Μετά από την παλιά, εξαίσια τριλογία του για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Βάιντα επιστρέφει στο 1940 αλλά και στο σινεμά μετά από πέντε χρόνια αποχής, με μια ταινία μεγάλη και προσωπική. Κάποιοι θα την χαρακτηρίσουν ως αναμόχλευση της ιστορίας με σκοπό την κόντρα προπαγάνδα, αλλά ο Βάιντα, πρωτίστως ως Πολωνός, έχει κάθε λόγο να ερμηνεύσει την αλήθεια πατώντας σε ντοκουμέντα, μνήμες και μαρτυρίες που δεν έγιναν γνωστές για πολλούς λόγους. Άλλωστε, η χώρα του είχε το αρνητικό προνόμιο να συνορεύει με τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση σε καιρούς χαλεπούς.
Ο πατέρας του Γάικουμπ ήταν ένα από τα θύματα μιας αμφιλεγόμενης θηριωδίας που αναγνωρίστηκε πολύ αργά, το 1990, από τη Ρωσία και αφού ο κομμουνισμός είχε καταρρεύσει. Οι συγγενείς των θυμάτων έπρεπε να περιμένουν πολύ για μια δικαίωση που δεν ολοκληρώθηκε, αφού ακόμη και σήμερα η επίσημη κυβέρνηση δεν συγκαταλέγει τις εκτελέσεις στην κατηγορία του εγκλήματος πολέμου ή της γενοκτονίας. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως, αμέσως μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Πολωνία το 1939, ο Στάλιν και το πολιτικό γραφείο σκέφτηκαν να αποδυναμώσουν τη γειτονική χώρα από την ελίτ του και να συλλάβουν την πνευματική ηγεσία μαζί με τους υψηλούς αξιωματούχους του στρατού, έτσι ώστε στο μέλλον να μην επανέλθουν δυναμικά διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους. Τους πρώτους τάφους ανακάλυψαν Πολωνοί εργάτες και ανέφεραν το περιστατικό στην μυστική ηγεσία της χώρας τους, αλλά κανείς δεν πίστεψε πως μπορεί να υπήρχαν τόσοι θαμμένοι άνθρωποι. Οι Ναζί έφεραν στο φως το γεγονός, υπερτονίζοντάς το, καθώς ο Γκέμπελς φυσικά θεώρησε πως κρατά στα χέρια του ένα τρομερό όπλο προπαγάνδας εναντίον των Σοβιετικών, προβάλλοντάς το στους δυτικούς συμμάχους και στους Πολωνούς, που ήξεραν αλλά δεν πίστευαν την έκταση των γεγονότων. Επί χρόνια, η Σοβιετική Ένωση περνούσε στην αντεπίθεση υποστηρίζοντας πως οι Γερμανοί είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τους θανάτους και πως τα πιστοποιητικά ήταν πλαστά, ενώ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν συνέφερε κανέναν να ανακινήσει το θέμα.
Ο Βάιντα προφανώς θέλησε να θυμίσει σε όλους το τρομερό μυστικό και το κάνει με μια παράλληλη αφήγηση μελών των οικογενειών που μένουν πίσω και παρακολουθούν την απομάκρυνση των δικών τους ανθρώπων, μασκάροντας τη δική του οικογένεια στους πρωταγωνιστές. Ο Πολωνός σκηνοθέτης παίρνει απόσταση από τον πόνο, σαν να πρόκειται για μια συλλογική ανάμνηση που πρέπει να ειπωθεί αντικειμενικά, και τελειώνει με ένα ανατριχιαστικό 20λεπτο, στο οποίο παραθέτει τις εκτελέσεις εν ψυχρώ.
Όσοι είχαν δει μια παλιότερη απονομή των Όσκαρ, στην οποία ο Βάιντα παρέλαβε την τιμητική διάκριση για το σύνολο της καριέρας του, είχαν αποκαρδιωθεί από το δουλικό γλείψιμο που είχε «ρίξει» στους Αμερικανούς στο speech του. Ένας άνθρωπος με προσωπικό ύφος, μεγάλες κινηματογραφικές αρετές και γνωστές φιλελεύθερες πολιτικές θέσεις, ο Βάιντα τώρα ξεπληρώνει την καλλιτεχνική ευγνωμοσύνη του στο Χόλιγουντ με μια ταινία που λες και βγήκε από τα σπλάχνα της αμερικανικής βιομηχανίας σοβαρού θεάματος (δεν κάνει τον Ράμπο αλλά κάτι σαν τη Λίστα του Σίντλερ).
Το Κατίν δεν είναι κακή ταινία, το αντίθετο μάλιστα: διαθέτει τεχνική αρτιότητα αναμφισβήτητη, ταιριαστή γκριζάδα στη φωτογραφία και ζοφερή μουσική του Πεντερέσκι, περίτεχνη πλοκή που διασταυρώνει πολλούς χαρακτήρες και καταλήγει στο κερασάκι της φρίκης, μια ατελείωτη σεκάνς με σφαγή χωρίς οίκτο.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0