Είναι μεγάλη ατυχία για τη νέα σκηνοθετική δουλειά του Ντανιέλ Οτέιγ να κυκλοφορεί στις αίθουσες σε μια περίοδο που έχουμε πρόσφατες στη μνήμη μας την επανέκδοση της Ανατομίας ενός εγκλήματος –κάτι σαν το όρος Έβερεστ του είδους– και την κυκλοφορία ενός άξιου επιγόνου της, της Υπόθεσης Γκολντμάν. Οι δυο αυτές ταινίες υπηρετούν θαυμάσια το είδος του δικαστικού δράματος και ταυτόχρονα επιχειρούν, και καταφέρνουν, να το υπερβούν. Η Συνηθισμένη υπόθεση δεν στοχεύει ποτέ στην υπέρβαση και, μοιραία, αδικείται στη σύγκριση.

 

Ως προς την εξυπηρέτηση του είδους, λοιπόν, μάλλον χρειαζόταν καλύτερο γράψιμο στις σκηνές δικαστηρίου, ενδεχομένως και πλανοθεσία που θα έλεγε κάτι, ακόμα κι αν αυτό το «κάτι» περιοριζόταν στoν εμπλουτισμό (και στον σχολιασμό) της δραματουργίας. Βεβαία, η σκηνοθετική γραμμή Οτέιγ φέρνει μια άλλου τύπου προσέγγιση της αλά Τζον Γκρίσαμ ίντριγκας, που φαίνεται καθαρά (και) στη διεύθυνση των ηθοποιών. Όλοι παίζουν πιο προσγειωμένα, πιο ανθρώπινα, προς τιμήν του, δε, ο ηθοποιός Ντανιέλ Οτέιγ κατεβάζει τους τόνους, για να μην επισκιάσει τον συμπρωταγωνιστή του, τον εξαιρετικό Γκρεγκορί Γκαντεμπουά. Kι ενώ όλα βαίνουν καλώς και ησύχως μέχρι το (φαινομενικό) φινάλε, όπου το αίσθημα ήττας διπλώνει απρόσμενα δίχως να ξενίζει, έρχεται μια παντελώς αχρείαστη κατακλείδα με αποκλειστικό στόχο να ξανατραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια σου σε περίπτωση που δεν έπεσες την πρώτη φορά, και σε στέλνει σπίτι με μια δυσάρεστη επίγευση. Κρίμα.