλά κι αυτό το απόκοσμο «παραμύθι» που εκτυλίσσεται στη χώρα των φαντασμάτων, στην αμμουδιά των νεκρών, στα σύνορα του Άδη, στην επικράτεια του Διονύσου; Πώς να μιλήσει, με όρους σημερινούς, για ένα αρχαίο θαύμα, μια μανιασμένη γυναίκα που σκαρφάλωσε σ’ ένα κατάρτι και μεταμορφώθηκε σε σκύλα με πύρινα μάτια, γαβγίζοντας στους έκθαμβους ναυτικούς;
Αν και κατεξοχήν «πολιτικός» σκηνοθέτης, ο Ροντρίγκες στάθηκε εδώ με απόλυτη συνείδηση απέναντι στις πολυσύνθετες απαιτήσεις της τραγωδίας. Δεν αρκέστηκε σε μια πεζή «αναλογική» μέθοδο, όπως έκαναν παραδείγματος χάριν ο Κουλιάμπιν στην «Ιφιγένεια» ή ο Στόουν στη «Μήδεια», οι οποίοι συρρίκνωσαν εκκωφαντικά τα ευριπίδεια κείμενα σε μια φασαριόζικη φαντασμαγορία (στην περίπτωση του πρώτου) ή σε ένα μικροαστικό δράμα (στην περίπτωση του δεύτερου).
Ο Ροντρίγκες, αντιθέτως, έστησε προσεκτικά, με μεγάλη περισυλλογή, το οικοδόμημά του. Δημιούργησε τρεις ομόκεντρους κύκλους, οι οποίοι βρίσκονται σε αδιάλειπτη επικοινωνία μεταξύ τους, νοηματοδοτώντας δυναμικά ο ένας τον άλλον, ακόμη κι όταν σημειώνονται αυξομειώσεις «ρεύματος» ή βραχυκυκλώματα στη ροή του ενδιαφέροντός μας.
Ο πρώτος κύκλος, ο εξωτερικός, αυτός που τους αγκαλιάζει όλους, είναι το κείμενο του Ευριπίδη∙ για την ακρίβεια, η αναπαράσταση επιλεγμένων αποσπασμάτων, που υπηρετούν τους στόχους της παράστασης. Ο δεύτερος, ο ενδιάμεσος, είναι το σήμερα, ο χώρος όπου ξετυλίγεται η ιστορία της δικαστικής διαμάχης για τη δικαίωση ενός κακοποιημένου αυτιστικού αγοριού, του Ότις. Ο τρίτος, ο πιο «μικρός», ο κατεξοχήν μεταθεατρικός, είναι μια αίθουσα δοκιμών, εκεί όπου μια ομάδα ηθοποιών πασχίζουν, εν έτει 2024, να κατανοήσουν τον ποιητή, να αποδώσουν πειστικά το έργο του, την ώρα που οι ζωές τους δονούνται συθέμελα από προσωπικές προκλήσεις και απώλειες.
Από αυτόν τον τρίτο κύκλο ξεκινάνε όλα, είναι σαν να λέει ο Ροντρίγκες, που μοιάζει έτσι να ομολογεί τη δική του διαδρομή, τη δική του δυσκολία, τη δική του πάλη με το πρωτότυπο κείμενο. Αν και οι διάλογοι που διαδραματίζονται στα ενδότερα του θιάσου, την ώρα της «πρόβας», υποκύπτουν συχνά σε κοινοτοπίες (επαναλαμβανόμενα αυτοαναφορικά αστεία για τα «φτωχά» σκηνικά και κοστούμια, κλισέ σχόλια για τα αληθινά και τα ψεύτικα δάκρυα του ηθοποιού, άνευρες χιουμοριστικά διαμάχες για την πολιτική ορθότητα κάποιων φράσεων κ.ο.κ.), δεν μπορούμε, παρ’ όλα αυτά, κρίνοντας από το συνολικό αποτέλεσμα, να μη διαισθανθούμε την υπόγεια απορία του καλλιτέχνη, καθώς αυτός ψάχνει επίμονα ένα μονοπάτι για να πλησιάσει το φλεγόμενο υλικό του μύθου με τρόπο αυθεντικό, με τρόπο δηλαδή που να πηγάζει από το δικό του βλέμμα, από τη δική του εμπειρία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η μάχη θα κερδηθεί όχι αν φέρει την τραγωδία στα οικεία μέτρα του αλλά αν εκείνος αναρριχηθεί προς το δικό της, απροσμέτρητο ύψος.
