Ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς, η Πάγιαλ Καπάντια υφαίνει το παλίμψηστο Μουμπάι με τους κατοίκους του σαν ένα μαγικό χαλί με αστικές εικόνες της νύχτας, απόμακρες μουσικές που σβήνουν στη μεταλλική βοή και φευγαλέες φιγούρες, ανθρώπους ξένους στην ίδια τους την πόλη, στο μεγάλο ταξίδι μιας κουρασμένης καθημερινότητας. Για μια κινηματογραφίστρια που προέρχεται από το ντοκιμαντέρ (A night of knowing nothing), η μετάβασή της σε ένα περίτεχνο, λυρικό πορτρέτο τριών γυναικών είναι εντυπωσιακά αβίαστη: το Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως μιλά για τη σύγχρονη Ινδία με οικονομικό διάλογο και εικαστική καθαρότητα μέσα από τις διασταυρούμενες ιστορίες δυο νοσοκόμων και μιας μαγείρισσας. Η Πράμπα είναι η ευσυνείδητη επαγγελματίας, συγκρατημένη και μελαγχολική, καθώς ο άνδρας της έχει ξενιτευτεί στη Γερμανία, και αναπολεί τη συζυγική ζωή με νοσταλγία – έχει να τον δει έναν χρόνο, αλλά αποκρούει το φλερτ ενός άλλου άνδρα που ενδιαφέρεται για εκείνη. Η συνάδελφος και συγκάτοικός της, επίσης από την Κεράλα, η νεότερη Άνου, της ζητά χρήματα για να συμπληρώσει για το ενοίκιο και βιάζεται να συναντήσει τον Μουσουλμάνο εραστή της, αδιαφορώντας για τον φόβο του σκανδάλου. Και η γηραιότερη Παρβάτι αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της έξωσης, καθώς το φτωχικό σπίτι της προορίζεται να γίνει ένας ακόμη ουρανοξύστης. Αφήνοντας τα αδιέξοδά τους για λίγο, οι τρεις γυναίκες καταλήγουν σε μια παραθαλάσσια καλύβα. Δεν είναι μόνες. Έχουν η μία την άλλη και αγκαλιάζουν μαγικά μια προοπτική που τόσο καιρό τούς διέφευγε. Ο χρόνος μετρούσε στη Μουμπάι, αλλά στη γενέτειρα της Παρβάτι γλιστράει και χάνεται σε μια παραισθητική φιλμική πραγματικότητα, πιο απωανατολίτικη, σαν το σινεμά του Λαβ Ντίαζ, αλλά βασισμένη σε γεγονότα, ελπιδοφόρα και απτή, λυτρωτική, σιωπηλή και πολύ ζεστή.
Η Καπάντια θέλει να πει πολλά για την ταινία της, αλλά δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, όπως δήλωσε πρόσφατα στο «Sight and Sound», και έχει απόλυτο δίκιο. Τα λόγια είναι φτωχά για ένα έργο χαρακτήρων ζωγραφισμένο σε πολλές αποχρώσεις του μπλε, αποφασισμένο να εντοπίσει και να βρει την ομορφιά σε κάθε συνηθισμένο αντικείμενο, από μια τσαγιέρα και τις λινοθήκες του νοσοκομείου μέχρι τις διακεκομμένες κουβέντες και τις βεβιασμένες κινήσεις που σταδιακά παραχωρούν τη θέση τους σε χαμόγελα συνενοχής και βλέμματα λαμπερά. Η πλοκή δεν είναι το ζητούμενο σε αυτές τις τρεις από τις 21 εκατομμύρια ιστορίες της Μουμπάι που διάλεξε η Καπάντια να αφηγηθεί, γιατί η καρδιά της ταινίας βρίσκεται στην περίφημη σωτηρία της ψυχής (σημαδιακά η Πράμπα σώζει έναν άνδρα από τον θάνατο και τον μεταμορφώνει στον σύζυγο που δεν απαντά πλέον), στη σημασία της ανεκτικότητας σε μια καταπιεσμένη κοινωνία και στη στιγμή εκείνη που το φως που φανταζόμαστε (και κρύβουμε μέσα μας) δεν απειλείται πια, σαν το κλειδί της απόδρασης από μια βαριά φυλακή.
Η Καπάντια έγινε η πρώτη Ινδή σκηνοθέτις που συμμετείχε στο διαγωνιστικό εδώ και τρεις δεκαετίες και η πρώτη γυναίκα από τη χώρα αυτή που κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών, το Grand Jury Prize – η ταινία, με έναν αδιανόητο τρόπο, δεν υποβλήθηκε από την αρμόδια κρατική επιτροπή ως η επίσημη υποψηφιότητα για το διεθνές Όσκαρ. Η ειδική ομάδα της Ακαδημίας απέρριψε την ταινία που έστειλαν οι Ινδοί, οι οποίοι, μετά τις έντονες αντιδράσεις της κινηματογραφικής κοινότητας για τη στάση τους (έχουν παραλείψει το Lunchbox στο παρελθόν, και πιο πρόσφατα το RRR), δικαιολογήθηκαν λέγοντας πως το Όλα όσα φανταζόμαστε δεν πληροί τις τεχνικές προδιαγραφές!
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0