Η παρουσία του Χρήστου Πολίτη σε κινηματογραφική ταινία μετά από 47 χρόνια (όπως ειπώθηκε από τον ίδιο), στο “Broadway” του Χρήστου Μασσαλά, τα λόγια του μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα, στην πρεμιέρα της ταινίας, όπως και μια συνέντευξή του στο news247.gr (στον Θεοδόση Μίχο) έφεραν ξανά στο προσκήνιο τον παλαιό ηθοποιό – κάτι που συνέβη, επίσης, μετά από αρκετά χρόνια, από την εποχή της σειράς «Η Λάμψη» (1991-2005), στην οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Χρήστος Πολίτης, εξαφανισμένος από την δημόσια σφαίρα, θα βγει με δύναμη στο τώρα, μιλώντας για πολλά και διαφορετικά θέματα, με γλώσσα έξω από τα δόντια, δείχνοντας να μην υπολογίζει προσωπικό κόστος, όπως και παλιές σχέσεις και φιλίες, εκθέτοντας τα σημερνά πολιτικά πιστεύω του, τις απόψεις του γύρω από τα θέματα που βασανίζουν εσχάτως το θέατρο, αναφερόμενος και στη σχέση του με το παρελθόν, για όλα εκείνα, τέλος πάντων, που έχει ζήσει και για τα οποία δείχνει να έχει, λίγο πριν από τα 80 του, μιαν άποψη άτεγκτη και σίγουρη.
Έκαναν εντύπωση όσα είπε ο καλός ηθοποιός, βασικά για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο κόσμος δεν γνώριζε ποιος είναι ο Χρήστος Πολίτης πέρα από τους ρόλους του (σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση) και δεύτερον γιατί δεν μάσησε τις κουβέντες του – για κανέναν και για κανέναν λόγο. Είπε εκείνα που ήθελε να πει, εκείνα που πίστευε, χωρίς να ενδιαφερθεί για τις αντιδράσεις που αυτά θα προκαλούσαν.
Στις αρχές των σέβεντις ο Χρήστος Πολίτης ήταν περιζήτητος και σαν φιγούρα, καθότι ήταν ωραίο παιδί, ωραίος άντρας, μα και σαν πιο βαθύ περιεχόμενο, γιατί ήξερε να μιλάει και να λέει πράγματα, μάλλον προχωρημένα (αν αναλογιστούμε την μικρή εμπειρία του ως ηθοποιός). Θέλουμε να πούμε πως από τότε ο Χρήστος Πολίτης έδειχνε να εμμένει σε κάποιες απόψεις, αρθρώνοντας συνεπή και στιβαρό λόγο.
Και προκάλεσαν αντιδράσεις πολλές και από διαφόρους χώρους. Και έδωσαν και τροφή στις σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές και στα ανάλογα σάιτ, που κατοπτεύουν την καθημερινότητά μας, με πολλές δόσεις κακόγουστης ελαφρότητας, συχνά ανεξέλεγκτου κοινωνικού σχολιασμού και βασικά με την τελείως εσφαλμένη πεποίθηση πως όλα αυτά τα ζητήματα αποτελούν τον προνομιακό τους χώρο. Ουδέν αναληθέστερον.
Κατ’ αρχάς, και σε σχέση με τον Χρήστο Πολίτη, να πούμε πως το «μετά από 47 χρόνια αποχής» που είπε για την επανεμφάνισή του στο σινεμά, δεν είναι απόλυτα ακριβές, πόσο μάλλον όταν αυτό το συνδέει ο ίδιος με την ταινία «Αστερισμός της Παρθένου» της Finos Films, που είναι ταινία του 1973 – άρα τα χρόνια θα ήταν 49.
Ο Χρήστος Πολίτης είχε εμφανισθεί σε ταινία και πιο μετά, το 1974 («Ο Γιος μου ο Στέφανος» του Μάριου Ρετσίλα), ενώ τη σεζόν 1974-75 είχε προβληθεί στις αίθουσες και η ταινία «Ο Τρόμος (Στα Δίχτυα του Τρόμου)» (σκ. Ντίμης Δαδήρας-Βαγγέλης Σερντάρης), στην οποία πρωταγωνιστούσε, που όμως αποτελούσε μονταρισμένη περίληψη ενός σίριαλ με τον ίδιο τίτλο, από το 1973.
