Ότι λατρεύουμε τα δικαστικά δράματα στα μέρη μας είναι πασιφανές. Ο ακριβής λόγος παραμένει άγνωστος. Ίσως να οφείλεται στη δικομανία μας, ίσως και στην αίσθηση μιας διαχρονικής αδικίας που διαπνέει τα εκπαιδευτικά συγγράμματα και όσα διαμορφώνουν την εθνική μας συνείδηση, οπότε το σασπένς που γεννάται από τη διαδικασία της απονομής (ή μη) της δικαιοσύνης μάς αγγίζει ακόμα περισσότερο σε σχέση με το κοινό άλλων χωρών. Συνεπώς, η επιστροφή μιας μεγάλης δόξας του είδους, που δεν έχει παιχτεί πολύ στα μέρη μας μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί μεγάλο κινηματογραφικό δώρο.

 

Η Ανατομία ενός Εγκλήματος, που δάνεισε τον τίτλο της (αλλά και το πνεύμα της) σε μια άλλη, πρόσφατη κι αγαπητή Ανατομία, εκείνη μιας Πτώσης, φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Ότο Πρέμινγκερ. Το όνομα του τελευταίου κάποτε είχε μεγάλη βαρύτητα για τους σινεφίλ, η οποία χάθηκε κάπου στο κενό μεταξύ του επαναπροσδιορισμού του κινηματογραφικού κανόνα και μιας γενικευμένης αδιαφορίας για οτιδήποτε γυρίστηκε πριν τα ‘70s - στην καλύτερη περίπτωση. Eλπίζεις το σινεμά του να ανακαλυφθεί ξανά από τη σινεφίλ κοινότητα, ευκαιρίες θα υπάρξουν, για παράδειγμα οι επερχόμενες αμερικανικές εκλογές θα ήταν μια καλή αφορμή για να προβληθεί το ξεχασμένο, αφηγηματικά ρηξικέλευθο Advise and Consent (1962), μια ταινία που οι φίλοι του πολιτικού σινεμά δεν θα ξεχάσουν ποτέ – αρκεί πρώτα να τη δουν.

 

Ως δικαστικό δράμα, η Ανατομία ενός Εγκλήματος υπηρετεί άριστα το είδος. Καθώς η δράση στηρίζεται σε μια διαδικασία, τη δικονομική, η κινηματογραφική ανάπλασή της, έστω και προσαρμοσμένη στις ανάγκες του μέσου, έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο μέσος φαν περιμένει μια σχετική μέριμνα, ο ορκισμένος φαν απαιτεί λεπτομερή σπουδή και η ταινία του Πρέμινγκερ του τη δίνει. Ήταν, μάλιστα, η πρώτη που εστίασε με τέτοια λεπτομέρεια στο σκέλος της διαδικασίας, σε βαθμό που κάλλιστα θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για procedural. 

 

Στο πλαίσιο της ανάπλασης της διαδικασίας δε, επειδή ο κατηγορούμενος σκότωσε τον βιαστή της γυναίκας του και ο βιασμός της απασχολήσει το δικαστήριο – θα έρθουμε και σε αυτό- , ακούγονται λέξεις όπως «σπέρμα», «διείσδυση», «κιλότα», που μπορεί να μας φαίνονται συνηθισμένες, αλλά σε ένα αμερικανικό σινεμά που μόλις είχε αρχίσει να παίρνει τις αποστάσεις του από τον διαβόητο Κώδικα Χέιζ, φάνταζαν σκανδαλώδεις. Ένα πολύ αγαπημένο ανέκδοτο θέλει τον πατέρα του πρωταγωνιστή Τζέιμς Στιούαρτ να βρίσκει «βρώμικο» και ακατάλληλο το περιεχόμενο της ταινίας του γιου του και να πληρώνει καταχωρίσεις στην τοπική εφημερίδα, προσπαθώντας να πείσει τον κόσμο να μην την δει. 

 

Το θρυλικό τζαζίστικο score του Ντιουκ Έλινγκτον υπογραμμίζει κι αυτό την «ελευθεριάζουσα» φύση της ταινίας. Και, μιλώντας για ελευθεριότητα, με την αναπόφευκτα πουριτανική διάσταση της λέξης, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πώς προσεγγίζει το έργο τον γυναικείο χαρακτήρα, που υποδύεται η Λι Ρέμικ. Καθώς ο εισαγγελέας προσπαθεί να στείλει τον κατηγορούμενο Μπεν Γκαζάρα στα κάτεργα, εστιάζει στη γενικότερη συμπεριφορά της Ρέμικ, στο ντύσιμο, στον τρόπο της, στις συνήθειές της, για να αποδείξει ότι δεν υπήρξε βιασμός. Και το κάνει με τέτοιο μένος, που νιώθεις σαν να δικάζεται η ίδια. Ε, λοιπόν, δείτε πώς ο Πρέμινγκερ παίρνει θέση στο ζήτημα, πώς στήνει τον πλάνο ώστε ο Τζορτζ Σ. Σκοτ να φαίνεται ότι στέκεται πολύ ψηλότερα από τη Ρέμικ και να δείχνει σαν  επιτιθέμενος προς αμυνόμενο, με τη στάση του σώματος των ηθοποιών να προσαρμόζεται αναλόγως. Προσέξτε και πώς ο Σκοτ «παραβιάζει» τα δικά της κοντινά στην άκρη του κάδρου - μα, αλήθεια, μιλάμε για μια πολύ προοδευτική ταινία με «σύγχρονο» βλέμμα.

 

Κι αυτή είναι μόνο μια πτυχή της ταινίας. Γιατί ο Πρέμινγκερ υπηρετεί μεν το είδος θαυμάσια, όπως γράψαμε παραπάνω, αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει. Στηριγμένος στο λεπτοκεντημένο σενάριο του Γουέντελ Μέις , ο οποίος στο μέλλον θα υπέγραφε το σενάριο του Death Wish (!), αυτός ο σπουδαίος χολιγουντιανός εμιγκρές υφαίνει μια πραγματεία για την πάντα διαφεύγουσα αλήθεια και τον τρόπο που αυτή απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τα χέρια μας λόγω προκαταλήψεων, ιδεοληψιών, αλλά και συμπτώσεων. Και, ιδιοφυώς, επιλέγει ως χώρο δράσης για την πραγματεία του το μέρος  που όρισε η Πολιτεία για τη διάγνωση της αλήθειας: την δικαστική αίθουσα. Εκεί όπου, από τη σύγκρουση των διαφορετικών εκδοχών της, μπορεί να εξαρτηθεί ακόμα και η ζωή ενός ανθρώπου.

 

Πρόκειται για σινεμά απαραίτητο, γενικώς και ειδικώς.