Η περίπτωση του σκηνοθέτη και κατά περίπτωση ηθοποιού Κώστα Σφήκα (1927-2009) υπήρξε μοναδική και ξεχωριστή στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Αν και ο Σφήκας ξεκίνησε ως ντοκιμαντερίστας με τις μικρού μήκους ταινίες του «Εγκαίνια» (1962), η οποία καταγράφεται ως σκηνοθετημένο ντοκιμαντέρ, «Αναμονή» (1963) και «Θηραϊκός Όρθρος» (1968), με συν-σκηνοθέτη τον Σταύρο Τορνέ, στα χρόνια της δικτατορίας φαίνεται πως αναπτύσσει μία τελείως διαφορετική κινηματογραφική προσέγγιση-προβληματική, εντελώς έξω απ’ οτιδήποτε είχε φανεί έως τότε στο εγχώριο σινεμά.
Το 1971 ο Σφήκας επιχορηγείται από το Ίδρυμα Φορντ προκειμένου «να αφοσιωθή στην προετοιμασία κινηματογραφικού έργου», όπως έγραψαν τότε οι εφημερίδες (δες Μακεδονία της 18ης Απριλίου 1971).
Το «Μοντέλο» είναι μια έγχρωμη ταινία, σχεδόν σινεμασκόπ, έξω από τα ελληνικά δεδομένα και καθιερωμένα, που από την αρχή ξαφνιάζει. Είναι βουβή, χωρίς ήχο και μουσική –βασικά δεν έχει ηθοποιούς, παρότι υπάρχουν ανθρώπινες φιγούρες, δεκάδες φιγούρες, που κινούνται στο κάδρο–, αποτελούμενη από ένα μόνο πλάνο!
Ποιο να ήταν αυτό το έργο; Ίσως να μας διαφωτίζει ο Γιάννης Σολδάτος στην Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου [Αιγόκερως, 1982]. Διαβάζουμε:
«Ο Σφήκας, αφού με τις τρεις μικρού μήκους ταινίες στην προηγούμενη δεκαετία έδωσε την εντύπωση πως πρόκειται για έναν κινηματογραφιστή με εξέλιξη πάνω στη ρεαλιστική εξέταση των κοινωνικών προβλημάτων, σταματάει για ένα αρκετό χρονικό διάστημα τη δημιουργία ταινίας, προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τη θέση του. Στο διάστημα αυτό προβληματίζεται πάνω σε μια ιδέα συγγενική της ιδέας του Αϊζενστάιν για κινηματογράφηση των οικονομικών σχέσεων όπως περιγράφονται στο Κεφάλαιο του Μαρξ.
Θεωρώντας σαν αντιπροσωπευτική του μοντέλου του νεοελληνικού καπιταλισμού την οικοδομική δραστηριότητα, προσανατολίζεται στην παράλληλη δόμηση της ταινίας με το χτίσιμο μιας πολυκατοικίας. Η τεράστια όμως δυσκολία που παρουσιάζει αυτό το εγχείρημα, αφ’ ενός από έλλειψη οικονομικών μέσων και αφ’ ετέρου από την έλλειψη προφανών και ολοκληρωμένων αντιστοιχιών μεταξύ του οικοδομικού και του καπιταλιστικού μοντέλου, οδήγησαν τον Σφήκα στην εγκατάλειψη της ιδέας για την χρησιμοποίηση της οικοδομής. Το επόμενο βήμα του γύρω από το ίδιο θέμα τον οδήγησε στο Μοντέλο».
Το «Μοντέλο» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κώστα Σφήκα, σε παραγωγή των Γιώργου Παπαλιού, Άννας Σφήκα και του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (23-29 Σεπτεμβρίου 1974), το πρώτο φεστιβάλ της Μεταπολίτευσης, λαμβάνοντας το βραβείο «Καλύτερης Καλλιτεχνικής Ταινίας» (μαζί με το «Κιέριον» του Δήμου Θέου).
Το «Μοντέλο» είναι μια έγχρωμη ταινία, σχεδόν σινεμασκόπ, έξω από τα ελληνικά δεδομένα και καθιερωμένα, που από την αρχή ξαφνιάζει. Είναι βουβή, χωρίς ήχο και μουσική –βασικά δεν έχει ηθοποιούς, παρότι υπάρχουν ανθρώπινες φιγούρες, δεκάδες φιγούρες, που κινούνται στο κάδρο–, αποτελούμενη από ένα μόνο πλάνο! (Κάποιες από τις φιγούρες ανήκουν στους Φίλιππο Βλάχο, Κλαίρη Μητσοτάκη, Τέλη Σαμαντά, Μιχάλη Δημόπουλο κ.ά.).
