Μια πολύ διαφορετική Μήδεια έρχεται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και στο θέατρο Παλλάς, μια σύγχρονη εκδοχή του έργου του Ευριπίδη, βασισμένη σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στο Κάνσας των ΗΠΑ.
Ο γεννημένος το 1984 στη Βασιλεία, αλλά μεγαλωμένος στο Σίντνεϊ σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας Σάιμον Στόουν ξεκίνησε τη θριαμβευτική του πορεία το 2007 με το Ξύπνημα της άνοιξης του Φρανκ Βέντεκιντ και τη θεατρική ομάδα The Hayloft Project που ίδρυσε. Από τότε μέχρι σήμερα ο Αυστραλός καλλιτέχνης έχει αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους διεθνώς σκηνοθέτες του θεάτρου, της όπερας αλλά και του κινηματογράφου, καθώς έχει υπογράψει δύο ταινίες, το Daughter (2015), εμπνευσμένο από την Αγριόπαπια του Ίψεν, με πρωταγωνιστές τον Πολ Σνάιντερ και τον Τζέφρι Ρας, και το Dig (2021), με την Κάρεϊ Μάλιγκαν και τον Ρέιφ Φάινς, που προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία από το Netflix.
Η τακτική του να μεταφέρει κλασικά έργα στη σύγχρονη εποχή, αναδεικνύοντας τόσο τη διαχρονικότητά τους όσο και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης μοίρας, έχει δώσει πολλές πετυχημένες παραστάσεις, από τις πρώτες του απόπειρες με τον Πλατόνοφ του Τσέχοφ, τον Μικρό Έγιολφ του Ίψεν και τον Θυέστη του Σενέκα μέχρι τις πιο πρόσφατες, όπως η Γέρμα του Λόρκα (που είδαμε και στην Αθήνα από το Θέατρο του Νέου Κόσμου) και η Φαίδρα στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας.
Η αριστουργηματική παράσταση του Στόουν είναι εμπνευσμένη από το δράμα του Ευριπίδη, αλλά βασίστηκε στην αληθινή ιστορία της γιατρού Ντέμπορα Γκριν που το 1995 σκότωσε τα δύο από τα τρία της παιδιά και τον άντρα της.
Η επεξεργασία αυτών των διασκευών-μεταγραφών του βασίζεται πάντα στους χαρακτήρες των πρωτότυπων έργων και στους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών πάνω σε αυτούς, και στόχος της είναι η ανάδειξη του εκάστοτε έργου μέσα από μια σύγχρονη συνθήκη. Πάντως, η παράσταση που του έδωσε το διαβατήριο για τη διεθνή αναγνώριση ήταν η Αγριόπαπια το 2010, παράσταση που ετοίμασε για το πρωτοποριακό θέατρο Belvoir του Σίντνεϊ, του οποίου είχε αναλάβει τη διεύθυνση.
Έκτοτε, παραστάσεις του παίζονται στα σημαντικότερα φεστιβάλ, θέατρα και όπερες ανά τον κόσμο. Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες σκηνοθεσίες του είναι και μια παράσταση που έκανε μεγάλη αίσθηση, η όπερα The Greek Passion του Μπόχουσλαβ Μαρτίνου, την οποία το «Opera Magazine» ανακήρυξε καλύτερη παράσταση της χρονιάς. Έχοντας σκηνοθετήσει τη σύγχρονη εκδοχή της Μήδειας για το περίφημο Toneelgroep Amsterdam –το 2014 εξελίχθηκε στο Internationaal Theater Amsterdam, υπό τη διεύθυνση του Ίβο Βαν Χόφε–, για την οποία η κριτική έγραψε διθυράμβους, ανάγοντας τη σε διεθνή επιτυχία, το 2019 σκηνοθέτησε στο Ζάλτσμπουργκ τη Μήδεια του Κερουμπίνι.
Φυσικά, η αριστουργηματική παράσταση του Στόουν είναι εμπνευσμένη από το δράμα του Ευριπίδη, αλλά βασίστηκε στην αληθινή ιστορία της γιατρού Ντέμπορα Γκριν που το 1995 σκότωσε τα δύο από τα τρία της παιδιά και τον άντρα της. Η βασική πλοκή του έργου, με αλλαγμένα τα ονόματα των κεντρικών χαρακτήρων, είναι η εξής: η Άννα παίρνει εξιτήριο από την ψυχιατρική κλινική στην οποία έχει εισαχθεί μετά από σοβαρή ρήξη με τον σύζυγό της Λούκας, τον οποίο αποπειράθηκε να δηλητηριάσει. Ο Λούκας διατηρεί σχέση με την Κλάρα, μια γυναίκα νεότερή του, ωστόσο η Άννα ελπίζει ότι μπορεί να τον ξανακερδίσει. Όταν ανακαλύπτει ότι εκείνος ετοιμάζεται να φύγει μαζί της στην Κίνα, παίρνοντας μαζί του τα παιδιά τους, βγαίνει εκτός εαυτού.
