Το 1944, λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση και την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ανεβαίνει στην Αθήνα από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν ο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού, στο καλοκαιρινό θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στην Κυψέλη. Είναι το πρώτο έργο που γράφει ο Σολομός, αυτή η μεγάλη προσωπικότητα του ελληνικού θεάτρου, που τα κείμενά του και σήμερα είναι ένας ποταμός αναστοχασμού και γνώσης.
Σε αυτή την παράσταση κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις την πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτης, παίζουν για πρώτη φορά η Αλέκα Κατσέλη, ο Γιάννης Γκιωνάκης και ο Δημήτρης Νικολαΐδης, ενώ τη διανομή συμπληρώνουν σταθεροί συνεργάτες του Κουν, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και η Βάσω Μεταξά.
Ο Αλέξης Σολομός, που είχε φοιτήσει στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου γνώρισε τον Κουν, ο οποίος ήταν καθηγητής του και τον μύησε στην τέχνη του θεάτρου, σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ μετά τον πόλεμο συνέχισε τις σπουδές του στη Royal Academy of Dramatic Art στην Αγγλία, στο Τμήμα Δραματικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Yale και στο εργαστήριο Dramatic Workshop of the New School for Social Research του Έρβιν Πισκάτορ, στη Νέα Υόρκη.
Αυτός ο ανοιχτόμυαλος αστός με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» γράφει ένα έργο στο οποίο ανατέμνει τις συνήθειες, τις προκαταλήψεις και τις απόψεις της τάξης του περί εθνικού μεγαλείου, σε μια χώρα που βγαίνει από τη γερμανική Κατοχή εντελώς ταλαιπωρημένη, πεινασμένη και σχεδόν διαλυμένη, για να μπει λίγο αργότερα σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας της, στον Εμφύλιο.
Πνεύμα ανήσυχο και καλλιεργημένο, στην Κατοχή δούλεψε ως ηθοποιός, ενδυματολόγος, μεταφραστής και κριτικός κινηματογράφου. Στην επαγγελματική σκηνή εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1937, ως ενδυματολόγος στον «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Συνιδρυτής του περιοδικού «Τετράδιο» (1944) και συνεργάτης αθηναϊκών εφημερίδων, αφού έγραψε τα έργα «Ο τελευταίος Ασπροκόρακας» και «Το μονοπάτι της λευτεριάς», το οποίο παίχτηκε από τον θίασο του Γιώργου Παππά και της Μελίνας Μερκούρη, άρχισε τη σκηνοθετική του σταδιοδρομία το 1947 στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στην Αθήνα, με πρώτη παράσταση την «Κληρονόμο» στο θέατρο Μουσούρη. Πολυμαθής και πολυσπουδασμένος, ο Σολομός υπήρξε δύο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και σκηνοθέτησε περίπου 200 έργα στο Εθνικό, στο ΚΘΒΕ, στην ΕΛΣ και στον δικό του θίασο, που ονομαζόταν «Προσκήνιο».
Αυτός ο ανοιχτόμυαλος αστός με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» γράφει ένα έργο στο οποίο ανατέμνει τις συνήθειες, τις προκαταλήψεις και τις απόψεις της τάξης του περί εθνικού μεγαλείου, σε μια χώρα που βγαίνει από τη γερμανική Κατοχή εντελώς ταλαιπωρημένη, πεινασμένη και σχεδόν διαλυμένη, για να μπει λίγο αργότερα σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας της, στον Εμφύλιο.