Και βεβαίως στα χρόνια του βίντεο ο Χρήστος Πολίτης είχε πρωταγωνιστήσει επίσης σε κάποιες ελάχιστες ταινίες (ανάμεσά τους και η αξιόλογη «Οι Αδίστακτοι» του Νίκου Παπαμαλή από το 1988), που και αυτές είναι κινηματογράφος φυσικά.
Υπάρχουν κάποιοι που συνδέουν την κινηματογραφική πορεία του Χρήστου Πολίτη με την χούντα, με το στρατιωτικό καθεστώς. Και βασικά με το γεγονός πως ο Χ. Πολίτης είχε πρωταγωνιστήσει σε ουκ ολίγες εθνικοπατριωτικές ταινίες («Στη Μάχη της Κρήτης», «Ο Τελευταίος των Κομιτατζήδων», «28η Οκτωβρίου, Ώρα 5.30», «Ολοκαύτωμα», «Δώστε τα Χέρια», «Οι Τελευταίοι του Ρούπελ» κ.λπ.).
Πολλών καλλιτεχνών (και όχι μόνον ηθοποιών) συνέπεσε να ξεκινήσει ή να ξετυλιχτεί η διαδρομή τους στην επταετία και αυτό δεν μπορεί να λογίζεται ως κάποιου είδους μομφή. Πόσο μάλλον για τον Χρήστο Πολίτη, που πρωταγωνιστεί το 1970 στην ταινία «Ο Λιποτάκτης» του Χρήστου Κεφάλα, με συμπρωταγωνίστρια την πολύ γνωστή, λίγο αργότερα, τραγουδίστρια Αλεξάνδρα.
Εντάξει, στο τέλος ο λιποτάκτης, αφού έχει αναστατώσει ερωτικά δύο γυναίκες, παραδίδεται από τον σύζυγο της μιας στις αρχές (κάθε άλλο τέλος θα ήταν αδιανόητο εκείνη την εποχή), όμως η θέληση του στρατιώτη να ζήσει ελεύθερος (έξω από την καταπιεστική δομή του στρατού) και το γεγονός πως συνεγείρεται από τον έρωτα, κινούμενος έξω από τον νόμο, προηγούνται αμφότερα της παράδοσής του – και πάνε κόντρα, αν θέλετε, και σε βασικά ιδεώδη από τα οποία εμφορείτο το στρατιωτικό καθεστώς.
Φυσικά τον καλύτερο Χρήστο Πολίτη, στην οθόνη, θα τον βλέπαμε στην ταινία τού Πέτρου Λύκα «Το Κορίτσι του 17» (1969). Το ωραίο και κάπως άγουρο παίξιμό του είχε κάνει εντύπωση, τότε, με αποτέλεσμα ο ίδιος να λάβει βραβείο Β Ανδρικού Ρόλου, στο 10ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Μεγάλη καμπή στην καλλιτεχνική πορεία του Χρήστου Πολίτη θα αποτελούσε η εμφάνισή του στην Επίδαυρο, το 1972. Ο ηθοποιός το υπενθυμίζει και τώρα, αυτό, με καμάρι, και καλά κάνει.
Το καλοκαίρι του 1972 (2 Ιουλίου έως 13 Αυγούστου), στα Επιδαύρια, ανεβαίνει από το Εθνικόν Θέατρον η τριλογία «Ορέστεια» του Αισχύλου (είχαν προηγηθεί οι «Χοηφόροι - Ευμενίδες», στο Aldwych Theatre του Λονδίνου, στο διάστημα 27 Απρ.-3 Μαΐου 1972). Την Κυριακή 2 Ιουλίου προηγείται ο «Αγαμέμνων» και την Κυριακή 16 Ιουλίου ακολουθούν οι «Χοηφόροι - Ευμενίδες» (οι παραστάσεις θα επαναλαμβάνονταν και στις 12-13 Αυγούστου), σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, μετάφραση Τάσου Ρούσσου, σκηνογραφία Κλεόβουλου Κλώνη, κοστούμια Διονύση Φωτόπουλου, μουσική Στέφανου Βασιλειάδη και χορογραφία Ζουζούς Νικολούδη.
