Το ρεμπέτικο, ο αμανές, η χούντα και το τραπ
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Με αφορμή την πρωτοφανή κίνηση του ΕΣΡ να καλέσει ράπερ σε απολογία, μια αναδρομή στην απαγόρευση του ρεμπέτικου τη δεκαετία του ’30 από τον Μεταξά και τη "διανόηση" της εποχής.
Αθηναϊκά Νέα, 10 Νοεμβρίου 1934. H μουσικοκριτικός, δημοσιογράφος και καθηγήτρια του Εθνικού Ωδείου Σοφία Σπανούδη (1880-1952), η οποία είχε κάνει σκοπό της ζωής της την εξαφάνιση του αμανέ και του ρεμπέτικου από την ελληνική μουσική, μία πολεμική που διατηρήθηκε με αμείωτο φανατισμό για είκοσι ολόκληρα χρόνια, από το 1931 μέχρι το 1951, γράφει:
«Η μουσική “κατωτερότης”, η μουσική κατάπτωσις, ο μουσικός εκφυλισμός του ελληνικού λαού, αμιλλάται προς την κατάπτωσις των θεαμάτων και των αναγνωσμάτων του. Το κορύφωμα του ξεπεσμού στάθηκε η καταπληκτική διάδοσις των δίσκων του γραμμοφώνου, που είναι η μόνη ανέξοδη κι εύκολη απόλαυσις του διψασμένου μουσικώς κοσμάκη. Ας σημειωθεί εν παρόδω εδώ ότι τα ελληνικά στούντιο εξάγουν έξι εκατομμύρια ελληνικών δίσκων κάθε χρόνο. Σε κάθε υπαίθριον και υπόγειον κέντρον, σε κάθε συνοικιακόν καφενείον, σε κάθε αυλή απόμερου σπιτιού, σε κάθε γωνία προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα από το βράδυ ως το πρωί οργιάζουν. Μα στα ρεπερτουάρ των τραγουδιών των διαφόρων αυτών κέντρων, μάταια θα αναζητήσουμε τα ωραία επτανησιακά τραγούδια του Τσακασιάνου, που αναφέρει με τόση αγάπη ο Παλαμάς στα προλεγόμενα του Σολωμού του, και που έθρεψαν με τον ρομαντικό αισθησιασμό τους τόσες ευγενικές και γενναιόδωρες νεολαίες. Αλλ’ ούτε τις ωραίες παροίνιες καντάδες θ’ ακούσωμε, ούτε του Ναπολέοντος Λαμπελέτ τα μελωδικά “Επίστεψα”, ούτε του Κοκκίνου τα λαϊκά ελληνικά τραγούδια, που είναι διαμάντια αληθινά του είδους.
Ο αμανές, ο απαίσιος ανατολίτικος αμανές κρατεί παντού τα σκήπτρα. Ο τούρκικος αμανές κατεργάζεται ανενόχλητος και εκ του ασφαλούς την αναπόδραστη διαστροφή του μουσικού ενστίκτου του ελληνικού λαού. Από αισθητικής, εθνικής και ηθικής απόψεως, η μουσική αυτή διαφθορά συμπληρώνει επαξίως την άλλην εκείνην που κατεργάζονται εις βάρος του λαού το επιθεωρησιακόν θέατρον, το λαϊκόν μυθιστόρημα, το λαθρόβιον περιοδικόν, το ακατάλληλον ανάγνωσμα και η ακατάλληλη εφημερίδα. Η “Παξιμαδοκλέφτρα”, η “Κακούργα πεθερά”, το “Ξύσου Γέρο”, το “Λάζικο”, ο “Ταμπαχανιώτικος αμανές”, ο “Χασικλής”, ο “Γκαρίπ Χετζάς”, το “Γκελ γκελ Μπαρισαλούμ” και πλείστα άλλα παρόμοια ακατανόμαστα, τουρκόφωνα και αλβανόφωνα κομμάτια, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερότερα επίπεδα της σαρκικής μουσικής ρυπαρογραφίας -ιδού το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού.
