Η ΡΟΖΙΤΑ ΣΩΚΟΥ ΕΦΥΓΕ από τη ζωή την προηγούμενη Τρίτη, στις 14 Δεκεμβρίου, στα 98 χρόνια της. Ακόμη και σ’ ένα αναλυτικό βιογραφικό της δεν θα ήταν εύκολο για τον οποιονδήποτε συντάκτη να προτάξει την μία ή την άλλη επαγγελματική ιδιότητά της, καθώς η Ροζίτα Σώκου είχε διακριθεί σε πολλά και διαφορετικά πεδία.
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, θεατρική συγγραφέας και διασκευάστρια, ρεπόρτερ, μεταφράστρια, καλλιτεχνική συντάκτρια, δασκάλα σε δραματικές σχολές, σινε-κριτικός, ραδιοφωνική παραγωγός, πρώιμη τηλεοπτική περσόνα, έως και ενός είδους μάνατζερ υπήρξε, ή καλύτερα εμψυχώτρια, ας το πούμε έτσι, καλλιτεχνών σαν τον τεράστιας φήμης χορευτή-χορογράφο Ρούντολφ Νουρέγιεφ ή τον τενόρο-ηθοποιό Μάριο Φραγκούλη.
Ανάλογα με τις εποχές η Ροζίτα Σώκου διακρινόταν για το ένα ή το άλλο και πολλές φορές για δύο ή και τρεις διαφορετικές ιδιότητές της ταυτόχρονα.
Είναι γνωστό σε όλους πως η άξια αυτή γυναίκα αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο. Μπορεί να μην είχε σπουδάσει κινηματογράφο, αλλά είχε γνώσεις σε Καλές Τέχνες, θέατρο και λογοτεχνία, σπουδάζοντας ή μαθητεύοντας δίπλα σε αναγνωρισμένους δημιουργούς, οπότε διέθετε όλες τις προϋποθέσεις –γνωρίζοντας τις βάσεις μιας νέας τέχνης όπως ήταν ο κινηματογράφος– να περάσει και σ’ αυτόν, μέσα από τις σελίδες του σινε-ρεπορτάζ και της αντίστοιχης κριτικής.
Σ’ αυτόν τον τομέα η Ροζίτα Σώκου θα διαπρέψει για δεκαετίες, και δεν θα ήταν άκυρο αν προτάσσαμε την συγκεκριμένη ιδιότητά της –ως φαν της Έβδομης Τέχνης και κριτικός κινηματογραφικών ταινιών– έναντι όλων των υπολοίπων.
Συνδυάζοντας ένστικτο, ευρύτερη γνώση και προσωπική άποψη, που ξεπερνούσε το στενό κινηματογραφικό πλαίσιο, αγγίζοντας άφοβα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, σε εποχές «περίεργες», η Ροζίτα Σώκου ήταν από τις πρώτες ελληνίδες δημοσιογράφους, αν όχι η πρώτη, με διακριτή κινηματογραφική πένα, που πληροφορούσε με εγκυρότητα και έκρινε με τόλμη.
Μετά τον Πόλεμο, πολύ νέα ακόμη, κάτω από τα 25 της, η Ροζίτα Σώκου συνεργάζεται με την εβδομαδιαία κινηματογραφική και θεατρική εφημερίδα «Χόλλυγουντ» του Δημητρίου Περαντζάκη, που τυπωνόταν στο διάστημα 1945-1949, αρθρογραφώντας ακόμη και από την Αγγλία («Οι κινηματογράφοι του Λονδίνου»).
Γρήγορα περνά και σε άλλα έντυπα, αλλά το κρίσιμο σημείο, που θα της δώσει «άλλη» διέξοδο στα κινηματογραφικά, ήταν η γνωριμία της με την Ελένη Βλάχου.
Τον Ιούνιο του 1950 η Ελένη Βλάχου, η Ειρήνη Καλκάνη, η Αγλαΐα Μητροπούλου και η Ροζίτα Σώκου μαζί με τους Μιχάλη Περάνθη, Μάριο Πλωρίτη, Βίωνα Παπαμιχάλη, Γιώργο Μακρή και ορισμένους ακόμη ιδρύουν την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφων Αθηνών (ΕΚΚΑ), συστήνοντας για πρώτη φορά(;) στην Ελλάδα ένα τέτοιου τύπου σωματείο.