Μέσα από την αληθινή ιστορία μιας μητέρας, ο γιος της οποίας έχει υποστεί κακοποίηση στο κρατικό ίδρυμα όπου φιλοξενούνταν, ο Ροντρίγκες εξυφαίνει τους επιδιωκόμενους συσχετισμούς: η Νάντια είναι η (μητέρα και ηθοποιός που υποδύεται την) Εκάβη, ο Εισαγγελέας είναι ο Αγαμέμνων που επωμίζεται την απόδοση δικαιοσύνης, το παλάτι του Θρακιώτη βασιλιά είναι η κρατική Εστία και, φυσικά, το κακοποιημένο αγόρι είναι ο Πολύδωρος, το άτυχο, δόλια δολοφονημένο τέκνο της Εκάβης.
Παρόμοιες αναγωγές είδαμε να επιχειρούν τόσο ο Κουλιάμπιν όσο και ο Στόουν στις δικές τους προσεγγίσεις. Ο Ροντρίγκες, όμως, διαφοροποιείται σημαντικά ως προς το εξής: δεν αρκείται στον οριζόντιο άξονα, στην επικαιροποίηση, δηλαδή, της ιστορίας∙ μεριμνά και για τον κάθετο άξονα, τη διάνοιξη σε μια υπερβατολογική, οντολογική διάσταση, στις αλλεπάλληλες, διαχρονικές πτυχώσεις και περιστροφές του είναι.
Αν οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας συνομιλούν με τους θεούς, αν απευθύνονται σε αυτούς προκειμένου να διαρρήξουν λυτρωτικά τον ασφυκτικό κλοιό της αιτιότητας και της γεγονότητας, να ξεπεράσουν τα όρια της προδιαγεγραμμένης ταυτότητας, τότε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα, μεταφέροντας τον μύθο τους στη σκηνή και στα δεδομένα μας; Υπάρχει ένας τέτοιος ορίζοντας στον δικό μας ουρανό; Έχουμε ακόμα πρόσβαση στους «θεούς», σε ένα αποθεματικό άυλων δυνάμεων που εκτείνεται πέρα από τα στενά κοινωνικοπολιτικά όρια, ένα δίχως πέρας γίγνεσθαι, ένα ανεξάντλητο πεδίο ενδεχομενοτήτων, δακρύων και χαράς, ασθένειας και υγείας, τρέλας και σωφροσύνης, ή βρισκόμαστε αφημένοι, έρημοι, εγκαταλελειμμένοι, εγκλωβισμένοι στην τάξη της πραγματικότητας, στη λογική της παραγωγής και της συσσώρευσης, αναζητώντας κάτι που δεν δύναται να εντοπισθεί με τα μέσα που διαθέτουμε;
Ο Ροντρίγκρες απαντά σε αυτό το ερώτημα. Μπορεί, πράγματι, η αναπαράσταση της ανακριτικής διαδικασίας να κουράζει, έτσι όπως τραβάει σε διάρκεια, έτσι όπως νιώθουμε παρακολουθώντας την ότι έχουμε ξανακούσει πολλές φορές παρόμοιους διαλόγους, ή ότι μοιάζουν αναμενόμενα όλα τα επιχειρήματα των ασυνείδητων εργαζομένων στην κρατική δομή. Και ναι, μπορεί, πράγματι, τα «επεισόδια» της πρόβας να μην εμβαθύνουν στην πολυπλοκότητα της δημιουργικής διαδικασίας αλλά να εξαντλούνται σε ελαφρώς προσχηματικές αντιστίξεις και αντιπαραθέσεις («Το σώμα της βρίσκεται στη σκηνή, αλλά η ίδια απουσιάζει», «εσένα κακοποιήθηκε το παιδί σου, αλλά εμένα πέθανε ο μπαμπάς μου» κ.ο.κ.).
Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, στην παράσταση κάποιες σκηνές αδαμάντινης λάμψης που καταποντίζουν την τάξη της πραγματικότητας και αποκαλύπτουν «το διπλό ανήκειν των πραγμάτων», στον μέγα κόσμο και σε έναν μικρό ιδιωτικό κόσμο (Μερλό-Ποντί), σπηλιές μέσα σε σπηλιές, ταυτότητες και διαφορές, κυκλική μεταμόρφωση, κατάργηση του «πριν» και του «μετά», του «τότε» και του «τώρα», προσήλωση σ’ ένα φρενήρες γίγνεσθαι που δεν ανέχεται τους χωροχρονικούς περιορισμούς, τη διάκριση του «πριν» και του «μετά», του παρελθόντος και του μέλλοντος, αλλά διανοίγεται στο άπειρο μέσα από μια ζωτική ρωγμή .