Τον ρόλο του Ορέστη στις τραγωδίες «Χοηφόροι - Ευμενίδες» είχε ο Χρήστος Πολίτης, πρωταγωνιστώντας δίπλα στην Ελένη Χατζηαργύρη (Ηλέκτρα), την Μαίρη Αρώνη (Κλυταιμνήστρα), τον Νίκο Καζή (Αίγισθος) κ.ά., με την ερμηνεία τού 30χρονου ηθοποιού να ξεχωρίζει (με πολύ καλές, γενικώς, κριτικές).
Μια άλλη θεατρική παρουσία, για τον Χρήστο Πολίτη, εκείνα τα χρόνια, αφορούσε στην ερμηνεία του (ως Γκίλντενστερν) στο έργο του Tom Stoppard «Ο Ρόζενκραντς και ο Γκίλντενστερν Πέθαναν», που είχε ανεβάσει η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου τη σεζόν 1972-73 (πρεμιέρα στις 19 Οκτωβρίου 1972), σε σκηνοθεσία Λάμπρου Κωστόπουλου και μετάφραση Ευγενίας Συριώτη. Το δίδυμό του με τον Νικηφόρο Νανέρη (Ρόζενκραντς) άλλους είχε ενθουσιάσει και άλλους όχι.
Το 1974 ο Χρήστος Πολίτης (διευθύνων σύμβουλος) και ο Αντώνης Αντύπας (καλλιτεχνικός διευθυντής) ιδρύουν το Απλό Θέατρο, ανεβάζοντας σύγχρονο ρεπερτόριο (Arthur Miller, Tennessee Williams, Joe Orton, Harold Pinter, Françoise Sagan κ.ά.) – με τον Χ. Πολίτη να αποχωρεί το 1990 και με τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Φάσμα / Απλό Θέατρο να συνεχίζει μέχρι το 2012.
Στις αρχές των σέβεντις ο Χρήστος Πολίτης ήταν περιζήτητος και σαν φιγούρα, καθότι ήταν ωραίο παιδί, ωραίος άντρας, μα και σαν πιο βαθύ περιεχόμενο, γιατί ήξερε να μιλάει και να λέει πράγματα, μάλλον προχωρημένα (αν αναλογιστούμε την μικρή εμπειρία του ως ηθοποιός). Θέλουμε να πούμε πως από τότε ο Χρήστος Πολίτης έδειχνε να εμμένει σε κάποιες απόψεις, αρθρώνοντας συνεπή και στιβαρό λόγο.
Τον Σεπτέμβριο του 1972, λίγο μετά από την εμφάνισή του στην Επίδαυρο, ο Χρήστος Πολίτης θα έδινε μια συνέντευξη και θα φωτογραφιζόταν για το πιο δημοφιλές οικογενειακό περιοδικό της εποχής, το Φαντάζιο (τεύχος #184). Η συνέντευξη είχε δοθεί στην σημαντική Σούλα Αλεξανδροπούλου, ενώ οι φωτογραφίες ανήκαν στην Ευσταθία Ναυπλιώτου.
Ένα μεγάλο μέρος εκείνης της συνέντευξης του Χρήστου Πολίτη μεταφέρουμε τώρα, εδώ, με τον 30χρονο ηθοποιό να παίρνει πρώτος τον λόγο...
Η συνέντευξη του Χρήστου Πολίτη από το 1972
Αγαπώ το θέατρο και μ’ ενδιαφέρει οποιαδήποτε έκφρασή του. Είμαι τυχερός που από το πρώτο μου ξεκίνημα είχα την ευκαιρία να παίξω μεγάλους ρόλους. Όχι γιατί έτσι χρήσθηκα πρωταγωνιστής. Μόνο γιατί έπαιζα. Ξεκίνησα με Σαίξπηρ, συνέχισα με το «Τσάι και Συμπάθεια». Ξέρω πως τότε δεν είχα πείρα. Ωστόσο, την πείρα ο ηθοποιός την αποκτά πάνω στο σανίδι. Η Κατίνα Παξινού μ’ έμαθε πώς να μιλάω σωστά. Κι ο Τάκης Μουζενίδης πώς να σκέφτομαι. Είναι οι δυο άνθρωποι που ουσιαστικά με βοήθησαν στη Σχολή. Βγαίνοντας στο θέατρο συνάντησα την Τιτίκα Νικηφοράκη. Με βοήθησε ως ηθοποιό και ως άνθρωπο. Με δίδαξε πολλά, ίσως γιατί πείστηκε πως ήθελα να μάθω.
