Ο Γιώργος Ζώης πετυχαίνει να συνδυάσει το ραγισμένο love story της Αγγελικής Παπούλια με τον Βαγγέλη Μουρίκη με ένα συμπαγές υπερβατικό θρίλερ για τις χαμένες ψυχές.

 

Ο Γιάννης (Βαγγέλης Μουρίκης) οδηγεί θολωμένος και, όταν κάνει επείγουσα στάση, η γυναίκα του, Κατερίνα (Αγγελική Παπούλια), ξυπνά τρομαγμένη από τον ύπνο της στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου. Στον προορισμό τους επιβεβαιώνεται η τραγική είδηση ενός θανάτου: δεν είναι το παιδί τους, όπως μπορεί κάποιος να υποθέσει, αλλά η (έκπληκτη) Κατερίνα. Ο Γιάννης ζητά από την ιδιοκτήτρια του εξοχικού να διανυκτερεύσει εκεί όπου έμεινε για τελευταία φορά η Κατερίνα μαζί με τον επίσης νεκρό εραστή της – σκοτώθηκαν στο ίδιο δυστύχημα. Ο επίσης πεθαμένος, όπως γρήγορα καταλαβαίνουμε, έφηβος γιος της ιδιοκτήτριας χτυπά το τζάμι της Κατερίνας, της εξηγεί τι περίπου συμβαίνει, την οδηγεί στην κοντινή ταβέρνα Αρκάντια του τίτλου, όπου νεκροί έρχονται σε σωματική επαφή μεταξύ τους σαν μια νυχτερινή τελετή σεξουαλικής παραμυθίας, και ουσιαστικά τη μυεί στη νέα κατάσταση που διανύει, μια φάση κατά την οποία τα πνεύματα έχουν μείνει πίσω, δεμένα με τους ανθρώπους που τα κουβαλούν σαν άλυτες ενοχές, μαράζι και βάρος μαζί – κοινό χαρακτηριστικό είναι πως κανείς τους δεν μπορεί, όσο κι αν προσπαθεί, να αποχωριστεί τα παπούτσια που φορούσε. Σύντομα αντιλαμβανόμαστε πως οι διάλογοι που ακούγονται στον ίδιο χωροχρόνο εφάπτονται, αλλά δεν τέμνονται. Η σχέση της Κατερίνας με τον Γιάννη δεν σταματά, όπως συμβαίνει με τον νεαρό και τη μητέρα που δεν παύει να τον καλεί με τη ραγισμένη καρδιά της, έναν άνδρα που μαχαίρωσε τον αδελφό ενός απαρηγόρητου συγχωριανού του, τον σκύλο που περιμένει πιστά τον αστυνομικό ο οποίος δεν γνωρίζει αν θα επιστρέψει και πάλι κοντά του ή μια κόρη που δεν έχει συγχωρέσει τη μάνα που την εγκατέλειψε χωρίς να τη γνωρίσει. Τα φαντάσματα που κατοικούν το Aρκάντια του Γιώργου Ζώη σε σενάριο δικό του και της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη, το οποίο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα Encounters της 74ης Berlinale, υπνοβατούν με στιγματισμένη συνείδηση και πληρώνουν την αμαρτία της ζωής τους, ώσπου το εν ζωή θύμα τους να τους απαλλάξει από το άχθος και να προχωρήσει χωρίς αυτά στο επόμενο κεφάλαιο. Ο σκηνοθέτης αφομοιώνει οργανικά τις κινηματογραφικές του επιδράσεις, δημιουργώντας ένα περιβάλλον ρέουσας μετάβασης, ζοφερό αλλά και τρυφερό, σχεδόν εξομολογητικό. Ειδικά στο πρώτο ημίωρο χτίζει σασπένς, εισάγοντας χαρακτήρες, ενώ αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο δεσμό οικειότητας και εξάρτησης μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, προσθέτοντας ένα ακόμα twist από το κοινό παρελθόν τους στην παράδοξη εκκρεμότητα που βιώνουν σε μια εναλλακτική ζώνη του λυκόφωτος. Κυρίως, ενορχηστρώνει το «ταυτόχρονα» και το «αλλού» με αφηγηματική αυτοπεποίθηση και κινηματογραφική νηφαλιότητα. Το Arcadia συνδυάζει το ghost love story με ένα ψυχολογικό θρίλερ για τις ψυχές που αιωρούνται χαμηλά – γι’ αυτό και το κάστινγκ της αιθέριας, ανήσυχης Παπούλια με τον γήινο, απογοητευμένο Γιάννη του Βαγγέλη Μουρίκη είναι ιδανικό. Και παρότι τα παπούτσια, από τα πρακτικά all star του νεαρού μέχρι τις άβολες γόβες της Κατερίνας, παραμένουν μια έξυπνη άγκυρα που δένει συμβολικά και κυριολεκτικά τους ετερόκλητους χαρακτήρες, ζωντανούς και μη, στο συγχρονικό limbo, σαν τις αθόρυβες αλυσίδες των φυλακισμένων στοιχειών, δεν αρκούν για τη λύση του φινάλε.