Aν κάτσει και μετρήσει κανείς τα χρόνια της Ρένης Πιττακή στο ελληνικό θέατρο, δύσκολα θα βρει χρονιά από να έλειπε το όνομά της από τις «σημειώσεις» του θεατρικού κοινού. Oι ρόλοι που επέλεγε, οι συνεργασίες με τους σκηνοθέτες, ο τρόπος που αναδείκνυε τα κείμενα ήταν πάντα εμπειρίες που δεν ήθελες να χάσεις.
Εξήντα περίπου χρόνια στο θέατρο, τα σαράντα από αυτά με θρησκευτική αφοσίωση στο Θέατρο Τέχνης, η Ρένη Πιττακή υπήρξε πάντα από μόνη της ένας λόγος να κατέβεις τα σκαλιά του Υπογείου, να τραβηχτείς ως την Επίδαυρο, να ξαναδείς έργα ολοκαίνουργια, γραμμένα πάνω της, αλλά και κλασικά χιλιοπαιγμένα κείμενα που εκείνη ξέρει καλύτερα από τον καθένα να φωτίζει.
«Η σκηνή πάντα με ταξίδευε. Οι ψευδαισθήσεις ενίοτε ήταν ευεργετικές. Φίλτραρα τη ζωή μου μέσα από τους ρόλους. Έβλεπα τα πάντα μέσα από το πρίσμα της τέχνης. Δεν έχω μάθει αλλιώς. Αν είχα τη δυνατότητα να ήμουν τυχοδιώκτρια, λίγο πιο απατεώνισσα ή αδίστακτη, αν είχα κάνει δέκα γάμους, ληστείες και φόνους, δεν θα είχα ανάγκη το θέατρο.
Το σανίδι ήταν ο τρόπος μου να γνωρίσω τον κόσμο και να ζήσω στα άκρα. Επειδή στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να γίνω μια άλλη, έγινα με τους ρόλους χίλιες άλλες γυναίκες», μου είχε πει κάποτε όταν τη ρώτησα αν μετάνιωσε γι’ αυτήν τη συγκινητική αφοσίωση που έχει δείξει στο θέατρο.
«Ούτε νοσταλγώ ούτε επιστρέφω, και δεν με νοιάζει ν’ αποφύγω αυτό που έχει περάσει. Ανήκω στο τώρα με όλες τις συνέπειες. Τα πάνω και τα κάτω έχουν την αξία τους, που αποτιμάται αλλιώς σε κάθε ηλικία».
Εδώ και κοντά έξι δεκαετίες δουλεύει ασταμάτητα και χαρίζει την υποκριτική της δεινότητα σε κορυφαίους Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες. Η Ρένη Πιττακή είναι ένας πραγματικός θησαυρός στα χέρια των σημαντικότερων δημιουργών μας. Ξέρει τη θεατρική γλώσσα των πιο καταξιωμένων και μαθαίνει θαυμαστά γρήγορα τους κώδικες των πιο νέων, τολμηρών συνεργατών της. «Γηράσκω αεί πολλά διδασκομένη», μου λέει σήμερα, γελώντας, επικαλούμενη τον Σόλωνα.
Από τον Κάρολο Κουν, που την υποδέχτηκε κοριτσάκι στο Θέατρο Τέχνης, και τον Λευτέρη Βογιατζή, με τον οποίο μας άφησαν ιστορικές παραστάσεις, ως τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και, φυσικά, τους πιο ξεχωριστούς της νεότερης γενιάς, όπως ο Δημήτρης Καραντζάς, δεν υπάρχει κανείς που να μην επιθυμεί συνοδοιπόρο στη σκηνή αυτήν τη σπάνιας πειθαρχίας και ευγένειας γυναίκα.
Προφανώς μπορεί κανείς να καταλάβει τι είναι αυτό που τους οδηγεί σε μια ηθοποιό που στο παρελθόν τα έχει βγάλει πέρα με όλα τα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου. Την ίδια, όμως, τι είναι αυτό που τόσα χρόνια μετά την κινητοποιεί και παραμένει τόσο ενεργή; «Στην πρώτη μου συνέντευξη έλεγα ότι για μένα το θέατρο είναι ένα παιχνίδι, μια απόδραση στο όνειρο και μια κραυγή ενάντια σε κάθε στέρηση και καταπίεση. Ακόμη το πιστεύω αυτό. Μια νίκη επί του θανάτου, μια παρτίδα σκάκι από την Έβδομη Σφραγίδα. Σήμερα δεν ξέρω αν παραμένω τόσο ενεργή, σίγουρα όμως είμαι παρούσα».