Από το 1953 στην εφημερίδα «Καθημερινή» και συν τω χρόνω στο περιοδικό «Εκλογή» αργότερα δε και στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» και τις «Εικόνες» (άπαντα υπό την διεύθυνση της Ελένης Βλάχου), η Ροζίτα Σώκου θα δώσει άλλον αέρα στο κινηματογραφικό ρεπορτάζ και την αντίστοιχη κριτική της δεκαετίας του ’60 – βασικά μέσα από την «Μεσημβρινή» και βεβαίως τις «Εικόνες», εκεί όπου θα είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τον πιο προσωπικό λόγο της σε σχέση πάντα με το μεγάλο «στήσιμο», σ’ ένα έντυπο ποικίλης ύλης, και τις καλοτυπωμένες φωτογραφίες.
Ένα τέτοιο δικό της ρεπορτάζ δημοσιεύεται στις «Εικόνες» (τεύχος #560, 15 Ιουλίου 1966), αφορώντας στο 16th Berlin International Film Festival, που είχε διεξαχθεί στο τότε Δυτικό Βερολίνο, στο διάστημα 24 Ιουνίου-5 Ιουλίου 1966.
Ο τίτλος του ρεπορτάζ της; «Όχι... “Αδιέξοδος” για τον Πολάνσκι», σχετικός βεβαίως με την αγγλική ταινία “Cul-de-sac” (ε.τ. Αδιέξοδος) του πολωνού σκηνοθέτη, που είχε κατακτήσει, τότε, την Χρυσή Άρκτο.
Ήδη από την πρώτη στήλη του ρεπορτάζ της η Ροζίτα Σώκου ξεκινάει με φόρα.
Αφού αποδώσει τα εύσημα προς τους Βερολινέζους και την πόλη τους, που σημαιοστολίστηκε για να υποδεχθεί τους φίλους του κινηματογράφου, θέτοντας στην υπηρεσία τους ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα κ.λπ., περνάει άμεσα σε πιο προσωπικές απόψεις, που καίνε και που σχετίζονται αρχικώς με τον όρο “international” του φεστιβάλ. Διαβάζουμε σχετικώς:
«Και όμως... Τόσες προσπάθειες για μια καλλιτεχνική εκδήλωση, που ποτέ δεν θα γίνη άξια του χαρακτηρισμού “διεθνής”, όσο θα απουσιάζει απ’ αυτήν το ανατολικό μπλοκ. Όσο δεν τακτοποιούνται τα πολιτικά θέματα που εμποδίζουν τους Ρώσους να δεχθούν μια πρόσκληση, η οποία δεν αναγνωρίζει το Ανατολικό Βερολίνο. Και παρά τις ευχές του δημάρχου Βίλλυ Μπραντ στην έναρξη (σ.σ. ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, που θα γινόταν καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο διάστημα 1969-1974), όλοι ξέρουν ότι αυτή η μέρα αργεί ακόμη».
Το κομμένο στη μέση Βερολίνο δεν μπορεί παρά να αφήνει τη σκιά του πάνω σε κάθε τι, που μπορεί να διαδραματίζεται στο ένα μέρος του ή το άλλο, και αυτό η Ροζίτα Σώκου το εντοπίζει από την αρχή. Και γράφει επ’ αυτού:
«Εν τω μεταξύ οι Βερολινέζοι κάνουν υπομονή και οι πολεοδόμοι ετοιμάζουν τα σχέδιά τους, πάντα με την προοπτική ότι τα δύο τμήματα της πόλης θα ενωθούν. Με κάθε ευκαιρία όμως όλοι μιλούν για τον “τοίχο”, και τα τουριστικά λεωφορεία πλησιάζουν κάθε μέρα στον έλεγχο των συνόρων, στο Τσέκποϊντ Τσάρλι, για να ρίξουν μια ματιά από πάνω, στην ζωή των Ανατολικών». Για να συνεχίσει:
«Ακόμη και στις συνεντεύξεις που οι ξένοι σκηνοθέτες δίνουν για τους δημοσιογράφους, η συζήτηση πάντα προς τα εκεί στρέφεται και εκεί καταλήγει. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, νικητής πέρυσι της Χρυσής Άρκτου με το “Αλφαβίλ” και ο οποίος συμμετέχει εφέτος με το “Αρσενικό-Θηλυκό”, έφθασε στο σημείο να αποκαλέση τους τρεις που αποφάσισαν τον διαχωρισμό, τον Τσώρτσιλ, τον Ρούζβελτ και τον Στάλιν, “γέρους Καραγκιόζηδες”, με την συνηθισμένη του προκλητικότητα, η οποία τόση φήμη του έχει χαρίσει στον κινηματογράφο...».
