Κάποιον που συνεχίζει να κάνει αφοσιωμένα το προσωπικό σινεμά του όλα αυτά τα χρόνια, όπως ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, δεν μπορείς παρά να τον εκτιμήσεις, ειδικά όταν το σινεμά του δεν είναι κακόβουλο. Aπό κει και πέρα, κάποιες φορές οι ταινίες θα του βγουν καλύτερες, κάποιες λιγότερο καλές. Κάποιες θα επικοινωνήσουν με ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό –θυμάστε πόσο είχε αρέσει στα μέρη μας το Snows of Kilimanjaro;–, κάποιες σαν να εγκλωβίζονται εντός των ορίων της αγαπημένης του Μασσαλίας, μια περιοχής στην οποία έχει γυριστεί το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του.

 

Η νέα του ταινία ξεκινά με αφετηρία ένα αληθινό τραγικό γεγονός, την κατάρρευση κτιρίων στη Μασσαλία, και έπειτα περνά στη μυθοπλασία, η οποία σχετίζεται με αυτό το γεγονός μέσω της διατύπωσης ενός αιτήματος σχετικού με τη δικαίωση των θυμάτων. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος μιας ταινίας που επιχειρεί να χωρέσει πολλά καρπούζια κάτω από τη μασχάλη της, με την κεντρική ηρωίδα, την οποία υποδύεται (φυσικά) η Αριάν Ασκαρίντ, να λειτουργεί ως avatar του σκηνοθέτη ώστε να επικαλεστεί μια σειρά από θέματα που εξακολουθούν να τον απασχολούν – και πολύ καλά κάνουν.

 

Νιώθεις, όμως, ότι εδώ υπάρχει μια χαλαρότητα, μια σεναριακή βιασύνη που απαλύνεται κάπως από τις καλές προθέσεις –να τες πάλι– και από την ικανότητα του σκηνοθέτη να αναδεικνύει μια κοινότητα και τα μέλη της. Όσο για τον τίτλο, στα μάτια μας έχει αρνητική και θετική ερμηνεία. Η αρνητική είναι ότι οι δυνάμεις της ασυδοσίας και της αυθαιρεσίας «συνεχίζουν το πάρτι», η θετική ότι όσοι αντιστέκονται σ’ αυτές –η Αριστερά, όπως την αντιλαμβάνεται ο δημιουργός– βρίσκονται ακόμα εδώ, ακατάβλητοι, ανυποχώρητοι και συνοδευόμενοι από θετική διάθεση και σχετική αισιοδοξία για το μέλλον. Κι αυτή του η συγκρατημένη αισιοδοξία μπορεί να αφήσει ευχαριστημένους αρκετούς θεατές, έστω κι αν χρειάζεται καλή διάθεση από την πλευρά τους ώστε το ειδικό να καταστεί γενικό.