Όλα φαίνονται απλά στο Πάμε Όπου Θες: ο καλόκαρδος σύντροφος, η ανήσυχη έγκυος παρτενέρ του, οι συναντήσεις με την οικογένεια και τους φίλους τους. Κάτι λείπει σ' αυτό το επεισοδιακό και στρογγυλεμένο road movie. Ενώ δεν είναι καθόλου χυδαίο, καταλήγει ισχνό, αισθηματικό και εύκολο. Είναι θεωρητικά μια παράξενη ερωτική κομεντί που δεν είναι ούτε αρκετά παράξενη, ούτε αρκούντως ερωτική, ούτε αρκετά κομεντί.

Όταν ο Μπερτ κι η Βερόνα ανακαλύπτουν πως πρόκειται να αποκτήσουν μωρό, τούς πιάνει πανικός. Μισούν τη μικρή πόλη στην οποία ζουν και, τώρα που οι γονείς του Μπερτ μετακομίζουν στην Αντβέρπ του Βελγίου, δεν έχουν καμιά βοήθεια. Έτσι, ξεκινούν ένα ταξίδι με στόχο να βρουν το τέλειο μέρος για να εγκατασταθούν και να μεγαλώσουν το μωρό. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, θα επισκεφθούν διάφορους συγγενείς και φίλους. Οι συναντήσεις δρουν δευτερογενώς αλά καταλυτικά στην απόκλιση της φιλοσοφίας τους: ο Μπερτ είναι ένα μεγάλο παιδί που δεν παίρνει στα σοβαρά τη δεινή οικονομική τους κατάσταση και αποφεύγει να αντιμετωπίσει τη δυσκολία του να βρει χρήματα. Στέκεται με απορία και δέος μπροστά στους γονείς του όταν του ανακοινώνουν ότι θα μετακομίσουν, νοικιάζοντας το σπίτι στο οποίο ήλπιζαν να κατοικήσουν. Είναι ένας άνδρας καλοπροαίρετος αλλά καθόλου δυναμικός. Η Βερόνα είναι αγχωμένη με την προοπτική να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς εχέγγυα. Γνωρίζει πως ο Μπερτ τη λατρεύει αλλά κατά κάποιον τρόπο φρικάρει από την αταραξία του - σε μια σκηνή εύχεται φωναχτά να τη βρίσει για να ανέβουν οι παλμοί του παιδιού που περιμένει. Έχοντας χάσει τους γονείς της μετά τα 20 χρόνια της, φαίνεται σαν μια γυναίκα που έχει λάβει αγάπη στη ζωή της αλλά δεν αισθάνεται ασφάλεια. Το ψυχικό κενό της απώλειας τής έχει χτυπήσει την πόρτα τώρα που θα έπρεπε να νιώθει ήσυχη και κάπως βολεμένη σε ένα λημέρι. Οι δυο τους ταξιδεύουν προσδοκώντας, χωρίς να το ομολογούν, ένα σημάδι, την αποκάλυψη του λιμανιού. Οι φίλοι και οι μακρινοί ή κοντινοί συγγενείς τους είναι κομμάτια από το DNA τους αλλά η συμπεριφορά τους απλώς αποδεικνύει πως η οικογένεια που πλέον αποτελείται από τους δυο τους και το μωρό, που όπου να 'ναι θα γεννηθεί, είναι αδιαίρετη και ανεξάρτητη.

Ο Τζον Κραζίνσκι και η Μάγια Ρούντολφ, εκρηκτικοί και εκφραστικοί κωμικοί που έχουν ήδη διακριθεί στην τηλεόραση και ως ένα βαθμό στον κινηματογράφο, εδώ παρουσιάζονται συγκρατημένοι και περιορισμένοι στις αδυναμίες των χαρακτήρων τους. Ο Κραζίνσκι βρίσκει δραματική ανάσα σε μια σκηνή, όπου ως Μπερτ ζητάει από τη Βερόνα να κάνει μια σειρά από συναισθηματικές δεσμεύσεις, και η Μάγια Ρούντολφ μόνο στο τέλος προσφέρει κάτι δικό της, λυγίζοντας όταν βλέπει αυτό που είχε απωθήσει ως μελλοντικό σπιτικό για εκείνη και τον σύντροφό της. Στο μεταξύ, η απόλαυση έρχεται αποκλειστικά από τα διαλείμματα. Η Άλισον Τζάνεϊ, μια τρομερή και παραγνωρισμένη καρατερίστα, υποδύεται σπαρταριστά μια ανισόρροπη white trash (ταιριαστοί είναι ο σαλταρισμένος άνδρας και τα αδιάφορα παιδιά της) και η Μάγκι Τζίλενχαλ παίζει μια νεο-χίπισσα φίλη του Μπερτ, που λέει ανοησίες με ξεπερασμένη πόζα και είναι αμετροεπώς αδιάκριτη και προσβλητική, την ίδια στιγμή που γίνεται αστεία στην προσποιητή χαλαρότητά της.

Οι συναντήσεις στη ταινία έχουν το σκοπό τους - είναι σαν διδαχές πρακτικής φύσης για ένα ζευγάρι ανθρώπων που δεν είναι καθόλου χαζοί αλλά τον περισσότερο χρόνο συμπεριφέρονται σαν να γεννήθηκαν χθες. Αυτό είναι και το μεγάλο παράπτωμα του Μέντες, ότι δηλαδή φαίνεται τόσο ενθουσιασμένος που άλλαξε τόνο και υλικό, που αδιαφόρησε για τη δραματική υπόσταση των χαρακτήρων και δεν στηρίζει την ίδια του την ταινία. Αναρωτιέμαι αν τελικά είναι βασικά ο σκηνοθέτης μιας μεγάλης ταινίας, του American Beauty, γιατί, κακά τα ψέματα, ο Δρόμος της Επανάστασης, αναδρομικά, είναι μια δουλειά που καλλιτεχνικά χρεώνεται κυρίως στα κάδρα και το φωτισμό του μέγιστου Κόνραντ Χολ. Τόσα χρόνια, ο Μέντες του θεάτρου ήξερε πολύ καλά να παρατηρεί από απόσταση ασφαλείας τι κάνουν οι ηθοποιοί του μέσα στα πλάνα και τους κατηύθυνε με αυτοπεποίθηση. Τώρα που ήρθε η ώρα να δράσει, ξέχασε τι ήθελε ακριβώς να σκηνοθετήσει, αφήνοντας τα επεισόδια να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.