Καρέ από το Blow-up, την πολύκροτη ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ή στούντιο όπου γυρίζονται τσόντες; Το σκηνικό του 2020: Obscene της Αλεξάνδρας Μπαχτσετζή με τα χτυπητά χρώματα και τις κάμερες που καταγράφουν τα πάντα βρίσκεται στο όριο.
Η χορογράφος ξεκινά από τον μοντέρνο, σέξι και πολυεπίπεδο κινηματογραφικό στοχασμό του Αντονιόνι πάνω στο σύγχρονο lifestyle και την αδιέξοδη σχέση του με την αλήθεια που το περιβάλλει και με τρεις ακόμα περφόρμερ εστιάζει στη σχέση μεταξύ του ακραίου σώματος και της κατανάλωσής του από το ηδονοθηρικό βλέμμα και την υπερβάλλουσα κειμενικότητα.
Ελληνικής καταγωγής περφόρμερ, χορογράφος και εικαστική καλλιτέχνις με έδρα τη Ζυρίχη και σημαντικούς σταθμούς και συνεργασίες στην καριέρα της –MoMA Νέας Υόρκης, Tate Modern Λονδίνου, ImPULSTanz Βιέννης, Julidans Άμστερνταμ κ.ά.‒, γεννημένη στην Ελβετία από Ελβετίδα μητέρα και Έλληνα πατέρα, η Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή αυτοσυστήνεται ως «ξεριζωμένη», χωρίς να αναφέρεται στην καταγωγή ή στην ταυτότητά της προκειμένου να ορίσει την πολιτική και αισθητική τοποθέτησή της.
«Δεν είχα την αίσθηση του ανήκειν όσον αφορά τη γλώσσα ή τον τόπο. Γι’ αυτό ήθελα να δημιουργήσω μια τέτοια αίσθηση για τον εαυτό μου και να δημιουργήσω έναν χώρο όπου θα μπορώ να υπάρχω», λέει.
Έκανε το χορογραφικό της ντεμπούτο το 2001, με την παράσταση Perfect. Έκτοτε, έχει παρουσιάσει περισσότερα από 30 έργα σε συνεργασία με κορυφαίους πολιτιστικούς οργανισμούς. Συμμετείχε στην documenta 14 (Αθήνα/Κάσελ, 2017) με την περφόρμανς Private Song, όπου εξερεύνησε ζητήματα φύλου και πολιτιστικών κατασκευών πάνω στα έμφυλα πρότυπα.
Είναι περίεργο να χαρακτηρίζεται ένα έργο τέχνης άσεμνο. Το συγκεκριμένο μπορεί να είναι κατάφωρα βίαιο, υπερβολικά σεξουαλικό ή ακόμη και εντελώς άσχημο, αλλά όχι απαραίτητα άσεμνο.
Το 2020: Obscene που παρουσιάζεται στη Μικρή Σκηνή της Στέγης εξετάζει από τη μια τα προβλήματα του θεάτρου ως μηχανισμού χειραγώγησης σε ό,τι αφορά την αποπλάνηση, την έλξη και τα παιχνίδια της σεξουαλικής ταυτότητας, ενώ, από την άλλη, διερευνά το ίδιο το σώμα των περφόρμερ ως τόπο αποξένωσης και περιορισμού.
Οι ερμηνευτές έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους σωματική υπόσταση, με τις αντιφάσεις μεταξύ διαίσθησης και χειρονομίας, φωτός και νύχτας, παρτιτούρας και σεναρίου, νόρμας και μορφής, σύλληψης και δράσης. Το έργο, έτσι, όχι μόνο αμφισβητεί το ανατρεπτικό και το κανονιστικό στην τέχνη της περφόρμανς αλλά απευθύνεται και στην επικοινωνία μέσω της υπερβολής ως ριζικής διακοπής των μορφών, των χειρονομιών, των πολιτισμικών προτύπων και των αρχετύπων.
Το νέο έργο της Αλεξάνδρας Μπαχτσετζή χρησιμοποιεί το σώμα, το κείμενο και την εικόνα για να εξερευνήσει την ασάφεια των όρων «σκηνή» και «άσεμνος». Στα μάτια της η ποπ κουλτούρα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο κόσμος του διαδικτύου παράγουν τα νέα μοτίβα του σύγχρονου χορού. Η ίδια ερμηνεύει τον χορό ως μια πολυφωνική γλώσσα όπου διασταυρώνονται πολλοί δημιουργικοί χώροι: από τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική μέχρι τη φωτογραφία, το βίντεο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τη βιομηχανία του πορνό.
Είναι περίεργο να χαρακτηρίζεται ένα έργο τέχνης άσεμνο. Το συγκεκριμένο μπορεί να είναι κατάφωρα βίαιο, υπερβολικά σεξουαλικό ή ακόμη και εντελώς άσχημο, αλλά όχι απαραίτητα άσεμνο.