Στη συνέχεια η Ροζίτα Σώκου καταπιάνεται με τις ταινίες της 16ης Berlinale. Στην αρχή γράφει για την αμερικάνικη, εκτός συναγωνισμού, κωμωδία “The Russians Are Coming, The Russians Are Coming” του Νόρμαν Τζούισον, σημειώνοντας με νόημα:
«Καλομελέτα και θα έρθουν στ’ αλήθεια (οι Ρώσοι), σκέφτηκαν όλοι χειροκροτώντας με κέφι το ευγενικό αυτό έργο, φανταστική περιπέτεια που παρουσιάζει τους ναύτες ενός ρωσικού υποβρυχίου να αποβιβάζονται, κατά λάθος, σε αμερικανικό νησί».
Έπρεπε, πάντως, να περάσουν οκτώ χρόνια για να προβληθεί ένα σοβιετικό φιλμ στην Berlinale, και αυτό συνέβη το 1974, όταν το “S Toboy i Bez Tebya” του Ροντιόν Νακαπέτοβ εμφανίστηκε στο επίσημο πρόγραμμα, στο μη-διαγωνιστικό τμήμα.
Κωμωδίες, σάτιρες και τραγικωμωδίες ήταν όμως αρκετές από τις ταινίες, που διαγωνίστηκαν το 1966 στο Βερολίνο, όπως η “Una Questione d'Onore” (Ιταλία) του Λουίτζι Τζάμπα, με τους Ούγκο Τονιάτσι και Νικολέτα Μακιαβέλι, η “Lord Love a Duck” (HΠΑ) του Τζορτζ Άξελροντ, η “The Group” (ΗΠΑ) του Σίντνι Λούμετ, με την Κάντις Μπέργκεν, μα ακόμη και η βραβευμένη “Cul-de-sac” (Μεγάλη Βρετανία) του Ρόμαν Πολάνσκι με τους Ντόναλντ Πλέζανς και Φρανσουάζ Ντορλεάκ. Για τις υπόλοιπες ταινίες σημείωνε η Ροζίτα Σώκου:
«Οι ταινίες του άλλου δίπτυχου, σε τόνο φανερά τραγικό, θέμα τους είχαν το ανθρωποκυνηγητό. Η Ισπανία παρουσίασε το “Κυνήγι” (Κάρλος Σάουρα), η Βραζιλία το “Μετά την Καταδίωξη”(Ζοακίμ Πέντρο ντε Αντράντε), η Ελλάς τον “Φόβο” (Κώστας Μανουσάκης), η Δυτική Γερμανία το “Πέρασε ο Καιρός για το Κυνήγι της Αλεπούς” (Πέτερ Σαμόνι) και η Σουηδία την “Καταδίωξη” (Ίνγκβε Γκάμλιν)».
Για τον «Φόβο» η Ροζίτα Σώκου είχε εκφραστεί και σε χρόνο πρώτο (1966) στην «Καθημερινή», γράφοντας για «υψηλοτάτης κλάσεως έργο» και πως «χρόνια έχουμε να δούμε φιλμ με τέτοια δύναμη», ενώ και σε δεύτερο χρόνο, στην ταινία του Ηλία Γιαννακάκη «Κώστας Μανουσάκης, ο Εξόριστος Κινηματογραφιστής» (2005), που είχε προβληθεί σ’ ένα «Παρασκήνιο» της κρατικής τηλεόρασης, την ακούμε να λέει ενθυμούμενη και τις μέρες της Berlinale ’66:
«Ο “Φόβος” ενθουσίασε το φεστιβάλ στο Βερολίνο. Όταν λέω ενθουσίασε... με σταματάγανε συνάδελφοι στο δρόμο και μου λέγανε “φέρατε μία καταπληκτική ταινία, πραγματικά”. Πάντοτε λέγαμε... ε, για ελληνική (ταινία) καλή είναι. Αυτή δεν ήτανε καλή για ελληνική. Ήταν καλή για πολύ παραπάνω. Και όταν σκέπτεται κανείς πως ο ίδιος δεν τις υπολόγιζε αυτές τις ταινίες, και όταν σκέπτεται κανείς, το κυριότερο, ότι όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα είχε άνεργο τον Μανουσάκη, το μεγαλύτερο ταλέντο που πάτησε ποτέ στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο...(αντιλαμβάνεστε)...».
