Μεταναστεύοντας από τη Universal στη Warner, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν υποδέχεται τους σινεφίλ στο νέο  σπιτικό του με το Τrap, μια άσκηση ύφους χιτσκοκικών διαθέσεων. Στην ταινία ένας πατέρας πηγαίνει την κόρη του στη συναυλία της Lady Raven, της αγαπημένης της pop star, και διαπιστώνει ότι η αστυνομία και το FBI έχουν στήσει οργανωμένη επιχείρηση για να συλλάβoυν έναν serial killer, τον «Χασάπη» που, σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται στο κοινό. Μόνο που ο «Χασάπης» είναι ο ίδιος. 

 

Όχι, δεν πρόκειται για μία από τις συνήθεις ανατροπές του Ινδοαμερικανού δημιουργού. Την πληροφορία την αποκτούμε μέσα στο πρώτο τέταρτο της ταινίας, αφήστε που μας την έχει γνωστοποιήσει ήδη το προωθητικό υλικό. Και ο Σιάμαλαν θέλει να την έχουμε από νωρίς, γιατί το ζητούμενο εδώ δεν είναι η έκπληξη, αλλά το σασπένς. Αυτό που μας νοιάζει είναι να δούμε πώς θα ξεφύγει ο χαρακτήρας από την παγίδα που του έστησαν. Ο οποίος χαρακτήρας, σε ένα από τα παιχνίδια ηθικής που έπαιζε μαζί μας και ο Χίτσκοκ, είναι ένα τέρας και, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα επιθυμούσαμε να συλληφθεί. Αν τον συλλάβουν όμως, τότε θα τελειώσει η ταινία, κι εμείς θέλουμε να συνεχιστεί, γιατί περνάμε καλά με αυτό το παιχνίδι γάτας και ποντικιού ανάμεσα στον ίδιο και στην αστυνομία. Εμείς, δηλαδή, περνούσαμε καλά μέχρι την τρίτη πράξη, όπου παρακαλούσαμε να τον συλλάβουν, ώστε να τελειώσει η ταινία πριν εκτροχιαστεί περισσότερο. 

 

Στο (συντηρητικό και μονότονο) Knock at the Cabin όλη η ταινία ήταν ένα μεγάλο set-piece, δίχως ιδιαίτερα ευρήματα και με πλανοθεσία εκ πρώτης όψεως εμπνευσμένη, αλλά μόνο για νεοφερμένους στο σινεμά του – οι φαν του σκηνοθέτη σίγουρα θα διαπίστωσαν μια προσφυγή σε γνώριμα τρικ. Τότε πιστέψαμε ότι  ο Σιάμαλαν ήθελε να κάνει μια απογυμνωμένη εκδοχή του σινεμά του, επειδή ήθελε να παίξει το παιχνίδι της μετάθεσης του κεντρικού ερωτήματος – εν ολίγοις, να μας βάλει να σκεφτούμε τι θα κάναμε εμείς σε αντίστοιχη περίπτωση. Παρακολουθώντας το Trap, διαπιστώσαμε κάτι δυσάρεστο. Αυτό που τότε λογαριάσαμε για συνειδητή απόφαση, ίσως να οφειλόταν σε δημιουργική «κόπωση». Ο άνθρωπος που έστηνε σκηνή αγωνίας και γεννούσε δέος από έναν άντρα που σηκώνει βάρη στο υπόγειο του, ο δημιουργός που με την εικόνα του αποτυπώματος μιας ιδρωμένης παλάμης  στο τραπέζι μάς έδινε να καταλάβουμε μέσα σε δυο δευτερόλεπτα όσα δεν μας είπε το σενάριο σε δυο λεπτά, μοιάζει σαν να έχει ξεμείνει από φρέσκες ιδέες. Ιδέες για το στήσιμο ενός set-piece, ιδέες για σκηνοθετικές παρεμβάσεις στα (ογκώδη) σενάρια του, ιδέες για να εντάξει οργανικά τις συνήθεις προβληματικές του στο σινεμά των ειδών που αγαπά. 

 

Εδώ όχι μόνο αδυνατεί να βρει τον τρόπο να υπηρετήσει το (γαργαλιστικό) concept του μέχρι τελικής πτώσης και  (SPOILER ALERT) αναγκάζεται να μεταφέρει τη δράση εκτός σταδίου, αλλά ό,τι συμβαίνει στη συνέχεια φαντάζει πρόχειρο, σαν να το επινοεί τη στιγμή που το παρακολουθείς – ένα χαρακτηριστικό που εντοπίζουμε και στα Lady in the Water και Glass, μα εκείνες οι ταινίες είχαν (ας πούμε) δοκιμιακό χαρακτήρα, δεν αποτελούσαν αγνές απόπειρες στο σινεμά είδους.Όσο βρισκόμαστε στο στάδιο, όλα βαίνουν καλώς, χάρη στους ελάσσονες χιτσκοκισμούς, στη σταρ εμφάνιση του Τζος Χάρτνετ –αναμφίβολα το ερμηνευτικό highlight της μέχρι τώρα καριέρας του–, σε κωμικές νότες που ευτυχώς δεν παρεξηγούνται τώρα που η κωμωδία της αμηχανίας (το «cringe» δηλαδή) έχει ενταχθεί για τα καλά στο κινηματογραφικό μας διαιτολόγιο, καθώς και σε ένα γοργό, για τα δεδομένα του σκηνοθέτη, tempo. Μόλις αφήνουμε το στάδιο ξεκινά μια πορεία προς την κάθοδο – με την κακή έννοια. Ο Σιάμαλαν ζητά  από την κόρη του Σαλέκα μια ερμηνεία δύο επιπέδων, που εμφανώς δεν μπορεί να του δώσει, οι απιθανότητες έρχονται βροχή, δίχως να συνοδεύονται από τη δέουσα βιρτουοζιτέ και τις αγωνιώδεις εμπνεύσεις που θα μας έκαναν να τις αγνοήσουμε, ενώ το (μελιστάλαχτο) οικογενειακό δράμα μυστηριωδώς και αναίτια βρίσκει και πάλι χώρο. 

 

Όσο για τους ψυχολογισμούς, ίσως ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να παραδειγματιστεί από έναν άλλο τιμητή του Χίτσκοκ, τον Ντε Πάλμα, και να τους προσεγγίζει με camp διάθεση, αντί να τους παίρνει τόσο πολύ στα σοβαρά – βλέπε και Split. Μην μας παρεξηγήσετε, δεν πιστεύουμε ότι η ταινία είναι κακή, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να δικαιολογεί την απόφαση του στούντιο να μην την δείξει στους κριτικούς στη χώρα μας και να την κρατήσει κρυφή από τους Αμερικανούς κριτικούς μέχρι τη μέρα της πρεμιέρας της στις ΗΠΑ. Απλώς, μοιάζει πρόχειρη και βεβιασμένη, στοιχεία που σίγουρα δεν έχουμε συνδέσει με το σινεμά του Σιάμαλαν.