Η δράση διαδραματίζεται σε έναν λευκό, κατάφωτο κύβο (σκηνογραφία Bob Cousins) μέσα στον οποίο η Άννα έχει φοβερές ψυχολογικές μεταπτώσεις και συχνά χάνει τον έλεγχο. Η ψυχολογική της κατάσταση οφείλεται στο γεγονός ότι η ζωή της δίπλα στον Λούκας δεν ήταν ποτέ πραγματικά ισορροπημένη· μέσα στα χρόνια οι αδυναμίες της επιδεινώθηκαν, αφήνοντάς τη ράκος. Στον αρχαίο μύθο η Μήδεια έχει μαγικές ιδιότητες και υπερτερεί σε ευφυΐα, στην εκδοχή του Στόουν η Άννα κατηγορεί ευθέως τον Λούκας ότι της έκλεψε μια έρευνα και την παρουσίασε ως δική του. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο είναι σφοδρές και παρόλο που όλες οι ερμηνείες είναι αξιομνημόνευτες, εκείνη της Marieke Heebink είναι τέτοιας δύναμης που έφτασε να διακριθεί με το ετήσιο θεατρικό βραβείο της Ολλανδίας Theo d’Or.
Η σύγχρονη αυτή εκδοχή προσπαθεί, μέσα από την τρέλα, τις εμμονές και τη διαβολικότητα, να εντρυφήσει στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης γενικότερα. Σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που σταδιακά αλλάζουν όπως αλλάζουν οι κώδικες της ηθικής, ο σκηνοθέτης, θέλοντας να φέρει τον αρχαίο μύθο όσο πιο κοντά γίνεται στο κοινό, θέτει το εξής ερώτημα: «Πώς θα ήταν αν μια γυναίκα ξυπνούσε ένα πρωί και, παρόλες τις εναγώνιες προσπάθειές της να το αποφύγει, μετατρεπόταν σε Μήδεια;».
Η άδεια και αποστειρωμένη σκηνή εντείνει το ψυχικό αδιέξοδο της Άννας και ενώ τα βασικά στοιχεία της διασκευής του Στόουν ξεδιπλώνονται μέσα από μια γραμμική δομή, η αφήγηση είναι σκόπιμα μη γραμμική, τονίζοντας την υπαρξιακή διάσταση της ιστορίας. Στην απεγνωσμένη της προσπάθεια να πάρει πίσω τη ζωή της, σκοτώνει τα παιδιά της.
Ίσως η συρρίκνωση του σώματος στον κενό χώρο και η κινηματογραφική αντίληψη να βοηθούν στην ένταση των συναισθημάτων και του πόνου. Όπως αναφέρει ο Στόουν: «Η Μήδεια έχει να κάνει με τη δύναμη μιας γυναίκας που βιώνει ξανά τον αποκλεισμό που ένιωθε κάποτε σε ένα αμυδρό και μακρινό παρελθόν». Θέλοντας να υπογραμμίσει ακριβώς αυτό, υποβαθμίζει άλλα στοιχεία της θεατρικής σύμβασης και βασίζεται στη δύναμη της κάμερας, ώστε να πετύχει μια θεμελιώδη εμπειρία, το τραύμα μιας γυναίκας που ήταν κάποτε ισχυρή και δυνατή, αλλά όταν εγκαταλείπεται από τον σύζυγο και από τα ίδια της τα παιδιά χάνει κάθε δύναμη, μαζί και τη γονιμότητά της. Έτσι, μέσα από μια απέριττη αισθητική η παράσταση διερευνά υπαρξιακά ζητήματα όπως η εξουσία, η σεξουαλικότητα και το φύλο.
Η Μήδεια του Στόουν φέρνει στο προσκήνιο νέες αναγνώσεις του μύθου της εμβληματικής τραγωδίας, με ένα δυνατό τέλος όπου ο Λούκας-Ιάσονας μένει ακίνητος στη μέση της σκηνής, παγιδευμένος στις στάχτες της οικογένειάς του. Παράλληλα, η μινιμαλιστική σκηνοθεσία και η χρήση κινηματογραφικών τεχνικών θέτουν για άλλη μια φορά ερωτήματα σε σχέση με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Χρησιμοποιώντας την εγγύτητα του θεάτρου και βασισμένη στο βίντεο, η παράσταση επιχειρεί να αμφισβητήσει την υποτιμημένη καταστροφική δύναμη της εξουσίας, εν προκειμένω μέσω της αδυσώπητης εκδίκησης που παίρνει η Άννα για όσα της έχουν στερήσει.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.