Εκτός από τα ονόματα, το μόνο που φέρνει στο νου τους Beatles είναι το αξέχαστο κιθαριστικό ριφ της εισαγωγής του «A hard day's night» - ούτε καν το όνομα του συγκροτήματος ακούγεται, αφού σε μια στιγμή προς το τέλος η θεία του Λένον αναφέρεται στο όνομα του γκρουπ, αλλά δεν το θυμάται, και κανένα από τα μέλη δεν μπαίνει στον κόπο να το θεωρήσει αρκετά ιστορικό, ή μόνιμο, για να το προφέρει. Η απουσία του θρυλικότερου τίτλου στην ιστορία του ροκ είναι ανώδυνα αστεία και διόλου τυχαία. Η ταινία της Σαμ Τέιλορ Γουντ πραγματεύεται την κρίσιμη φάση της άνδρωσης του Λένον.

Λίγο μετά την κηδεία του αγαπημένου του θείου, ο 15χρονος αλητάκος από το Λίβερπουλ ενώνει τα κομμάτια της αποσπασματικής του ανατροφής και αναζητάει τη μητέρα του, ανακαλύπτοντας πως όλον τον καιρό που μεγάλωνε στο σπίτι της αυστηρής θείας του Μίμι, η αδελφή της, η Τζούλια, έμενε στην παραπάνω γειτονιά με το σύζυγο της και τις δυο ετεροθαλείς αδελφές του! Αποφασισμένος να μάθει τι έγινε, παίρνει την πρωτοβουλία να συνάψει σχέσεις με τη μητέρα που δεν ένιωσε ποτέ κοντά του. Κι αυτό γιατί η Μίμι ήταν μια απόμακρη μητρική φιγούρα, από χαρακτήρα αλλά και από αντίδραση στον ελευθέριο τρόπο ζωής της πιο χύμα αδελφής της. Ο Λένον έρχεται σε ρήξη με τη Μίμι, παρακούγοντάς τη συνεχώς και γοητεύεται από τη Τζούλια, η οποία τον εισάγει αισθαντικά στη μουσική.

Η Τζούλια παίζει μπάντζο και ακούει μοντέρνα κομμάτια, εξισώνοντας το σεξ με το rock n' roll. Ο Λένον δεν είχε καμία επαφή με το «άθλημα» πριν από τη γνωριμία του με τη μάνα του και θέλησε να δημιουργήσει μια μπάντα από την ανάγκη του να αρέσει στα κορίτσια και να λατρευτεί όπως ο Έλβις. Είναι ορμητικός από τη φύση του, ένας καραγκιοζάκος που ανατρέπει τη βαριά ατμόσφαιρα με κλοουνίστικα καμώματα, τρυφερός και βίαιος ανάλογα με τη φάση και τη διάθεσή του, ένας ηγέτης που δεν ξέρεις ποτέ αν θα σκεφτεί με αβρότητα ή με το μίσος ενός εγκαταλελειμμένου παιδιού. Όλα τα χαρακτηριστικά που συναποτελούν τον Λένον που ξέρουμε καταγράφονται από τον Άαρον Τζόνσον, έναν 19χρονο με μαγνητική παρουσία στον κεντρικό ρόλο. Είναι πιο όμορφος από τον πραγματικό Λένον, λίγο πιο μεγάλος, ειδικά για τις σκηνές στο ξεκίνημα που υποτίθεται πως πρέπει να περάσει ως 14χρονος, αλλά έχει συλλάβει τον τόνο της φωνής και την πόζα ενός λαϊκού παιδιού από το Λίβερπουλ με ένα χαοτικό εσωτερικό κόσμο και απότομες συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Τον περιποιείται δεόντως η σκηνοθέτις και μελλοντική σύζυγός του, η Σαμ Τέιλορ Γουντ, η οποία προέρχεται από την εμπροσθοφυλακή του video art και της φωτογραφίας, αλλά δεν επιχειρεί καθόλου τη ρήξη με την κλασική βιογραφία, όπως η Τζούλι Τέιμορ με το Across the Universe. Με δεδομένο το βιογραφικό της, θα περίμενε κανείς από τη Γουντ να φέρει περισσότερα οπτικά τρικ στο σινεμά από την απλή και ευθύγραμμη αφήγηση, αλλά, αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε έναν ασταθή πειραματισμό και τον ακαδημαϊσμό με ελαφρά λοξοδρομήματα σε ποιητικές ματιές, χίλιες φορές το δεύτερο. Η Σαμ Τέιλορ Γουντ αγαπάει το συγκεκριμένο αντικείμενο και δεν θέλει να το προδώσει. Μπορεί να μην έχει στη διάθεσή της τη μεγάλη μουσική που συνέθεσε η τετράδα (και δεν τη χρειάζεται για τη χρονική στιγμή που επέλεξε να αναπαραστήσει), αλλά σωστά δεν παίρνει περιττά ρίσκα, αφού το παρελθόν του Λένον μιλάει από μόνο του και, επιπροσθέτως, έχει την ευκαιρία να επινοήσει μερικούς διαλόγους ανάμεσα στον Τζον και τον Πολ (που είχε χάσει τη μητέρα του νωρίς από καρκίνο), που πολλοί φανατικοί θα ήθελαν να είχαν ακούσει από κοντά και επί χρόνια φαντάζονταν.

Παραδόξως, επιδεικνύει εγκράτεια στην ανασύνθεση και μόνο γι' αυτό μπορούμε να ψέξουμε τη Γουντ, όταν μερικές φορές το παρακάνει στην καθημερινότητα και της λείπει το παραπέρα. Οι σκηνές ανάμεσα στον Τζον και τις δυο σημαντικές γυναίκες της ζωής του είναι υπέροχες: ειδικά η Κριστίν Σκοτ Τόμας παίζει με άψογη βρετανική απόσταση και αξιοπρεπή γεροντοκορισμό τη θεία Μίμι, που στύλωσε τα συντρίμμια του έφηβου Τζον. Ο πιο σημαντικός βοηθός της Σαμ Τέιλορ Γουντ, ωστόσο, είναι ο σεναριογράφος Ματ Γκρίνχαλντ, ο οποίος μετά τη συγγραφή και του Control παίρνει ειδίκευση στις βιογραφίες προβληματικών ροκ σταρ, με τον ίδιο τρόπο που ο Πίτερ Μόργκαν ψηλαφίζει σαν λαγωνικό τους μονάρχες (Η Βασίλισσα, Ο τελευταίος βασιλιάς της Σκοτίας).