Και όλα αυτά τα “θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού” μεταφυτεύονται και ριζώνουν εδώ στη θεία γη της Αθήνας, κάτω από τον γεμάτο ψυχικότητα ουρανό της, που αντιφεγγίζει το διαυγέστερο φως -χωρίς να μεταγγίζουν καν τη χάρι της “λαγγεμένης Ανατολής” του ποιητή μας, ούτε κανένα νοσταλγικό της θέλγητρο. Γιατί μεταφυτεύτηκαν χωρίς κανένα εκλεκτισμό από τα χειρότερα bas-fonds της Μικρασίας και του Πόντου, μοιραίως και τυχαίως, για να συγκινούν πρόσκαιρα τα πλήθη και να διεγείρουν μόνοι τα ζωώδη τους ένστικτα.
Ποιοι “καλλιτέχναι” και “καλλιτέχνιδες” στρατολογούνται και από πού, για την επαίσχυντον αυτήν μουσικήν συγκομιδήν; Καλλίτερα να μη μπούμε σε λεπτομέρειες. Έτσι βρισκόμαστε σε μίαν αποκαρδιωτική ανομία. Ενώ η αστική κοινωνία μουσικώς διαπαιδαγωγείται και προοδεύει σε βαθμόν ώστε να προκαλεί τον θαυμασμόν των ξένων -τώρα τελευταία ο Κορτώ και ο Τιμπώ μού ’λεγαν την εντύπωσι που τους έκαμε η ευλάβεια και η προσήλωσις του ελληνικού κόσμου στην ακρόαση των δύο μακρών προγραμμάτων μουσικής δωματίου που έπαιξαν- ο ελληνικός λαός αφήνεται αδιαπαιδαγώγητος και ανερμάτιστος στην τύχη του, και σέρνεται μέσα στο ρεύμα ενός δυσώδους μουσικού οχετού…
Τα “Αθηναϊκά Νέα” ας αναλάβουν την ευεργετική πρωτοβουλία. Επιβάλλεται ένας μουσικός εξαγνισμός του λαού μας. Να χτυπηθεί αλύπητα ο αμανές και τα βρομερά παρακλάδια του. Να εξοστρακισθούν μια για πάντα από τη γη της Ελλάδος. Ας επιβληθούν πρόστιμα, όχι μόνον φορολογίες στους απαίσιους αυτούς δίσκους που τροφοδοτούν και την Αίγυπτο και την Αμερική και δυσφημίζουν την Ελλάδα. Ήδη το περασμένο καλοκαίρι η νυχτερινή εορτή του Σταδίου που διοργάνωσε τόσο ωραία η νεοσύστατη εταιρεία συναυλιών του κ. Μ. Αποστολίδη, μάς έδειξε το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για τη διάδοσι του εθνικού τραγουδιού. Ας ανατεθεί από το υπουργείον Παιδείας στους ειδικούς η διοργάνωση τακτικών λαϊκών συναυλιών προσιτών στον πολύ κόσμο. Ας γίνουν ειδικές έρευνες. Όλοι είμεθα πρόθυμοι να λάβωμε μέρος στην εθνική αυτή σταυροφορία».
Η παξιμαδοκλέφτρα-Κώστας Μπέζος, 1930
Ο πόλεμος που είχε υποστεί το λαϊκό «ξενόφερτο» τραγούδι που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες (αν και αμανέδες είχαν ηχογραφηθεί στην Αθήνα από το 1906) ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ακόμα και ονόματα όπως η Μαρίκα Παπαγκίκα -που έκαναν τεράστια καριέρα στην Αμερική και σήμερα είναι θρύλοι- ήταν απαγορευμένα στα «σοβαρά» μέσα της εποχής, από τα οποία η Ανατολή είχε εξοστρακιστεί και οτιδήποτε μη ευρωπαϊκό ήταν ανεπιθύμητο -και μετά την δικτατορία του Μεταξά το 1937 ήταν και απαγορευμένο σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ο θάνατος της Παπαγκίκα δεν έγινε ούτε ένα μονόστηλο στα μέσα της εποχής, όσο για τους αμανέδες, έγιναν αποδεκτοί ως αναπόσπαστο μέρος της λαϊκής μουσικής και παράδοσης μετά τη δεκαετία του ’50. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 7 Νοεμβρίου του 1934 το κεμαλικό καθεστώς στη Τουρκία απαγόρευσε αυτό το είδος του τραγουδιού σε όλη τη τουρκική επικράτεια με τη δικαιολογία ότι ήταν συνυφασμένο με τους Έλληνες και την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ούτε ένα από τα θύματα της ξενηλασίας και του «μοντερνισμού» που πολέμησαν με λύσσα τους αμανέδες δεν σκέφτηκε να τα συνδέσει με το κλέφτικο, το ριζίτικο, με το τραγούδι της τάβλας, το μοιρολογίστικο όπου κυριαρχεί ο πόνος, το παράπονο και ο καημός. Ή, ίσως, η αν το σκέφτηκε, να έκανε το μένος να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ.