Στη σκηνή η Ρένη Πιττακή έχει μια υπέροχη απλότητα και στην κατ’ ιδίαν επαφή σε κερδίζει με τη ζεστασιά, το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό, τη φιλοσοφημένη ανάγνωση της ζωής. Δεν παραμυθιάζεται, δεν νοσταλγεί, είναι μια ακαταπόνητη εργάτρια του θεάτρου, ένα αδιανόητο υποκριτικό ταλέντο που δεν σπαταλήθηκε ποτέ αλλά και ποτέ δεν επαναπαύθηκε στα «υποκριτικά του όπλα».
«Μπορεί και να υπάρχουν φορές που χρησιμοποίησα τα γνωστά μου όπλα. Όταν όμως μου δίνεται η ευκαιρία τ’ αφήνω στη βιτρίνα και κάνω τη βουτιά μου στα θεατρικά κείμενα με φόβο και πάθος. Το να αράζει κανείς στις όποιες δάφνες του, θεωρώντας τα όποια προσόντα του “όπλα”, είναι σαν να παραιτείται».
«Ηθοποιός με ανεπτυγμένη αίσθηση των ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών της ζωντανής επικοινωνίας, με βαθιά καλλιεργημένη την αίσθηση του μέτρου, της θερμοκρασίας του σανιδιού και της δράσης, της χημείας των σωμάτων, της μουσικότητας και ρυθμικότητας κάθε αρθρωμένης λέξης, της σημαίνουσας σιωπής και της επίσης σημαίνουσας παύσης, προσεκτική στην κάθε λεπτομέρεια, χαρισματική, με εύπλαστο υποκριτικό φορτίο, αγάπησε το σανίδι όπως και αυτό την αγάπησε πολύ. Και ο κόσμος της πλατείας ακόμα πιο πολύ».
Με αυτά τα λόγια η Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών παρουσίασε πριν από λίγες εβδομάδες το σκεπτικό βάσει του οποίου της απένειμε το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου.
Αλλά τι παραπάνω να πουν τα βραβεία, όταν υπάρχουν οι μαρτυρίες του θεατρικού σανιδιού; Τον περασμένο χειμώνα την είδαμε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου να υποδύεται την παραμάνα της Ιουλιέτας, τη Νένα, στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ. Σε αυτήν την αίθουσα δεξιώσεων που ο Δημήτρης Καραντζάς παρουσίασε ως έναν υπαρξιακό τόπο όπου ανθούν η βία, η πατριαρχία και η επιβολή, η Ρένη Πιττακή, με αυτήν την έξοχη ελαφρότητά της, πρόσθετε στο θεατρικό της κοντέρ μία ακόμα σημαντική ερμηνεία.
Άλλωστε, μην παραβλέπουμε πως ο Δημήτρης Καραντζάς είναι ο άνθρωπος που την έπεισε να επιστρέψει στην Επίδαυρο μετά από 20 χρόνια, ερμηνεύοντας πέρυσι το καλοκαίρι την Άτοσσα, την «ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» στους Πέρσες που ανέβηκαν στην Επίδαυρο.
Υπάρχει, άραγε, κάτι που θεωρεί ότι λείπει από τους νέους σκηνοθέτες; «Μου αρέσει να συνεργάζομαι με νέους σκηνοθέτες, αναζητώντας τη φρέσκια ματιά τους. Μπορεί να τους λείπει η πείρα, αλλά η τόλμη, όταν δεν πρόκειται για απλή επιδίωξη εντυπωσιασμού, και η γλώσσα της εποχής έχουν την αξία τους, όπως και ο ριζοσπαστισμός χωρίς ποίηση. Η νεότητα δεν είναι πάντα θέμα ηλικίας. Τελευταία, συνεργάστηκα με ένα νέο 82 ετών...».
Ο νέος αυτός είναι, φυσικά, ο Μπομπ Γουίλσον, αυτός ο κορυφαίος Αμερικανός φορμαλιστής, χάρη στον οποίο την απολαμβάνουμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά να αναστοχάζεται τη ζωή της ως μία από τις Τρεις Ψηλές Γυναίκες. Υπηρετώντας το εικονοκλαστικό σύμπαν του Γουίλσον με το γνώριμο μακιγιάζ-μάσκα, φορώντας κρινολίνο και περούκα, η Πιττακή υποδύεται μια γυναίκα στο τέλος του βίου της, η οποία επιχειρεί μια αδυσώπητη ανασκόπηση.