Σ’ αυτό το πλάνο, που απαρτίζεται από δύο τμήματα, τα οποία χωρίζει ένα κάθετο δοκάρι, κινηματογραφείται μία παραγωγική διαδικασία.
Άνθρωποι περπατάνε πάνω σ’ ένα διάδρομο-γέφυρα, αλέθονται από τις μηχανές, και παράγονται προϊόντα (λεκάνες, μπιντέδες, νιπτήρες, πλαστικά καλάθια, μπιτόνια, κουβάδες, ποτιστήρια κ.λπ.), ενώ από ένα σημείο και μετά αποβάλλονται κομμάτια του ανθρώπινου σώματος και σκόρπια μέλη, ως παραπροϊόντα της διαδικασίας.
Στο δεξιό μέρος του κάδρου, που αποτελείται από ένα αρχιτεκτόνημα σε προοπτική, φιγούρες ανθρώπων, χωρίς χαρακτηριστικά, περπατάνε αργά, σαν ζόμπι, πάνω σ’ έναν κόκκινο δρόμο.
Η αποκρυπτογράφηση του «Μοντέλου» είναι προφανής. Ο Σφήκας κινηματογραφεί τον απάνθρωπο βιομηχανικό τρόπο παραγωγής στο καπιταλιστικό σύστημα. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι η «πρώτη ύλη», το «καύσιμο» της παραγωγικής μηχανής, σε μια διαδικασία αέναη, χωρίς αρχή και τέλος. Η απουσία ήχου, τονίζει ακόμη πιο πολύ το αναπόδραστο της όλης διαδικασίας, που προσιδιάζει στον θάνατο.
Στην ταινία δεν συμβαίνει τίποτ’ άλλο για μιάμιση σχεδόν ώρα, με την θέασή της να αποτελεί ένα στοίχημα για τον θεατή, ο οποίος καλείται να ξεπεράσει τα στεγανά τής μυθοπλασίας, της δράσης, της αφηγηματικότητας, του σεναρίου κ.λπ., να υπερβεί δηλαδή το κυρίαρχο κινηματογραφικό μοντέλο, προκειμένου να ανακαλύψει, αν μπορέσει, έναν άλλο κινηματογράφο, που έχει οπωσδήποτε σοσιαλιστικές αναφορές ακόμη και στο καλλιτεχνικό επίπεδο, και όχι μόνον στο επίπεδο της κεντρικής ιδέας, έλκοντας όμως στοιχεία και από το αμερικάνικο underground, τον Andy Warhol και άλλους διάφορους πειραματιστές του ’60, εξ ίσου πρωτοπόρους και αντι-αφηγηματικούς.
Σε κάθε περίπτωση μια ταινία, που θα μπορούσε να διαρκεί πέντε-δέκα λεπτά, διαρκεί τελικά 86 (ή 105 κατά τη βάση IMDb), καθώς μετατρέπεται, στην πράξη, σε μια διανοητική κατασκευή, ικανή να δοκιμάσει την υπομονή και την αντοχή του θεατή.
Γράφει σχετικά ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην εφημερίδα Ριζοσπάστης (29 Σεπτεμβρίου 1974), λίγο μετά την προβολή του «Μοντέλου» στην Θεσσαλονίκη:
«Η ταινία διάρκειας μιάμισης ώρας είναι γυρισμένη ολόκληρη σ’ ένα πλάνο, ενώ τα αναγκαστικά σταματήματα για την αλλαγή του σασί της κάμερας (σ.σ. η θήκη που περιέχει το αρνητικό φιλμ, η οποία θα πρέπει να γεμίζει ανά διαστήματα) τις περισσότερες φορές δεν γίνονται αντιληπτά (σ.σ. κρύβονται από την μεγέθυνση των προϊόντων μπροστά από το φακό). Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος της δράσης και ο χρόνος θέασης αυτής της δράσης ταυτίζονται. Δεν υπάρχει καμιά χρονική συμπύκνωση κι ακόμα ο φυσικός χρόνος, που επιβάλλει η νοούμενη από το σενάριο δράση, πολλαπλασιάζεται ακατάπαυστα, μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος προβολής.
Τούτος ο πολλαπλασιασμός συντελείται μέσα σ’ ένα ντεκόρ μόνιμο και αμετακίνητο, ενώ ο παγωμένος χώρος αποκτά μια μακάβρια επιπρόσθετη ακινησία χάρη και στη μια και μοναδική γωνία λήψεως.
Τα μόνα “ζωντανά” στοιχεία μέσα στο απόλυτα στυλιζαρισμένο ντεκόρ είναι η κίνηση των μηχανικών γραναζιών και η διπλή και ταυτόχρονη κίνηση δύο ομάδων ανθρώπων και ενός ιμάντα, που πετάει εκτός κάδρου τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα του μοντέλου ενός εργοστασίου, που είναι το μοντέλο του καπιταλισμού».