Το τέλος είναι χαρακτηριστικό. Έχοντας αρνηθεί σθεναρά κάθε ευθύνη κακοπραγίας απέναντι στους ανήλικους φιλοξενούμενους της δομής («Όπως δείχνουν οι στατιστικές, η φτώχεια οδηγεί στη βία», αποφαίνεται αλαζονικά), ο σιχαμερός υφυπουργός κατευθύνεται πίσω από το μαύρο άγαλμα της σκύλας που δεσπόζει στη σκηνή. Εκεί εξαφανίζεται φευγαλέα από το οπτικό μας πεδίο μόνο και μόνο για να επανεμφανιστεί με τα μάτια του γεμάτα αίματα, τυφλωμένος, πανικόβλητος. Έτσι, με μια απλή περιστροφή –και με λίγο κόκκινο υγρό–, ο κυνικός πολιτικός του «σήμερα» γίνεται ο άπληστος βασιλιάς του «τότε». Το νήμα που συνδέει τους εξουσιαστές ανά τους αιώνες φανερώνεται μαγικά, σαν αστραπή. Πάντα θα κακοποιούνται οι αδύναμοι, και πάντα οι υπεύθυνοι θα νίπτουν τας χείρας τους.
Τι απογίνεται, συνεπώς, η δικαιοσύνη; Αν ο Πολυμήστωρ συνάντησε την τραγική τιμωρία του στα χέρια της Εκάβης, εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Θα δεχόμαστε αγόγγυστα την κακοποίησή μας ή θα αρκούμαστε στην ανάγνωση ιστοριών από τα παλιά για να παρηγορούμαστε ότι «κάποτε» υπήρχε η δυνατότητα υπέρβασης της γεγονότητας μέσα από τη μυστική επικοινωνία με δυνάμεις που τροφοδοτούσαν την τραγική συνείδηση και το τραγικό σθένος;
Αφού ο τυφλωμένος βασιλιάς σκαρφαλώσει τα πλαϊνά σκαλιά του κοίλου ωρυόμενος σπαρακτικά «C’ est Hécube! C’ est Hécube!» (εξαιρετικός εδώ ο Loïc Corbery), στην ορχήστρα εισέρχεται αθόρυβα η Νάντια. Εδώ και πολλή ώρα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μας έχει μιλήσει για το αγαπημένο καρτούν του γιου της με ηρωίδα μια σκυλίτσα που αναζητά το χαμένο κουτάβι της. Μας έχει διηγηθεί πώς αυτή περιφέρεται αλαφιασμένη στους δρόμους του Παρισιού, πώς οσφραίνεται τους πάντες και τα πάντα ψάχνοντας τα ίχνη του, πώς υπερπηδά τα εμπόδια, πώς μένει με τρία πόδια και συνεχίζει να τρέχει, ακαταπόνητη, έως ότου το συναντήσει.
Τα φώτα χαμηλώνουν και η ηθοποιός (η εντελώς αντι-μελοδραματική Elsa Lepoivre) αρχίζει να βγάζει μικρά γρυλίσματα. Τα πύρινα μάτια του αγάλματος διαπερνούν το σκοτάδι. «Κύων γενήσῃ πύρσ᾽ ἔχουσα δέργματα», έλεγε η προφητεία στο τέλος της τραγωδίας: «Σκύλα θα γίνεις με μάτια σα φλόγα». Τίποτα ποτέ δεν θα μας σταματήσει. Απέναντι σε κάθε κακοποιητική εξουσία, απέναντι σε κάθε Πολυμήστορα, απέναντι σε κάθε τύραννο, υπάρχει πάντα ο θρήνος που θα ξεσκίζει τους αιθέρες, το ακαταπόνητο γάβγισμα ενός ζώου, ενός παιδιού, ενός ψυχικά ασθενούς, ενός θύματος, μιας αδικημένης. «Μονάχα η πράξη αντίστασης αντιστέκεται στον θάνατο», λέει ο Ντελέζ, «είτε με τη μορφή ενός έργου τέχνης είτε με τη μορφή του ανθρώπινου αγώνα». Κι εδώ, σε αυτή την «Εκάβη/όχι Εκάβη», μετά από πολλαπλές περιδινήσεις σε τοπία που υπάρχουν και δεν υπάρχουν πλέον τα δύο αυτά γίνονται λυτρωτικά ένα.
Η παράσταση του Τιάγκο Ροντρίγκες και της Comédie-Française ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 26 και 27/7/2024.