Στο έργο του Σολομού πρωταγωνιστούν οι Ασπροκόρακες, τα τελευταία μέλη μιας ένδοξης ελληνικής οικογένειας με περισπούδαστα επιτεύγματα, που συνέρχονται σε οικογενειακό συμβούλιο γύρω από το επιβλητικό άγαλμα του αείμνηστου Ευστάθιου Ασπροκόρακα, του βιολόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανακάλυψη της πεντάποδης μύγας «Ασπροκόρακα». Το συμβούλιο αναθέτει στον γιο του, Νικηφόρο Ασπροκόρακα, να συνεχίσει τις έρευνες για τον εντοπισμό του σπάνιου εντόμου. Αλίμονο! Ο Νικηφόρος αρνείται, διότι είναι ερωτευμένος με τη Ρόζα, μια νέα που εργάζεται τις νύχτες σε κέντρο αμφιβόλου ηθικής. Απ’ τη μια ένα αυστηρό σπίτι κι απ’ την άλλη ένα γεμάτο μουσική και χορό κέντρο. Ποιος θα βγει άραγε νικητής;
Φτάνοντας στο θέατρο «Χώρος», στην πρόβα της παράστασης που σκηνοθετεί η Έλενα Μαυρίδου, στο πλαίσιο του αφιερώματος του Εθνικού Θεάτρου στο νεοελληνικό έργο, αναρωτιέμαι πώς θα φανεί σήμερα ένα έργο γραμμένο πριν από οκτώ δεκαετίες, που μιλά ωστόσο σαρκαστικά, αιχμηρά και κωμικά για ζητήματα που τοποθετούνται με ακρίβεια στο παρόν μας. Για τον συντηρητισμό και την υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά και της ελληνικής «αγίας οικογένειας», η οποία θεωρεί το «όνομα», τους ένδοξους προγόνους και τις οικογενειακές παραδόσεις πιο σημαντικά από την αγάπη, τη χαρά της ζωής και τον έρωτα.
Με φόντο το πελώριο άγαλμα του προγόνου Ασπροκόρακα, που επιβάλλεται με τραχύτητα στον χώρο, η επιγραφή νέον του «Κρόου club» φέρνει σε πρώτο πλάνο τις αντιθέσεις που διατρέχουν το έργο. Οι λευκοντυμένοι Ασπροκόρακες ετοιμάζονται για το οικογενειακό τους συμβούλιο, ενώ η Ρόζα, η καλλιτέχνιδα της νύχτας, προβάρει το τραγούδι της. Σε αυτούς τους δυο σκηνικούς χώρους διαδραματίζονται οι σοβαροφανείς, άλλοτε σπαρακτικά δραματικές και άλλοτε κωμικοτραγικές σκηνές, σε περιβάλλοντα που αν τους αφαιρέσουμε το περίβλημα δεν απέχουν από το σήμερα.
Στον πυρήνα της σκηνοθεσίας της Έλενας Μαυρίδου βρίσκεται ο σχολιασμός του Σολομού για το γεγονός ότι μπορούμε να γίνουμε ανθρωποφαγικοί όταν πρόκειται για την αξία μας στην κοινωνία. «Η κάθε φαμίλια, η κάθε συντεχνία, η κάθε ομάδα υπερασπίζεται ένα “πιστεύω” που, εκτός από την τάξη, σχετίζεται και με την ηθική. Όλες οι ομάδες συγκροτούνται μέσα στην κοινωνία για να έχουν μια αξία και μια δύναμη», λέει η Έλενα Μαυρίδου. «Το ότι υπάρχουν αυτοί οι Ασπροκόρακες που πιστεύουν σε κάτι που στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν είναι αληθινό, το γεγονός ότι οι έρευνες του προγόνου για τα πόδια της μύγας, που γίνονται σε ένα χωριό, στη Μηλιαρίτσα της Φθιωτιδοφωκίδας, δεν υφίστανται τελικά, δεν υφίσταται δηλαδή κανένα επιστημονικό εύρημα ή αποτέλεσμα, είναι κάτι κομβικό στο έργο αυτό, αφού και οι απόγονοι του “διάσημου βιολόγου” έχουν χτίσει ένα “οικόσημο ευγενούς καταγωγής” και μια μυθολογία γύρω από την αξία της οικογένειάς τους, που είναι στην ουσία ανύπαρκτη».
Σε μια σύνδεση με την εποχή μας, το έργο δείχνει πως κατασκευάζουμε πρόσωπα και προσωπικότητες με την ίδια ευκολία που στοχοποιούμε ομάδες ανθρώπων, ότι είμαστε ρατσιστές απέναντι σε ομάδες που είναι διαφορετικές από εμάς, δεν τις καταλαβαίνουμε και εύκολα τις περιθωριοποιούμε. Δείχνει την όψη της τοξικότητας της ελληνικής οικογένειας – ειδικά στην εποχή που την είδε ο Σολομός, με ανθρώπους σακατεμένους από τον πόλεμο να τρώγονται μεταξύ τους.
