Εκτός από μια σπουδαία και πολυσχιδής σκηνοθέτιδα με τεράστια και απείρως σημαντική φιλμογραφία, η Ανιές Βαρντά ήταν επίσης μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της κουλτούρας, διόλου εσωστρεφής και πάντα πρόθυμη να μοιραστεί τις απόψεις και την κοσμοθεωρία της με την ίδια θέρμη που εξέφραζε την επιθυμία της να συνεχίσει να δουλεύει μέχρι το τέλος.
«Με τις ταινίες μου», είχε πει κάποτε, «ήθελα πάντα να κάνω τους ανθρώπους να κοιτάξουν βαθιά. Δεν θέλω να υποδείξω πράγματα, αλλά να υποκινήσω στους ανθρώπους την επιθυμία να δουν από μόνοι τους».
Οι παλιές συνεντεύξεις της είναι γεμάτες από τέτοια διαμάντια. Η Βαρντά ήταν μια μηχανή ατάκας για τα πάντα από τον μισογυνισμό στο Χόλιγουντ μέχρι τη μανία της με το δενδρολίβανο, το οποίο κατανάλωνε με το κιλό «πίνοντάς» το σε ποτήρια με ζεστό νερό, κυρίως όταν εργαζόταν.
«Άλλοι πίνουν καφέ, άλλοι παίρνουν αμφεταμίνες, εγώ σπιντάρω με δενδρολίβανο» είχε πει. «Το όνομα της εταιρείας μου είναι Ciné-Tamaris, που είναι ένα είδος δενδρολίβανου. Αυτή είναι η αμφεταμίνη μου. Ζεστό νερό και βότανο. Προτιμώ να σκέφτομαι πάντως ότι την έχουμε μέσα μας την ενέργεια. Βρίσκεται κάπου εντός, αλλά μερικές φορές κοιμάται. Προσπαθώ να την ξυπνάω όταν την χρειάζομαι».
«Δεν είχα κλείσει καλά-καλά τα 30 και με αποκαλούσαν ήδη 'γιαγιά' [της Νουβέλ Βαγκ]. Είχα αρχίσει να γερνάω φαίνεται σε πολύ νεαρή ηλικία».
Όσο για την ταμπέλα της φεμινίστριας σκηνοθέτιδας που της είχε αποδοθεί από νωρίς (και την είχε αποδεχθεί), είχε δηλώσει: «Νομίζω ότι ήμουν φεμινίστρια πριν γεννηθώ ακόμα. Θα πρέπει να υπήρχε κάπου ένα φεμινιστικό χρωμόσωμα».
Αυτό που ίσως την ενοχλούσε λίγο ήταν η πρώιμη ταμπέλα της «νονάς» αλλά και της «γιαγιάς» ενίοτε της Νουβέλ Βαγκ: «Δεν είχα κλείσει καλά-καλά τα 30 και με αποκαλούσαν ήδη 'γιαγιά' [της Νουβέλ Βαγκ]. Είχα αρχίσει να γερνάω φαίνεται σε πολύ νεαρή ηλικία».
Παρότι κυρίως η Βαρντά γύριζε ταινίες στη Γαλλία, είχε εργαστεί και στο Λος Άντζελες – είχε μετακομίσει εκεί στα τέλη της δεκαετίας του '60 με τον σύζυγό της, τον σκηνοθέτη Ζακ Ντεμί, ο οποίος είχε υπογράψει συμβόλαιο τότε με την Columbia Pictures. «Από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου, ερωτεύτηκα αυτή την περίεργη πόλη» είχε πει σε μια συνέντευξή της. Συγχρόνως όμως διαισθανόταν και το χάσμα ανάμεσα στην κουλτούρα του Χόλιγουντ και στο δικό της έργο: «Εγώ δεν έκανα καριέρα, έκανα ταινίες. Είναι πολύ διαφορετικό».
Στη δεκαετία του '80 πάντως, αποφάσισαν μαζί με τον Ντεμί να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο Χόλιγουντ. Η Βαρντά όμως αποφάσισε ότι ήταν μάταιη η απόπειρα όταν σε μια συνάντησή τους με έναν παραγωγός, αυτός την τσίμπησε συγκαταβατικά στο μάγουλο. Η αντίδρασή της ήταν άμεση και καίρια, όπως είπε στην περσινή συνέντευξή της στον Guardian: «Ήταν αηδιαστικό εκ μέρους του να με τσιμπήσει στο μάγουλο. Τον χαστούκισα. Το άξιζε όμως».
Στην ίδια αυτή συνέντευξη είχε μιλήσει και για την συνεργασία της με τον καλλιτέχνη JR για το ντοκιμαντέρ Faces Places (για το οποίο έγινε η μεγαλύτερη σε ηλικία υποψήφια βραβείου Όσκαρ) στο οποίο οι δύο τους εμφανίζονται να περιφέρονται με γοργούς ρυθμούς ανά τη Γαλλία.
Ο JR έμοιαζε να μην υπολογίζει την ηλικία της 90χρονης δημιουργού, και έτσι ακριβώς το προτιμούσε και η ίδια: «Δεν με αφορά η προστασία της τρίτης ηλικίας. Είμαι ακόμα ζωντανή. Έχω ακόμα περιέργεια. Δεν θέλω να μου φέρονται σαν γέρικο υπόλειμμα μιας σαπισμένης σάρκας!».
Παρότι το Faces Places είχε να κάνει κυρίως με τους ανθρώπους που η ίδια και ο JR συναντούσαν καθ' οδόν, είναι επίσης και μια ματιά στη ζωή της και στην καλλιτεχνική της πορεία, κάτι που έκανε πιο διεξοδικά στο ντοκιμαντέρ του 2009, «Οι παραλίες της Ανιές», όπου η Βαρντά επισκέπτεται συναισθηματικά ορόσημα από το παρελθόν της. Εξηγώντας τον τίτλο της ταινίας, είχε πει τότε: «Αν μπορούσαμε να ανοίξουμε τους ανθρώπους, θα βρίσκαμε τοπία. Αν ανοίγαμε εμένα, θα βρίσκαμε παραλίες».
Με στοιχεία από το Vanity Fair
σχόλια