Η Σοφία Σπανούδη επανήλθε στο «Ελεύθερον Βήμα» με ένα σχεδόν πανομοιότυπο άρθρο στις 7/10/1938, όταν οι αμανέδες και τα ρεμπέτικα είχαν απαγορευτεί δια νόμου από το καθεστώς του Μεταξά, στο οποίο αποκαλεί, αυτή τη φορά τα ρεμπέτικα τραγούδια, «ένα ρεύμα δυσώδους μουσικού οχετού, μέσα στον οποίο σέρνεται ανερμάτιστος ο ελληνικός λαός». Χρησιμοποιεί την ίδια ακριβώς δομή και τις ίδιες εκφράσεις για να πει τα ίδια πράγματα, αυτή τη φορά, όμως, ικανοποιημένη που έχουν απαγορευτεί. «Εκείνοι που έλαβαν αυτό το μέτρον -επί τέλους!-» γράφει, «είναι άξιοι εθνικής ευγνωμοσύνης».
Στις 3 Ιουλίου 1938, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο λογοτέχνης (συγγραφέας του πεζογραφήματος «Τα Ψηλά Βουνά»), δημοσιογράφος, ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, κριτικός τέχνης και ακαδημαϊκός, θορυβημένος αισθητικά από την «αμορφωσιά» των αμανέδων, και θεωρώντας τους παράλληλα ασιατικό επιβίωμα που δεν είχε καμία θέση στην ελεύθερη Ελλάδα, κήρυξε εναντίον τους απηνή πόλεμο. Γράφει στο «Ελεύθερο Βήμα»:
«Με όλο το σέβας μου στην γηραιάν Ανατολή, δεν κατάλαβα ποτέ τον αμανέ. Και τώρα που τον απαγορεύουν και στην Ελλάδα, φαντάζομαι πως αν η Ανατολή μου ανέθετε να τον υπερασπίσω, θα ήταν αδύνατο να βρω το ελάχιστο επιχείρημα. Όλα τα έργα της λαϊκής τέχνης έχουν μια δικαιολογία, εκτός απ’ αυτή την ασπόνδυλη μελωδία που δεν της βρίσκεις ούτε αρχή ούτε τέλος! Είναι το πιο ασύδοτο έργο που βγήκε ποτέ από ομάδα ανθρώπων. Το ότι τώρα τραγουδώντας τόσο νυσταλέα μελωδία ένας λαός σαν τους Άραβες υποδούλωσε τα έθνη της Ανατολής, εξαράβισε την Ισπανία, παρ’ ολίγο να σαρώσει όλη την Ευρώπη και μελέτησε και τον Αριστοτέλη, αυτό σημαίνει πως η μουσική δεν συνεργάζεται στο κατακτητικό έργο. Αλλιώς, αν έμπαινε στα πολεμικά κι ο αμανές, οι Άραβες από την πρώτη εξόρμησί τους θα είχαν αποκοιμηθεί.
Η ιστορία έκαμε τέτοιους γύρους, ώστε η ατελεύτητη μελωδία της φλογισμένης ερήμου έγινε στο τέλος κι ελληνική. Δεν υπάρχει λόγος να το κρύψωμε. Πολλοί Έλληνες είναι ικανοί να εκτελέσουν και εκτελούν -για να εκφράσουν το συναίσθημά των- περίτεχνον αμανέ όσο κι ο Μαυριτανός της Αλάμπρας ή ο μουεζίνης του Ικονίου. Ας μην αποδώσουμε αποκλειστικά στην προσφυγική συμφορά το πράγμα. Ο αμανές μας δεν είναι δα και τόσο νέος! Είχε μείνει στο βασίλειο μετά το εικοσιένα, και κάθε προσθήκη απελευθερωμένης ελληνικής επαρχίας τον ανανέωνε. Δυστυχώς κι ο τρόπος ζωής μας τον συντηρούσε. Οι μιναρέδες πέφτουν κι οι πελαργοί φεύγουν, για να λείψει όμως η αροβοτουρκική μελωδία χρειαζόταν εκπαιδευτική και κοινωνική εργασία. Στα 1919 που ήμουν μέλος της επιτροπής της εκατονταετηρίδος, είχα προτείνει, ως έναν από τους θετικούς τρόπους εορτασμού της ελευθερίας, να καταδιωχθεί ο αμανές, με την επιβολή βαρύτατης φορολογίας στα τρία κινητά ωδεία του: στο δίσκο του φωνογράφου, γνωστό διαφθορέα της λαϊκής καλαισθησίας στο καφεαμάν και στον Καραγκιόζη. Αντί να λάβει όμως τέτοιο μέτρο η Ελλάς -θαύμα!-το έλαβε η Τουρκία.
