Ο Άντριου Νίκολ, σκηνοθέτης του Γκάτακα και υποψήφιος για  Όσκαρ σεναριογράφος του αξέχαστου Truman Show, καλείται ν’ αναπτύξει κινηματογραφικά μια καταπληκτική ιδέα (οι μεγάλες ιδέες είναι εκείνες που φαίνονται τόσο φυσικές, που όλοι εμείς να τις θεωρούμε τόσο απλές ώστε να πιστεύουμε πως ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τις συλλάβει): πάνω στο κλισέ «ο χρόνος είναι χρήμα», βάζει τους κατοίκους του Λος Άντζελες στο κοντινό μέλλον να έχουν στον καρπό τους, αντί για το κλασικό ρολόι χειρός, έναν χρονοδιακόπτη που μετρά αντίστροφα ως τη μέρα του θανάτου τους. Αν ο κάτοχος κατορθώσει να εξασφαλίσει μονάδες χρόνου, έχει το δικαίωμα να ζήσει. Αλλιώς, λήγει αυτόματα όταν τα ψηφία δείξουν μηδέν. Ο χρόνος είναι δανεικός, κλεμμένος ή εξασφαλισμένος απ’ τον πλούτο. Φυσικά, ο πληθυσμός είναι ταξικά διαχωρισμένος. Ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ περνάει απ’ το γκέτο στην γειτονιά με τις επαύλεις και τα καζίνο όταν, από τύχη, του χαρίζονται χίλια χρόνια από κάποιον που βαρέθηκε τη ζωή του και, πριν αυτοκτονήσει, του μεταγγίζει μονάδες. Εκεί, ερωτεύεται και κλέβεται με την κόρη ενός πλουσίου. Κυνηγημένοι, ως άλλοι Μπόνι και Κλάιντ, βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια σειρά περιπετειών. Ο Νίκολ μετατρέπει την ιδέα του σ’ ένα θρίλερ δράσης, για ν’ ανοιχτεί πέρα απ’ το επίπεδο των ιδεών. Στην εξέλιξη, πολλά από τα κενά της πλοκής δεν απαντώνται ή μένουν μετέωρα, σαν μεγαλόστομα αστεία ανάμεσα στον διδακτισμό και την απειλή. Ακόμη και οι ερμηνείες του Τίμπερλεϊκ και της Αμάντα Σέιφριντ είναι περιορισμένες, καθώς οι χαρακτήρες δεν είναι πλήρως μορφοποιημένοι - μόνο ο Κίλιαν Μέρφι, ο ανέκφραστος Timekeeper, εκπληρώνει τον ρόλο του αποτελεσματικά. Ωστόσο, η σύλληψη του δανεικού ή κλεμμένου χρόνου ως αλληγορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αλυσοδένει όλους τους σύγχρονους κατοίκους των πόλεων, με ντεκόρ την αιώνια νεότητα στο Λος Άντζελες των αγέραστων προσώπων και της παλιμπαιδίζουσας νοοτροπίας, εξυπηρετεί αρκούντως το στόρι.