Το «Μοντέλο» γυρίστηκε στο Αμερικανικό Κολέγιο Θηλέων στην Αγία Παρασκευή (το σημερινό Pierce), βασικά δύο καλοκαίρια, τον μήνα Αύγουστο (πιθανώς αυτά τα καλοκαίρια να ήταν εκείνα του ’73 και του ’74). Αυτό λέει ο οπερατέρ, ντεκορατέρ, μακετίστας και διευθυντής φωτογραφίας στο «Μοντέλο» Γιώργος Καβάγιας στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος ’74 (τεύχος 2-3, Οκτώβριος-Δεκέμβριος ’74).
Ο Καβάγιας εξηγεί όλα τα τεχνικά της ταινίας, όλες τις πατέντες και όλα τα τρικ που εφαρμόστηκαν προκειμένου να ολοκληρωθεί το «Μοντέλο», για να καταλήξει:
«Προβλήματα δεν έλειψαν ποτέ. Γι’ αυτό χρειαστήκαμε και δεύτερο καλοκαίρι για να τελειώσουμε. Το τελικό πρόβλημα ήταν τα χρώματα (σ.σ. που είναι όντως εντυπωσιακά). Αρχική απόφαση ήταν η φυσική απεικόνιση των κινηματογραφουμένων. Η ιδέα για την προβολή αρνητικής εικόνας ήταν κοινή. Βλέπαμε ο Κώστας κι εγώ στη μουβιόλα, περσινά σκάρτα αρνητικά, για να μελετήσουμε την κίνηση. Μας έκανε εντύπωση η αρνητική εικόνα. Από κει και πέρα αρχίσαμε τους πειραματισμούς, για να καταλήξουμε σ’ αυτό που είδαμε όλοι.
Τα αντικείμενα βάφτηκαν, έτσι ώστε στο αρνητικό να δείχνουν ό,τι είδαμε. Το ίδιο και με τις στολές των ηθοποιών και των ανδρεικέλων. Κάθε μέρα φωτογραφίζαμε χρώματα και τα μελετούσαμε στο αρνητικό. Με το πέρασμα στο θετικό και ξανά σε αρνητικό, το οποίο και θα προβαλλόταν τελικά, με την παρεμβολή διαφόρων φίλτρων, πετυχαίναμε διαφορετικά αποτελέσματα. Δεν έμενε παρά να διαλέξουμε.
Στη λήψη χρησιμοποίησα διαφορετικό φίλτρο στο εργοστάσιο και τη γέφυρα, απ’ αυτό που έβαλα στο δρόμο, ώστε να πετύχουμε έναν χρωματικό διαχωρισμό στο χώρο. Έτσι, χρώματα, σύνθεση, κίνηση, τρυκ τελάρου κ.λπ. έκαναν όλα μαζί αυτό το πλάνο. Μερικοί είπαν: δεν ήταν παρά ένα πλάνο. Ναι, αλλά τι πλάνο!».
Στο ίδιο τεύχος του Σύγχρονου Κινηματογράφου ο Κώστας Σφήκας μιλάει (στις Φρίντα Λιάππα και Τζίνα Κονίδου) για τον «ήχο» της ταινίας, που κρύβεται πίσω από τη σιωπή, τον ρυθμό της και άλλα πολλά. Οι σκέψεις του έχουν πολύ ενδιαφέρον...
«Νομίζω πως η σιωπή συνδέεται με την αίσθηση του θανάτου, που γεννάει η ταινία. Νομίζω πως υποβάλλει μιαν αίσθηση θανάτου. Σα να είναι ένα νεκροταφείο, τελικά, που περίεργα αποτελεί κι ένα μπαλέτο. Είναι ένας μηχανισμός που γεννάει θάνατο. Και, ταυτόχρονα, είναι ένας φανταστικός μηχανισμός. Όλα αυτά, νομίζω, τα υποβάλλει με μεγαλύτερη συνέπεια η σιωπή, από οποιοδήποτε ήχο. Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την υποβολή, που δημιουργεί η σιωπή. Δεν πρόκειται για παύσεις. Πρόκειται για απόλυτη σιωπή, που νομίζω πως ταυτίζεται μ’ αυτή τη διαρκή γέννα θανάτου που υπάρχει μέσα στην ταινία. Ιδιαίτερα τα πρώτα μηχανήματα θυμίζουν όρθιες σαρκοφάγους. Και είναι ενσυνείδητα φτιαγμένα έτσι, από τα στοιχεία που βρήκα στα προσπέκτους των διαφόρων βιομηχανιών.(...)