Ταμπαχανιώτικος μανές-Γιώργος Λαζαρίδης, 1930
Ο Ατατούρκ χαρακτήρισε τον αμανέ ασιατικό τέρας κληροδοτημένο από τους σουλτάνους και μαζί με τα σαρίκια, τη θεοκρατία, την αραβική γραφή, το φερετζέ και τη μοιρολατρία τον έδιωξε από το κράτος του. Είχεν άδικο; Άκουσα τον αμανέ στην Πόλη. Προσπάθησα να τον καταλάβω. Τον παρακολούθησα στο καφεαμάν. Είδα τη ματαιοπονία των δυστυχισμένων γυναικών που βγαίναν στο πάλκο και τον τραγουδούν νωθρές, άμορφες, νυσταχτικές, χωρίς μιμική, γιατί κι αυτή ο αμανές την απαγορεύει. Αφού άκουσα τον αμανέ στον έρωτα, τον ζήτησα και στην προσευχή. Είναι ο ίδιος και τραγούδι και ορατόριο. Τον άκουσα στην Αγιά Σοφιά, πριν γίνει μουσείο, όταν ήταν ακόμα τζαμί. Έλεγα: ας πνίξωμε τα συναισθήματά μας κι ας αντικρύσωμε αυτή τη μουσική με αντικειμενικότητα, μήπως εδώ μέσα πάρει κάποιαν αξία… Χαμένα όλα. Το μεγαλούργημα του ναού δεν τον βοήθησε κι ο αμανές έμεινε τέτοιος που είναι. Θα εργάστηκαν είπα, οι εξωαισθητικοί λόγοι και θα τον χάλασαν.
(…)
Φίδι ήχου (ο αμανές), σέρνεται, κουλουριάζεται, ξετυλίγεται και δέρνεται. Τελώνιο της Χαλιμάς, χυμά στο ύψος, γυρίζει πάλι με το κεφάλι κάτω, ή ακινητεί στο διάστημα καθώς οι καπνοί που χωρίς να πάρουν μορφή αργοσέρνονται ψηλά ώρες πολλές ώσπου χάνονται. Καμμιά γραμμή, καμμιά ιδέα, κανένας χαρακτήρας. Ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αποθέωσις της νάρκης και της ακινησίας. Είναι η άβουλη κι η παράλυτη καμπύλη, η σπείρα, δηλαδή το κέντημα εκείνο των πρωτόγονων λαών που δεν κινείται από καμμιά ιδέα, είναι καταδικασμένο να περιστρέφεται επ’ άπειρον γύρω από τον εαυτό του. Την σπείρα την απαντούμε στα κεντήματα, στο κόσμημα των πληθυσμών που δεν είχαν πλαστική ικανότητα. Μεταφερμένη στην ήχο, στην έρημο της Αραβίας, στη ραθυμία και στη μοιρολατρία της Ανατολής, γίνεται το ατελεύτητο και το απερίγραπτο μηδέν που λέγεται αμανές. Λαός όμως που αναθέτει στη χοχλαστή τούτη μελωδία τη διήγησι των παθών του είναι, όπως λέμε στην Ευρώπη, εκτός του πολιτισμού. Αυτή, υποθέτω, είναι η σκέψι του αρχηγού της Τουρκίας. Τι πρέπει να είναι η δική μας;».
