Ο Ζανγκ Γιμού πηγαίνει 1000 χρόνια πίσω για να μας πει πως, κάτω από τα πλουμιά και τα χρυσάφια, κρύβεται σήψη και παρακμή. Η «Κατάρα του Χρυσού Λουλουδιού» μοιάζει με τον «Ήρωα» και τα «Ιπτάμενα Στιλέτα» (αν και, λόγω του σχήματος των φονικών εργαλείων που χρησιμοποιούν οι νιντζοειδείς εκτελεστές του βασιλιά, μπορούμε να μιλάμε για τα ιπτάμενα δρεπάνια).

Εκτυλίσσεται σαν μια αρχαία ελληνική τραγωδία - με αιμομιξία, προδοσίες, παρεξηγήσεις, τραγική ειρωνεία και απίστευτη βία. Η βασίλισσα, ψυχολογικό ράκος από ένα αμφίβολο φάρμακο που της χορηγείται καθημερινά με τις οδηγίες του άντρα της, διατηρεί μυστικό δεσμό με τον μεγάλο γιο του ήρεμου αλλά τερατώδους βασιλιά (ο καλύτερος ρόλος του Τσόου Γιαν Φατ), η μητέρα του οποίου δεν είναι καθόλου νεκρή και προτίθεται να εκδικηθεί τον άστοργο πρώην της. Αιχμή του δόρατος ο μεσαίος γιος, ο οποίος επιστρέφει από την επαρχία και συμμαχεί με τη μητέρα του για να διεκδικήσει το θρόνο, ανήμερα της μεγάλης γιορτής του Χρυσού Λουλουδιού. Ο μικρός γιος παρακολουθεί και σημειώνει.

Χωροταξικά, το ατού της ταινίας βρίσκεται μέσα στο παλάτι, όπου η χλιδή στα σκηνικά και τα κοστούμια είναι επιτηδευμένα υπερβολική στα υλικά και τα πειραγμένα χρώματα, και ο Γιμού ελίσσεται ανάμεσα στην απελπισία, το μίσος και τη δίψα για εκδίκηση. Οι συνωμοσίες σχεδιάζονται από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας με την κόψη των ανθρώπων που ξέρουν ότι θα πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή.

Ο Γιμού δεν κάνει εκπτώσεις στο πρωτόκολλο, υποστηρίζοντας σεναριακά και σκηνοθετικά το βάρος που έχουν αποκτήσει όλοι οι πρωταγωνιστές από την εξουσία και την τελετουργία που τη συνοδεύει. Δεν παραλείπει επίσης να ραντίσει το δράμα με σκηνές μάχης και πάρα πολλούς κομπάρσους στο ρόλο των μαχητών και των στρατιωτών, σε σκηνές που απλώς έχουν σκοπό να εντυπωσιάσουν και αναπαραγάγουν ό,τι έχει ήδη δείξει πιο μεστά στον «Ήρωα». Οι σκηνές της τελικής πτώσης θυμίζουν τον «Αυτοκράτορα και τον Δολοφόνο»  του Κάιγκε· και το σύνολο, μια σεξπιρική διασκευή χωρίς τη γιαπωνέζικη ποιητικότητα του Κουροσάβα. Όλες οι αναφορές και οι δανεισμοί, καθώς και η διαπίστωση πως η ποιητική πνοή λείπει πολύ από αυτόν το μύθο, μειώνουν μια ταινία μεγάλου μεγέθους.

Απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ κοστουμιών, αναμφίβολα για τη ρόμπα του Δράκου που φοράει ο Φατ και την ενδυμασία του Φοίνικα που αντίστοιχα κοσμεί την αυτοκράτειρα, δύο μοναδικά και βαρύτιμα κομμάτια, που χρειάστηκαν δύο μήνες δουλειάς από 40 ράφτες για να ολοκληρωθούν.