Έχοντας αναλάβει ήδη με επιτυχία τη διασκευή ενός από τα περίφημα τέρατα της Universal για τον 21ο αιώνα, τον Αόρατο Άνθρωπο, ο Λι Γουάνελ επιχειρεί κάτι ανάλογο με τον Λυκάνθρωπο. Αν όμως η ίδια η φύση εκείνου του τέρατος επέβαλε την αφαίρεση και η τελευταία εξυπηρετούσε καταπληκτικά τη δραματουργία –όσα συνθέτουν μια τοξική σχέση συνήθως μένουν αόρατα στους έξω, τα γνωρίζουν μόνο τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη–, εδώ η αφαιρετική προσέγγιση δεν λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά, μάλλον καταλήγει έλλειψη.
Βλέπεις, ο (κινηματογραφικός) λυκανθρωπισμός σχετίζεται παραδοσιακά με το ένστικτο και την εκδήλωσή του, άρα χρειάζεται εμπλουτισμός, κατάδειξη, πάθος – και η ταινία του Γουάνελ έχει μόνο το μεσαίο από τα τρία. Στην κλασική ταινία της Universal, όταν ανάβει ο ερωτικός ανταγωνισμός, ο χαρακτήρας μετατρέπεται σε λυκάνθρωπο. Κι όταν η αγαπημένη του τον απορρίπτει, η ταπείνωση φέρνει μια έκρηξη οργής που καταπνίγεται ευνουχιστικά και οριστικά από μια καταδυναστευτική πατρική φιγούρα.
Στον σημερινό Λυκάνθρωπο, μια εισαγωγή μάς δείχνει τον ήρωα ως παιδί με έναν πατέρα σε ρόλο σκληροτράχηλου προστάτη. Στη συνέχεια ο ίδιος, ως ενήλικας, έχει μια κόρη για την οποία πρέπει να ενσαρκώσει τον ίδιο ρόλο. Μόνο που η σύζυγός του γεμίζει τον τραπεζικό λογαριασμό, εκείνος δηλώνει συγγραφέας και βρίσκεται «μεταξύ εργασιών». Στη συνέχεια, όταν μια λυκανθρωπική ύπαρξη επιτίθεται στην οικογένεια και τον δαγκώνει, η σύζυγος αναλαμβάνει προστατευτικό ρόλο. Εδώ η μεταμόρφωση σε λυκάνθρωπο πυροδοτείται από το ένστικτο της πατρικής προστασίας, η οποία, για τον ήρωα, αποτελεί αρσενικό βαρόμετρο. Κάθε φορά που η σύζυγος σώζει το βλαστάρι τους, η μεταμόρφωση εξελίσσεται. Μόνο που, στο πλαίσιο της προηγούμενης προσέγγισης, την οποία ο Γουάνελ εξέλαβε ως συνταγή της επιτυχίας, η σχέση του με τη σύζυγό του μένει ελλιπής και καλούμαστε εμείς να συμπληρώσουμε τα κενά. Μόνο που στο παίξιμο του (ταλαντούχου, μα πρωταγωνιστικά άγουρου) Κρίστοφερ Άμποτ δεν βλέπουμε ποτέ έναν αρσενικό που νιώθει αποτυχημένος στον ρόλο του πατέρα-προστάτη και ευνουχισμένος από τη σύζυγό του. Μόνο που η ανάπτυξη της σεναριακής ιδέας μένει –σωστά μαντέψατε– κι αυτή ελλιπής και η δραματουργία προκύπτει σημειακή, εκεί που στον Αόρατο Άνθρωπο είχαμε ανατροπές μέχρι τέλους και μια κακοποιητική σχέση που καταδεικνυόταν μεν μέσω της εικόνας, της ατμόσφαιρας και των τεχνασμάτων –γι’ αυτό ήταν μια πραγματικά καλή ταινία– αλλά και μέσω του σεναρίου.
Η απόφαση του Γουάνελ να βυθίσει στο σκοτάδι μέρος της δράσης, ώστε να προκαλέσει σοκ η αντιπαραβολή με το μοναδικό νέο εύρημα που φέρνει στον μύθο, πετυχαίνει μόνο την πρώτη φορά, τις επόμενες παίρνουμε απλώς δυσδιάκριτες σκηνές αγωνίας που δεν στοχεύουν στην εξυπηρέτηση ενός horror ξεσπάσματος αλλά κυρίως στην επανάληψη του ίδιου ευρήματος. Δεν απουσιάζουν εντελώς οι ιδέες –απολαυστική η αλά Jurassic Park: The Lost World σκηνή στην οροφή του θερμοκηπίου– αλλά δεν επαρκούν για να εμπλουτίσουν μια ταινία που δεν είναι για πέταμα μεν, αλλά μάλλον υστερεί ακόμα και σε σχέση με σύγχρονες απόπειρες που θεωρήθηκαν αποτυχημένες στην εποχή τους σαν το «Wolfman» (2010) του Τζο Τζόνστον και το «Wolf» (1994) του Μάικ Νίκολς. Τουλάχιστον εκείνες είχαν πρωταγωνιστές με εκτόπισμα και πάθος ανάλογο του λυκανθρωπικού ενστίκτου.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0