Όπως είδε αυτός ο σπουδαίος διανοητής του θεάτρου μας και την πείνα μας για τη ζωή που δεν έχουμε, για ένδοξες στιγμές που θα μας κάνουν να νιώσουμε σημαντικοί, για τη διατήρηση μιας εικόνας εντελώς πλασματικής, που λειτουργεί «ανθρωποφαγικά» απέναντι στον έρωτα και την αγάπη, απέναντι σε όλα τα συναισθήματα. Φαίνεται αυτό από το επίθετο «Ασπροκόρακας» της οικογένειας, το οποίο φανερώνει την επιθυμία τους να διαφέρουν και να είναι ανώτεροι από τους κατώτερους άλλους, από τα κοπάδια των κοινών, μαύρων κορακιών που συγκροτούν την κοινωνία. Η ανθρωποφαγία των λευκών κορακιών καταστρέφει ό,τι υπάρχει γύρω της και δεν συγκρίνεται παρά μόνο με την αλαζονεία, τη σκληρότητα, την υποταγή σε αρχές ανύπαρκτες ουσιαστικά, αρχές που έχουν εφεύρει οι ίδιοι οι άνθρωποι-ασπροκόρακες προκειμένου να κρατήσουν με νύχια και με δόντια και να διαφημίσουν μια κοινωνική ταυτότητα γεμάτη έπαρση, ψέματα και ανοησίες.
«Κατασκευάζουμε αφηγήματα γύρω από τους προγόνους μας −“ο αρχαίος πρόγονος”, ο “καταπληκτικός παππούς” που μνημονεύουμε− ανύπαρκτα πολλές φορές και ψευδή, προκειμένου να τους ανυψώσουμε στα μάτια μας, να δικαιολογήσουμε την ένδοξη καταγωγή μας που μας δίνει υπόσταση και τελικά καταλήγουμε να γινόμαστε απίστευτα τοξικοί γιατί λυγίζουμε κάτω από την ευθύνη να ανταποκριθούμε στο αφήγημα που έχουμε κατασκευάσει», λέει η σκηνοθέτιδα της παράστασης. «Επιχειρώ να φωτίσω το έργο με αλληγορίες. Η αγριάδα και η ωμότητα πολλών μας πράξεων είναι γύρω μας και μέσα μας. Αυτή η επιθυμία της “καταγωγής” βλέπουμε πόσο μπορεί να μας καταδυναστεύσει, το να μνημονεύεις ένα ένδοξο παρελθόν με το οποίο σήμερα δεν έχεις καμία σύνδεση. Εκεί αρχίζει η δυστοπία. Οι αξίες ανατρέπονται και δεν ξέρουμε πια τι είναι σημαντικό και τι όχι».
Η μετάβαση όλων των προσώπων από το περιβεβλημένο με αγνότητα και λευκότητα περιβάλλον των Ασπροκοράκων στο «ύποπτο» καμπαρέ όπου τραγουδά η Ρόζα μοιάζει σχεδόν μοιραία. Όλοι αναζητούν την ηδονή, όλοι εμπλέκονται με αυτή την όψη της ζωής, κάτω από την ηθικολογία και τον καθωσπρεπισμό. Οι «αξίες» που οι ίδιοι έχουν ορίσει ανατρέπονται, οι απαγορεύσεις που έχουν θέσει οι ίδιοι ακυρώνονται κάτω από την απελπισμένη ανάγκη για αγάπη, που λείπει από τη ζωή τους και που όταν πεταχτεί μέσα από το σκοτάδι σαν μικρή ακτίνα φωτός, γεννιέται ξανά η ελπίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το ηθικό πρόσωπο του έργου είναι η Ρόζα, η καλλιτέχνιδα του καμπαρέ, η γυναίκα που έχει επίγνωση της καταγωγής της, που έχει δεχθεί κάθε είδους κακοποίηση και έχει ακόμα βλέμμα καθαρό και κοιτάζει ψηλά.
Ποτισμένη με κωμικά στοιχεία και μαύρο χιούμορ, με φαρσικές καταστάσεις και αναπάντεχες ανατροπές, η παράσταση «Ο τελευταίος Ασπροκόρακας», που κάνει πρεμιέρα στις 27 Νοεμβρίου 2024, αποτελεί ένα καίριο σχόλιο για τα μέλη της κοινωνίας στην οποία ανήκουμε όλοι. Τα κοπάδια των κοράκων τρέφονται μόνο με σάρκες. Η διαφορά είναι ότι «τα λευκά σπάνια κοράκια τρώνε τις σάρκες των άλλων με χρυσά μαχαιροπίρουνα».
«Ο τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού | Εθνικό Θέατρο