Καμπούλ, σήμερα. Η πόλη πασχίζει να συνέλθει μετά από 25 χρόνια πολέμου. Στο ταξί του Κάλεντ μπαίνει μια γυναίκα με το μωρό της. Το πρόσωπό της είναι κρυμμένο πίσω από την μπούργκα. Παζαρεύουν την τιμή, τα βρίσκουν, φτάνουν στον προορισμό της, πληρώνει, φεύγει. Ο επόμενος πελάτης βρίσκει στο πίσω κάθισμα το μωρό, παρατημένο. Παρατάει ο Κάλεντ το ταξί και τρέχει να την προλάβει, με το μωρό στα χέρια. Εκείνη έχει χαθεί ανάμεσα στο πλήθος και στις μπουργκοφόρες συμπατριώτισσές της. Μένει σύξυλος μ' ένα αρσενικό μωράκι έξι μηνών στα χέρια. Ρωτά φίλους και γνωστούς τι πρέπει να κάνει. Πηγαίνει πίσω, στο σημείο απ' όπου την παρέλαβε. Μάταια. Πηγαίνει στην αστυνομία, σε ιδρύματα, στα τηλεοπτικά κανάλια. Μάταια. Η μάνα είναι εξαφανισμένη, κι αυτός, ένας μεροκαματιάρης ταξιτζής με γυναίκα και τρεις κόρες, νιώθει υπεύθυνος γι' αυτό το εξάμηνο αγοράκι. Μια αλληγορία για το σύγχρονο Αφγανιστάν και το ρευστό μέλλον του μέσα από το πρίσμα της παράδοσης και των ηθικών αξιών. Η ταινία δανείζεται στοιχεία από τον ιρανικό κινηματογράφο και ευτυχώς δεν βάζει το μωρό να εκλιπαρεί για συμπάθεια, ή τον ταξιτζή να κλαίει από πόνο και μιζέρια. Η σκηνή με τη γυναίκα του ταξιτζή και την ανήλικη μάνα του μωρού είναι η καλύτερη, μια σπουδή στη βουβή κατανόηση των δυο κατώτερων πολιτών μέσα από παρατήρηση κινηματογραφικής οικονομίας. Εκτός αυτών, η περιήγηση στο χάος της Καμπούλ είναι αναγκαστικά ένα αντιτουριστικό travelogue με δραματικά στοιχεία και πολλές παρατηρήσεις για την καθημερινότητα.