Στην Ιστορία της Τέχνης όλοι, από τον Marcel Duchamp μέχρι τον Damien Hirst και τον Andres Serrano, έχουν δημιουργήσει σύγχρονα έργα τέχνης που έχουν σοκάρει και εξοργίσει το ευρύ κοινό και έχουν θεωρηθεί άσεμνα, κάνοντας πολλούς να αναρωτηθούν αν τα έργα αυτά έχουν καθόλου καλλιτεχνική αξία. Όμως ο σκοπός της τέχνης δεν είναι να υποκινεί την έρευνα και να αμφισβητεί τη συμβατική ηθική σοφία; Καθώς η πολιτιστική αξία στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης είναι εύκολο να χειραγωγηθεί, έτσι όπως συμβαίνει μέσα από το lifestyle, υπάρχει τελικά σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της γνήσιας τέχνης και της απλής αισχροκέρδειας;
Μεγάλο μέρος της δουλειάς της Μπαχτσετζή περιλαμβάνει χορογραφίες, το σώμα, ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο η λαϊκή κουλτούρα παρέχει υλικό για χειρονομίες, έκφραση, ταυτοποίηση και φαντασία. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζει την επιρροή της αλληλεπίδρασης μεταξύ της χειρονομίας και της κίνησης στα «δημοφιλή» ή «εμπορικά» είδη από τη μία πλευρά (διαδικτυακά μέσα, βιντεοκλίπ και τηλεόραση ως πηγή) και σε τέχνες όπως το μπαλέτο, ο σύγχρονος και μοντέρνος χορός και η περφόρμανς, από την άλλη.
Η τεχνητή και συχνά επισφαλής σχέση ανάμεσα σε αυτά τα είδη προωθεί την έρευνα για το ανθρώπινο σώμα και τη δυνατότητά του για μεταμόρφωση, τόσο σε εννοιολογικό όσο και σε ρεαλιστικό επίπεδο. Τελικά, ο τρόπος με τον οποίο όλοι μας χρησιμοποιούμε επιτελεστικά και σκηνοθετούμε το σώμα μας και τον εαυτό μας μέσα από στερεότυπα και αρχέτυπα, επιλογές και κλισέ, μέσα από την εργασία και το θέαμα είναι ένα ερώτημα που συνεχίζει να διαμορφώνει το έργο της Μπαχτσετσή. Μάλιστα προτείνει το σώμα ως εννοιολογική και φυσική μορφή που αποτελεί ταυτόχρονα μέσο, διαδικασία και ουσία, καθώς το τοποθετεί «ανάμεσα» σε πειθαρχικούς χώρους και ιστορίες.
Με τα σώματα και τις ταυτότητές μας συνεχώς δημιουργούμε και αναδημιουργούμε τη χειρονομία, την έκφραση, την ταύτιση και την επιθυμία και η Μπαχτσετζή υιοθετεί στρατηγικές παραπομπής και οικειοποίησης για να κατασκευάσει χορογραφίες του σώματος, ενώ δανείζεται υλικό από ποικίλες πηγές που τις εξετάζει ως ιστό του σύγχρονου πολιτισμού για να τις προσεγγίσει αποδομώντας τες και ευθυγραμμίζοντας το έργο της με τις παρακαταθήκες της ποπ αρτ και των καλλιτεχνών που συνδέονται με τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Ωστόσο, η ίδια επιμένει στο φυσικό σώμα ως τον τόπο όπου η κουλτούρα γίνεται ενσώματη γνώση και συμπεριφορά. Αποκαλύπτοντας συχνά τα θεμέλια της πατριαρχίας, το σώμα αποτελεί σημείο σύγκλισης και έδαφος για την αποβολή και την κατάρρευση της έμφυλης κανονικότητας και του μισογυνισμού, εξού και το έργο της εντάσσεται στην πλούσια παράδοση της φεμινιστικής και queer τέχνης, ενώ οι κώδικες και οι τεχνικές που ενσωματώνονται σε συγκεκριμένες (υπο)κουλτούρες, όπως το voguing, το pole dancing, το R&B και ο χορός των κλαμπ, εκτελούνται παράλληλα με πιο καθιερωμένες παραδόσεις του χορού, όπως το μπαλέτο ή ο μεταμοντέρνος χορός, και ενσωματώνονται σε μη χορευτικά κινητικά λεξιλόγια όπως ο αθλητισμός και το μόντελινγκ.
Η επαναλαμβανόμενη παρουσία του μη-θεάματος και του αντι-θεάματος στις παραστάσεις της μεταφέρουν μια χορογραφική ιστορία μέσα από τη σχέση με τους ερμηνευτές της, από το ένα σώμα στο άλλο, σύμφωνα με μια κοινή πρακτική όπου η ενσώματη γνώση μεταδίδεται μέσω της ακολουθίας της παρατήρησης, της επανάληψης και της εκτέλεσης, με το ίδιο το σώμα να γίνεται χώρος μνήμης και τόπος προβολής.
Δείτε πληροφορίες για την παράσταση »2020: Obscene» της Αλεξάνδρας Μπαχτσετζή εδώ.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Tο νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.