Τρεις ιστορίες που στάζουν καλοσυνάτο φαρμάκι η μία στην άλλη και παρακολουθούν στενά, δαιμονικά και κοενικά την ανθρώπινη ανάγκη για τυραννικό έλεγχο και επώδυνη αλληλεξάρτηση: η ιδέα στο μυαλό του Γιώργου Λάνθιμου ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, όταν διάβασε τον Καλιγούλα του Αλμπέρ Καμί, ένα θεατρικό στο οποίο ο πρωταγωνιστής έπαθε ψύχωση με το κυνήγι του απόλυτου και της ελευθερίας, για να διαψευσθεί στη μανιακή του απόπειρα να κοντρολάρει τους γύρω του, να τους φέρει στα μέτρα του με τη βία, αν δεν συμφωνούσαν μαζί του, αποψιλώνοντας κάθε αντίσταση και ανθρωπιά στο πέρασμά του. Οι Ιστορίες Καλοσύνης είναι τρεις και στην πρώτη, που λειτουργεί ως έναυσμα και σημείο αναφοράς για τις υπόλοιπες, ο αυταρχικός Γουίλεμ Νταφόου χρησιμοποιεί τον Τζέσι Πλέμονς (βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών, μια δύσκολη, χαμαιλεόντεια performance) ως φερέφωνο με επιτυχία, ώσπου του ζητά να τρακάρει με δύναμη ένα πρόθυμο θύμα (Γιώργος Στεφανάκος, σε ρόλο σύντομο αλλά αποφασιστικής σημασίας).

 

Ο Πλέμονς κλονίζεται και το «αφεντικό» τον απορρίπτει. Η ζωή του αδειάζει και ο πραγματικός του χαρακτήρας, χάρτινος και έωλος, έρχεται να φωτίσει την εξάρτηση που δεν αναγνώριζε ως τώρα. Γνωρίζοντας την Έμα Στόουν, αντιλαμβάνεται πως ίσως δεν είναι τόσο μόνος στο παιχνίδι των διαταγών. Στη δεύτερη, ο Πλέμονς είναι αστυνομικός που επιδεικνύει ολοένα και πυκνότερα μια ασυνήθιστη συμπεριφορά, παρακινδυνευμένη και αψυχολόγητη. Η εξαφανισμένη σύζυγός του βρίσκεται σαν από θαύμα σε μια παραλία και εκείνος δεν την αναγνωρίζει, πιστεύοντας ακράδαντα πως είναι μια άλλη, που έχει πάρει τη θέση της. Οι αδιανόητες απαιτήσεις του, που γίνονται δεκτές με αυτοθυσία, τον κλονίζουν αντί να τον καθησυχάζουν, και η νοσηλεία του περιπλέκει την κατάσταση αντί να την εξομαλύνει. Και στην τρίτη, η Στόουν έχει εγκαταλείψει τον άνδρα της (Τζο Άλγουιν) και τη μικρή της κόρη, και ανήκει πλέον, παρέα με τον μειλίχιο Πλέμονς, σε μια αίρεση στην οποία ο Νταφόου είναι ηγέτης, η Χονγκ Τσάου η επίσημη σύζυγος σε μια στρατιά από παλλακίδες, και η μέθοδος εξαγνισμού προϋποθέτει σεξ μόνο εντός της κοινότητας − οτιδήποτε άλλο μολύνει σε βαθμό αποκλεισμού από το καλτ στρατόπεδο. Στο μεταξύ, η γκαζιάρα (καθόλου τυχαίο) Στόουν κυριεύεται από τη βαθιά επιθυμία της να βρει μια συγκεκριμένη κοπέλα που έχει δει στο όνειρό της, και που θα έχει το χάρισμα να δώσει ζωή σε έναν νεκρό άνδρα. Θα είναι η Χάντερ Σέιφερ η εκλεκτή ή η Μάργκαρετ Κουόλι; 

 

Στη σταθερή θεματολογία των αδελφών Κοέν, που μάλιστα έχουν διατρέξει όλα τα κινηματογραφικά είδη, ένας (συνήθως ένας και άνδρας) πρωταγωνιστής που ποζάρει παραπάνω από τα κυβικά του χωρίς να το ξέρει βλέπει τη μοίρα να έρχεται καταπάνω του σε τροχιά σύγκρουσης, τη στιγμή που είναι πλέον πολύ αργά − ένας συμπαθής, ανίδεος φτωχοδιάβολος, έρμαιο του πεπρωμένου, που καμαρώνει σε λάθος συγχρονισμό. Το σινεμά του Λάνθιμου είναι πλέον ένα είδος από μόνο του, και οι Ιστορίες Καλοσύνης, good old Lanthimos στη βάση και την εκτέλεσή τους, που απηχούν το κοενικό πνεύμα στη βίαιη, τρελή, ανορθόδοξη μάχη των ηρώων με τις αντίξοες περιστάσεις, συγγενεύουν περισσότερο με το obscure περιβάλλον και τον αποστασιοποιημένο χειρισμό των Άλπεων και του Ελαφιού, και σίγουρα φαίνεται η απροσδόκητη, ευφάνταστη γραφή του Ευθύμη Φιλίππου. Παρά τις μικρές ανισότητες (κάποιες σκηνές περιγράφονται με εικόνες, ενώ άλλες λειτουργούν υπόγεια και ελλειπτικά, και μερικοί χαρακτήρες μοιάζουν περιφερειακοί και ανολοκλήρωτοι), το δύστροπο και συχνά άχαρο φορμάτ της ανθολογίας, το portemanteau, όπως το έχουν βαφτίσει οι Γάλλοι, κινείται κυκλικά, δημιουργεί ένα συμπαγές τοπίο και δίνει μια βαθιά προοπτική στους χαρακτήρες που ανακατεύονται σαν κοκτέϊλ από γλυκιά ευγένεια και τοξικό αλκοόλ. Ο βασικός θίασος των Ιστοριών Καλοσύνης δανείζει τα πρόσωπά του στα αντίστοιχα κεφάλαια, δημιουργώντας μια ψευδή οικειότητα, και αποκαλύπτει αναδρομικά τις προθέσεις και τους στόχους του, τις στριμμένες ψυχές και την αναπόδραστη ανησυχία τους, απαιτώντας στενή παρατήρηση και υπομονή που τελικά ανταμείβει. Αντί να κυλούν γραμμικά και βαρετά, ή να μπερδεύονται αναίτια, αναδεικνύονται στις λεπτομέρειες, νοηματοδοτούνται στη διάρκεια. 

 

Στις δυο προηγούμενες ταινίες του, ο Λάνθιμος έκανε ένα μεγάλο δώρο στις πρωταγωνίστριές του, his kind of kindness κατά έναν τρόπο, ενώ εδώ κρατά την ταινία, τα διαστήματα και τις αλλαγές ταχυτήτων στους ρυθμούς και τους τόνους γι’ αυτόν, και την παραδίδει στο σύνολο. Με άξονες προβληματισμού τον έλεγχο, την εξουσία, την εξάρτηση και τη θυσία που κρύβει ο καθένας από αυτούς, οι ποικίλοι και απατηλοί «Τρόποι της Ευγένειας» ενοχλούν και διασκεδάζουν, απέχουν συνειδητά από την «κανονικότητα» της Ευνοούμενης και του Poor Things και επιλέγουν τον δρόμο της άβολης ιλαροτραγωδίας, μοιράζοντας το παιχνίδι στους ηθοποιούς και αφήνοντας στον θεατή το δικαίωμα στις ερωτήσεις.