Η κρατική προληπτική λογοκρισία νομοθετείται από την κυβέρνηση Μεταξά το 1937 µε τους αναγκαστικούς νόµους 445 και 446 και αρµόδιο για την τήρηση του νόµου καθίσταται το νεοσυσταθέν υπουργείο Τύπου και Τουρισµού. Οι πρώτοι που λογοκρίνονται από τον Ιωάννη Μεταξά είναι οι ρεµπέτες και ειδικά τα «χασικλίδικα», που µπαίνουν από την αρχή στο στόχαστρο. Η συγκεκριµένη πρακτική δεν περιορίζεται στους στίχους, αλλά επεκτείνεται και στη µουσική. «Ο Ιωάννης Μεταξάς σιχαίνεται τους ρεµπέτες, τους θεωρεί “ζωύφια” και “παρακατιανούς” και στοχοποιεί οτιδήποτε του θυµίζει την Ανατολή» γράφει στο Documento η Ηλέκτρα Ζαργάνη, σε ένα άρθρο με τίτλο «Λογοκρισία μετά μουσικής από τον Μεταξά στη χούντα». «Απαγορεύει τα λεγόµενα “µπεµόλια”, δηλαδή τα ηµιτόνια, τις διέσεις και τις υφέσεις, τους αµανέδες και όλη τη σµυρναίικη σχολή του ρεµπέτικου που έχει ευρεία απήχηση εκείνη την εποχή. Αρκετοί καλλιτέχνες αντιδρούν σε αυτές τις αποφάσεις, ωστόσο σηµαντικές προσωπικότητες της διανόησης χαρακτηρίζουν τον αµανέ “απερίγραπτο και ατελεύτητο µηδέν” (Ζαχαρίας Παπαντωνίου), ενώ εφηµερίδες της εποχής πανηγυρίζουν γιατί επιτέλους ανακαλύπτουµε την εθνική µας ταυτότητα.
Το πρώτο τραγούδι που λογοκρίνεται είναι η “Βαρβάρα” του Παναγιώτη Τούντα. Πρόκειται για ένα κλασικό ρεµπέτικο τραγούδι το οποίο αναφέρεται σε µια γυναίκα που ψαρεύει κεφαλόπουλα και µαυράκια στη Γλυφάδα και περιλαµβάνει αρκετά ερωτικά υπονοούµενα. Το δισκάκι κάνει θραύση στην εποχή του και πουλάει δεκάδες χιλιάδες δίσκους. Σύµφωνα µε τον λαϊκό µύθο, η “Βαρβάρα” σατιρίζει την κόρη του Ιωάννη Μεταξά, για την οποία είχε κυκλοφορήσει η φήµη πως ήταν νυµφοµανής.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι νόµοι του Μεταξά αλλάζουν, ωστόσο διατηρούν το ίδιο σκληρό υπόβαθρο. Τα ρεµπέτικα µπαίνουν ξανά στο στόχαστρο. Η δισκογραφία σταµατάει ολοκληρωτικά καθώς κλείνει το ιστορικό εργοστάσιο της Columbia. Τα κατοχικά ρεµπέτικα έχουν µεγάλο ενδιαφέρον και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι δεν µπαίνουν στη δισκογραφία ούτε µετά την Απελευθέρωση. Περνούν σχεδόν 40 χρόνια για να δισκογραφήσει κάποια από αυτά ο Γιώργος Νταλάρας στον δίσκο του “Τα ρεµπέτικα της Κατοχής” το 1980. Τα περισσότερα κοµµάτια στρέφονται ευθέως κατά των Γερµανών και τάσσονται υπέρ της κοµµουνιστογενούς Αντίστασης και ίσως γι’ αυτό µένουν στην αφάνεια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το 1944 το κοµµάτι “Ο µπλόκος” το οποίο αναφέρεται στο µπλόκο της Καλαµαριάς και στην εκτέλεση αγωνιστών. “Βγήκανε νωρίς τα αστέρια, βγήκανε και τα µαχαίρια, οχ µανούλα µου” αναφέρουν οι στίχοι. Αντίστοιχα, ο Μάρκος Βαµβακάρης γράφει το “Χαϊδάρι”, ένα κοµµάτι που περιγράφει τη µαζική εκτέλεση κρατουµένων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Αρκετοί πιστεύουν ότι η λογοκρισία στο τραγούδι τελειώνει µε τη χούντα των συνταγματαρχών, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Μετά την πτώση της δικτατορίας ατονεί η πολιτική λογοκρισία και επικρατεί κυρίως η ηθική (π.χ. σε µια αθυρόστοµη κουβέντα του Τζίµη Πανούση ή της Κατερίνας Γώγου). Το τελευταίο κρούσµα λογοκρισίας εµφανίζεται το 1991 στο τραγούδι “Υπεραγορά” της Λένας Πλάτωνος – υπάρχει επίσηµη απόφαση της επιτροπής του υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως η οποία στοχοποιεί το κοµµάτι για βλάσφηµους στίχους που παραποιούν το Πιστεύω. Αυτό θεωρείται “ανεπίτρεπτο” και “προκλητικό” από το αρµόδιο υπουργείο και το άλµπουµ κυκλοφορεί µε το χαρακτηριστικό ταµπελάκι της λογοκρισίας».