Στη συνέχεια, στο ρεπορτάζ της στις «Εικόνες», η Ροζίτα Σώκου αναφέρεται στους πρωτοεμφανιζόμενους στο βερολινέζικο φεστιβάλ του ’66, όπως στον Καναδό Σίλβιο Ναριτζάνο και την ταινία του “Georgy Girl” (Μεγάλη Βρετανία) με τους Τζέιμς Μέισον, Άλαν Μπέιτς, Λιν Ρεντγκρέιβ, αδελφή της Βανέσα Ρεντγκρέιβ και Σαρλότ Ράμπλινγκ –λίγο αργότερα θα έκανε το πασίγνωστο πλέον στην Ελλάδα “Blue” (1968), εξαιτίας του σάουντρακ του Μάνου Χατζιδάκι–, στον Σουηδό Ίνγκβε Γκάμλιν και τον Γερμανό Πέτερ Σαμόνι, ενώ δεν ξεχνά να σημειώσει και κάποια ονόματα από το πληροφοριακό τμήμα, όπως τον άγνωστο τότε Γάλλο Ζαν-Πολ Ραπενό για την ταινία του “La Vie de Châteeu”, με επίσης φοβερή πρωταγωνιστική τριάδα (Κατρίν Ντενέβ, Πιέρ Μπρασέρ και Φιλίπ Νουαρέ) ή τον Ολλανδό Νικολάι βαν ντερ Χέιντε για το “Een Ochtend van Zes Weken” (Ένα Πρωινό από Έξι Εβδομάδες).
Επίσης γίνεται λόγος για τις ρετροσπεκτίβες, όπως την εκτενή παρουσίαση του νέου βραζιλιάνικου σινεμά (cinema novo), τα αφιερώματα στις κωμωδίες του Μακ Σένετ και στις ταινίες του Μαξ Όφιλτς, ανάμεσα και ο «Εξόριστος» με τον Ντάγκλας Φέρμπανξ Τζούνιορ, ο οποίος είχε παραβρεθεί στην προβολή, και άλλα διάφορα.
Μα και για τα κοσμικά είχε λόγο η Ροζίτα Σώκου, που πάντα συνοδεύουν τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ:
«Παράλληλα με τις προβολές η νυχτερινή ζωή είχε ιδιαίτερη λάμψη. Μεταμεσονύκτιες δεξιώσεις και ο μεγάλος Χορός του Κινηματογράφου έγιναν στο μαγευτικό ανάκτορο του Σαρλότενμπουργκ, οι Αμερικανοί έδωσαν την τακτική τους ετήσια γιορτή στο Χίλτον, οι Ιταλοί προσέφεραν τα Σπαγγέτι του Μεσονυκτίου προς τιμήν του Ούγκο Τονιάτσι, εκδρομές στο Βερολίνο, γνωριμία της γύρω περιοχής με ποταμόπλοιο, απογευματινές και βραδινές εκδηλώσεις των χωρών που συμμετέχουν, ενώ οι διψασμένοι για ξενύχτι τριγύριζαν στα παλιά και στα καινούργια νυχτερινά κέντρα».
Συνδυάζοντας ένστικτο, ευρύτερη γνώση και προσωπική άποψη, που ξεπερνούσε το στενό κινηματογραφικό πλαίσιο, αγγίζοντας άφοβα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, σε εποχές «περίεργες», η Ροζίτα Σώκου ήταν από τις πρώτες ελληνίδες δημοσιογράφους, αν όχι η πρώτη, με διακριτή κινηματογραφική πένα, που πληροφορούσε με εγκυρότητα και έκρινε με τόλμη.