– Η ερμηνεία ενός ρόλου είναι μια δημιουργία ανεξάρτητη από τον άνθρωπο;
Κάθε ρόλος περνά μέσα από την ψυχή μας, ζυμώνεται με τις εμπειρίες μας. Για να παίξω τον Ορέστη δεν μιμήθηκα, ούτε δανείστηκα. Έψαξα και βρήκα ό,τι βρήκα.
– Πόσο σίγουρος είναι ένας νέος ηθοποιός μετά από μια πετυχημένη δοκιμασία;
Σίγουρος δεν ένοιωσα ποτέ. Ούτε θα νοιώσω. Εξακολουθώ να βρίσκομαι σ’ ένα συνεχή αγώνα, αναζητώντας καινούργιες αποχρώσεις. Έπαιζα διαφορετικά στο Λονδίνο, διαφορετικά στην Επίδαυρο. Κι αν ξαναπαίξω τον Ορέστη, δέκα χρόνια ύστερα, θα είναι πάλι διαφορετικά.
– Πιστεύεις πως η πράξη της δημιουργίας είναι μηχανική και ανεξάρτητη;
Η τέχνη είναι έκφραση της πραγματικότητας, βγαίνει από τον κόσμο και απευθύνεται στον κόσμο. Δεν πιστεύω στο ψυχαγωγικό θέατρο. Κι ας λένε πως ο κόσμος έχει ανάγκη από ψυχαγωγία. Μη γελιόμαστε, έχει περισσότερη ανάγκη από διδασκαλία. Ένα θέατρο, που θα τον προβληματίσει και του προσφέρει μια γεύση αισθητική.
– Για να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο χρειάζεται αγώνας. Είναι μια πορεία αντιστρόφως ανάλογη από την οικονομική επιτυχία, τη μεγάλη δημοσιότητα. Είσαι διατεθειμένος να παραιτηθείς απ’ όλα, μέλος κι εσύ μιας κοινωνίας καταναλωτικής;
Νομίζω το είχα ξαναπεί πως όλα αυτά δεν ανήκουν στον κύκλο εκείνων που με ενδιαφέρουν. Έχω περιορίσει τα έξοδά μου, μου φτάνουν λίγα και η καλλιτεχνική ελευθερία μου. Όταν με παρέσυρε κι εμένα αυτός ο κύκλος της επιτυχίας, τα κατάφερα να κρατηθώ χάρη στην ανησυχία που είχα. Ναι, συνάντησα και ανθρώπους που με βοήθησαν. Στη βάση, ωστόσο, υπήρχα εγώ και η δική μου προδιάθεση, η πεποίθησή μου πως κάποιον άλλο δρόμο έπρεπε ν’ ακολουθήσω. Αν δεν ήταν έτσι θα είχα μείνει στα μισά του δρόμου.
– Τι υπήρχε λοιπόν πίσω από την επιθυμία να γίνεις ηθοποιός; Η δόξα;
Θα απαντήσω έμμεσα. Δεν πανηγύρισα ποτέ για καμιά μου επιτυχία. Δεν πανηγύρισα ούτε όταν έπαιξα τον Ορέστη. Ήμουν μόνο ευτυχής. Στην Επίδαυρο, μετά την παράσταση, μια κυρία ήλθε στο καμαρίνι και με ρώτησε «τι νοιώθετε κύριε Πολίτη τώρα;». Απήντησα «κουρασμένος» και την είδα να εκπλήσσεται.
– Η επιτυχία λοιπόν, τα χειροκροτήματα στο Λονδίνο και την Επίδαυρο, δεν τάραξαν την ισορροπία σου, δεν σ’ έστειλαν ψηλότερα, στα σύννεφα;
Μόνο τα όνειρά μου βρίσκονται έξω από την πραγματικότητα. Ίσως γιατί η θεατρική μας πραγματικότητα δεν είναι αυτή που θα ’θελα ή που θα ’πρεπε. Ξέρω πως ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Είμαι αποφασισμένος να δουλέψω και να προσπαθήσω.