Toquel-Carvajal, 2024
Και φτάνουμε το 2024, σχεδόν ενενήντα χρόνια μετά το καθεστώς Μεταξά, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Το ρεμπέτικο και οι αμανέδες αποτελούν πλέον μέρος της εθνικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς (η κυρία Σπανούδη ξεχάστηκε μαζί με τα Αθηναϊκά Νέα) και στο στόχαστρο βρίσκεται το τραπ, δηλαδή η ραπ μουσική, γιατί ΤΟ ΤΡΑΠ ΕΙΝΑΙ ΡΑΠ. Αν αντικαταστήσεις τη λέξη αμανές στα παραπάνω κείμενα από τη λέξη τραπ, ζούμε ένα απίστευτο deja vu.
Αντιγράφω από το site e-tetradio.gr το κείμενο του Δημήτρη Κανελλόπουλου:
«Δεν πρέπει να έχει ξαναγίνει πουθενά στον κόσμο. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης καλεί τρεις τράπερς (τις εταιρίες τους), για όσα λένε στα τραγούδια τους και όσα παρουσιάζουν στα βίντεο-κλιπ τους. Δεν μπορούμε να το πιστέψουμε, πραγματικά. Σε ακρόαση για την ερχόμενη Τρίτη καλούνται λοιπόν από το ΕΣΡ τρεις τράπερς και τρεις δισκογραφικές εταιρείες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τους Toquel, Rack (Barcode Entertainment) και Snik, και τις Capital Music, Alphapop Records και Mad House Records, που ελέγχονται για “προβολή περιεχομένου που θίγει την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων” και “υποκίνηση σε βία και μίσος” μέσα από τα κανάλια τους στο YouTube, αλλά και για “προβολή οπτικοακουστικού περιεχομένου χωρίς εγγραφή στο οικείο μητρώο παρόχων”. Οι παραπάνω κλήσεις σε ακρόαση για περιεχόμενο στο διαδίκτυο βασίζονται στις νέες αρμοδιότητες που έχει δώσει στο ΕΣΡ ο νόμος Πέτσα-Λιβάνιου, πέρα από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, κατόπιν ευρωπαϊκής οδηγίας. Υπενθυμίζουμε, το γράφαμε προ ημερών, ότι το ΕΣΡ έχει δικαιοδοσία να ελέγχει όσα βίντεο παίζουν στο ελληνικό Ιnternet.
Αν ήταν έτσι, στην Αμερική όλο το ραπ θα ήταν φυλακή τώρα. Εκεί να δείτε στίχους για όπλα, ναρκωτικά, συμμορίες κτλ. Μέχρι και θανάτους από δολοφονίες είχαν, όπως του 2Pac και του The Notorious B.I.G. Πού κοιμάται το αμερικάνικο ΕΣΡ: Δεν βλέπει το δικό μας που βάζει, εντελώς ανόητα, την τραπ στο στόχαστρο; Αστυνομία τέχνης. Αυτός είναι μεσαίωνας κανονικός.
Αλλά γιατί μόνο τους τράπερς; Να καλέσει και τους ρεμπέτες το ΕΣΡ αν είναι. Τα ρεμπέτικα τραγούδια στην πυρά. Τόσα λένε για τεκέδες και χασίσια... Και για μαχαιροβγάλτες».
Αναμένοντας τις εξελίξεις την Τρίτη στο ΕΣΡ, να αναφέρω ότι είναι ακριβώς η ίδια περίπτωση με την προσπάθεια να απαγορέψουν το drill στην Βρετανία πριν από κάνα δυο χρόνια, μια απόφαση πρωτοφανής, που στην Ελλάδα πέρασε απαρατήρητη.
Περισσότερα (και για το τραπ) όταν υπάρχουν νεότερα.