Στο Μοντέλο ήθελα να πλησιάσω και από μία κατεύθυνση τη μουσική. Δηλαδή να δημιουργηθεί ένα είδος οπτικής μουσικής. Δηλαδή να είναι μόνη, γυμνή, η κίνηση και να υποβάλλει την αίσθηση ενός ρυθμού. Και μέσα από το χρώμα να υποβάλλονται οπτικές τονικότητες. Αυτά τα πράγματα τα φιλοδοξούσα πολύ. Δεν τα κατόρθωσα όμως. Πλησίασα κάπως προς αυτήν την κατεύθυνση – και το λέω επειδή η ρυθμική φύση τής ταινίας γίνεται υπερτροφική από την κίνηση των αντικειμένων. Και εκεί ο ρυθμός κυριαρχεί τόσο πολύ, που τους άλλους ρυθμούς τους αφήνει σαν ένα φόντο. Δηλαδή καταντάει η ταινία σαν ένα κονσέρτο για ένα όργανο και ορχήστρα. Γίνεται υποτονική η παρουσία των άλλων στοιχείων που συντονίζουν το ρυθμό. Ήθελα να έχω μεγαλύτερες δυνατότητες ενορχηστρωτικής λειτουργίας μέσα στο φιλμ».
Φυσικά το «Μοντέλο» δεν προβλήθηκε ποτέ εμπορικά –δεν πέρασε στο εμπορικό κύκλωμα, στις αίθουσες– όπως και οι περισσότερες από τις ταινίες του Κώστα Σφήκα.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης υπεράσπιζε την τέχνη του, έναντι του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου, ακόμη και του καλλιτεχνικού εμπορικού κινηματογράφου, και σε μιαν άλλη συνέντευξή του, μεταγενέστερη, στο περιοδικό Οθόνη, τεύχος 27, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1986, μιλάει γι’ αυτό στον Αχιλλέα Ψαλτόπουλο, με αφορμή την ταινία του «Αλληγορία».
Τα λόγια του μπορεί να είναι προσανατολισμένα προς το τότε φιλμ του, αλλά έχουν γενικότερη αξία, και θα μπορούσε κάλλιστα να αφορούν και στο «Μοντέλο». Έλεγε ο Κώστας Σφήκας:
«Δεν αμφισβητώ πως πρόκειται για μια δύσκολη ταινία. Άλλωστε υπάρχει τεράστια θεωρητική δουλειά πίσω της. Ανάλογα με την κατάρτιση του κάθε θεατή μπορεί να γίνει κατανοητή ή όχι, να τον ενδιαφέρει ή όχι. Όμως, εκεί όπου στενοχωρήθηκα πολύ ήταν όταν κατά την προβολή της, στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, υπήρξαν άτομα που φώναζαν: “πού πήγαν τα χρήματά μας, τα χρήματα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου;”.
Γιατί; Η ταινία πήρε λιγότερα χρήματα από πολλές άλλες, και δεν πιστεύω πως ήταν χειρότερη από πολλές άλλες. Είχα να κάνω ταινία εδώ και 11 χρόνια. Και πάλι έκανα μια δύσκολη ταινία, αυτό που λένε “αντιεμπορική”. Είναι μια ταινία που δεν χαϊδεύει τους θεατές. Θα μπορούσα να κάνω μια ταινία, όπως τόσες άλλες που κυκλοφορούν, και να φέρει πίσω χρήματα. Δεν μ’ ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Προτιμώ να δουλεύω πάνω στον κινηματογράφο-δοκίμιο, που άρχισα να κάνω με το Μοντέλο. Χωρίς υποχωρήσεις.
Να μην την έφερνα λοιπόν στο Φεστιβάλ; Να μην προβαλλόταν ποτέ; Γιατί; Μια ταινία γίνεται για να παιχτεί. Κι όταν προετοιμάζεται αντικατοπτρίζει την αισθητική, την ιδεολογία, την προβληματική, τέλος πάντων, του δημιουργού της. Είναι ένα προσωπικό δημιούργημα. Όχι, όμως, ξεκομμένο από τον κοινωνικό της χώρο. Ο καλλιτέχνης, ως ευαίσθητος δέκτης, δέχεται τα ερεθίσματα από γύρω του, συλλαμβάνει τις αντιθέσεις και την συλλογική συνείδηση κι αυτό το εκφράζει με τον δικό του τρόπο στο δημιούργημά του. Εξαρτάται από την ευαισθησία των δεκτών, των θεατών, εάν θα παραλάβουν το μήνυμά του ή όχι. Μερικοί είναι σίγουρο πως δεν θα το κάνουν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο καλλιτέχνης θα πρέπει να πάψει να δημιουργεί με τον δικό του τρόπο».
Παρακολουθήστε το «Μοντέλο» έως την Κυριακή, 17 Μαΐου στις 20:00, από το site της Ταινιοθήκης της Ελλάδος:
σχόλια