– Τι θέλεις να εκφράσεις μέσα από το θέατρο;
Την ανησυχία μου γι’ αυτό που γίνεται και δεν είναι σωστό. Την ανάγκη να γίνει ο κόσμος πιο σωστός. Παίζοντας τον Ορέστη γίνομαι ο φορέας του Αισχύλου και η ευθύνη είναι μεγάλη. Αν καταφέρω να επικοινωνήσω με το κοινό, κέρδισα μεγάλη νίκη.
– Υπήρξες ωστόσο και φορέας συγγραφέων, που ανίερη θα ήταν η σύγκρισή τους με τον Αισχύλο...
Το ξέρω. Οι αντιφάσεις έγιναν νόμος της ζωής μας. Για να φτάσω στον Ορέστη χρειάστηκε να παίξω πολλά πράγματα που δεν πίστευα.
– Το μοντέρνο θέατρο, θέατρο συνόλου, που μειώνει συχνά το ρόλο του ηθοποιού σ’ ενδιαφέρει;
Δεν πιστεύω πως το θέατρο είναι ο ένας ρόλος. Σημασία έχει το έργο και η παράσταση.
– Η θεμελίωση της καριέρας συμβαδίζει με την καλλιτεχνική βελτίωση;
Όχι. Η καριέρα στηρίζεται συχνά σε εξωτερικά γεγονότα. Ύστερα το θέατρο δεν είναι ούτε καριέρα, ούτε επάγγελμα. Είναι τέχνη. Κι αυτή την τέχνη πρέπει να την κρατάμε ψηλά, όχι να την κατεβάζουμε, προσαρμόζοντάς την στο κακώς εννοούμενο επίπεδο του κοινού.
– Θα ’θελα να μας θυμίσεις την αρχή της δικής σου θεατρικής ιστορίας. Πώς πήρες τον πρώτο ρόλο σου στο θέατρο και τον κινηματογράφο;
Διάβασα στην εφημερίδα πως ο Νίκος Χατζίσκος ανέβαζε το «Πολύ Κακό για το Τίποτα». Παρουσιάστηκα, μου ’δωσε ένα ρόλο βασικό, μου είπε να τον μελετήσω και να του πω αν μπορώ να τον παίξω. Καταλαβαίνεις, δεν θα ’λεγα όχι. Οπλίστηκα λοιπόν με θάρρος και απήντησα «ναι, αν με βοηθήσετε». Έτσι κι έγινε.
Τυχαία πήρα και τον πρώτο κινηματογραφικό ρόλο μου στο «Κορίτσι του 17». Ο Πέτρος Λύκας είδε κάπου μια φωτογραφία μου, με κάλεσε και μου τον ανέθεσε χωρίς πολλές συζητήσεις. Ακολούθησε το βραβείο του Φεστιβάλ και οι κινηματογραφικές προτάσεις.
Έχω καιρό να γυρίσω ταινία. Τώρα πια μ’ ενδιαφέρει ο κινηματογράφος μόνο αν μου προσφέρει κάτι ουσιαστικό. Πιστεύω στην σωτηρία μέσα από την ποιότητα. Ο κινηματογράφος είναι τέχνη και μια τέχνη δεν χάνεται. Αν υπήρχαν καλές ταινίες ο κόσμος θα πήγαινε να τις δει.
– Υπάρχει κάτι που να επηρεάζει την ανθρώπινη και την καλλιτεχνική πορεία σου;
Ολόκληρη η ζωή μου, μέχρι σήμερα, από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στην Κρήτη, κι αργότερα, ήταν μια ζωή με τρομερή ανέχεια, που με υποχρέωσε να στηρίζομαι στις δυνάμεις μου από τα πρώτα κιόλας βήματα. Δεν είναι άστοχο να πω πως έτσι διδάχτηκα να είμαι δυνατός. Και μπορώ να καυχιέμαι πως ό,τι πέτυχα το πέτυχα μόνος.