Θυμάται τη ζωή της με ένα μείγμα ντροπής, ευχαρίστησης, λύπης και ικανοποίησης. Η παιδική της ηλικία, ο πρόωρος γάμος, η χαμένη αισιοδοξία, ο θάνατος του συζύγου της, η αποξένωση του γκέι γιου της, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, οι νίκες και οι πανωλεθρίες της μπαίνουν πια στις πραγματικές τους διαστάσεις, ενώ οι άλλες δυο γυναίκες που την περιβάλλουν, μια νοσηλεύτρια γεμάτη νεανική αυτοπεποίθηση (Λουκία Μιχαλόπουλου) και μια κυνική δικηγόρος (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), παίρνουν τη μορφή του νεότερου εαυτού της.
Δυσκολεύτηκε, άραγε, να μπει σε αυτόν τον ιδιαίτερο και αποστασιοποιημένο κόσμο του Αμερικανού σκηνοθέτη; «Τηρουμένων των αναλογιών, της εποχής και της ιδιοσυγκρασίας, είχα μια εξοικείωση δίπλα στον Κάρολο Κουν όταν ανεβάζαμε Ιονέσκο ή Μπέκετ. Στον Ουίλσον, βεβαίως, ο φορμαλισμός είναι ακραίος και το κέντρο βάρους είναι μετατοπισμένο στην όψη. Οι πρόβες ήταν και δύσκολες και κουραστικές.
Αλλά η μαριονέτα των πρώτων ημερών που ο ίδιος αποφάσισε πως θα φωτίσει και θα κινήσει, επιβάλλοντας τους δικούς του τόνους και ρυθμούς στην εκφορά του λόγου, αδιαφορώντας για το νόημα, απέκτησε σιγά-σιγά τη δική της ανάσα και υπόσταση, έσπασε τα νήματα. Έτσι, πλέον, μπορώ να πω ότι το διασκεδάζουμε, όπως άλλωστε ήθελε κι εκείνος.
Στις Τρεις Ψηλές Γυναίκες ο Άλμπι βάζει στο τραπέζι ζητήματα όπως η αυτογνωσία, οι διαπροσωπικές σχέσεις, το αποτύπωμα του χρόνου, η νομοτέλεια της φθοράς, οι εκκρεμότητες που έχουμε με τον παλιότερο εαυτό μας. Τη Ρένη Πιττακή, σήμερα, ποιο από όλα αυτά τη συγκινεί περισσότερο και γιατί; «Αυτό που με αγγίζει περισσότερο είναι η αποστασιοποίηση προς το τέλος, όταν οι δύο μεγαλύτερες γυναίκες αναφέρονται στην παρακμή, στη βαθμιαία κατάπτωση, στο τέλος. Ίσως αυτό με κράτησε, όταν σε ένα τραγικό γεγονός της ζωής μου κατάφερα να έχω το βλέμμα του παρατηρητή... να είμαι έξω από τον εαυτό μου, να κοιτώ από το πλάι».
Επίσης στο κείμενο, κάποια στιγμή, η μεσήλικη εκδοχή της ηρωίδας αναρωτιέται ποια ήταν «η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της» και μόνη της απαντά: «Το τώρα! Το τώρα πρέπει να είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή». Δεν μπορώ, λοιπόν, να μην τη ρωτήσω σε ποια περίοδο της ζωής της θα ήθελε πολύ να επιστρέψει και ποια σίγουρα θα απέφευγε.
«Ούτε νοσταλγώ ούτε επιστρέφω, και δεν με νοιάζει ν’ αποφύγω αυτό που έχει περάσει. Ανήκω στο τώρα με όλες τις συνέπειες. Τα πάνω και τα κάτω έχουν την αξία τους, που αποτιμάται αλλιώς σε κάθε ηλικία». «Και κάτι ακόμα, πριν κλείσουμε την κουβέντα μας: οι τρεις αυτές γυναίκες είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος άνθρωπος σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Εσείς, κοιτώντας τη νεαρή ή τη μεσήλικη Ρένη, τι θέλετε να της πείτε;» «Bye bye, love!».
Η φωτογράφιση εγινε κατά την προετοιμασία της Ρένης Πιττακή για την παράσταση «Τρεις Ψηλές Γυναίκες» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το μακιγιάζ και τα μαλλιά για την παράσταση επιμελούνται οι Άννα-Μαρία Στεργίου και Olga Faleichyk.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.