Η συνάντησή μου με τη Γουόρις Ντίρι στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν μοναδική εμπειρία - μια συνέντευξη που δεν έμοιαζε με τις υπόλοιπες. Μια όμορφη και δυναμική γυναίκα μπήκε φουριόζα στο χώρο όπου είχε στηθεί μια κάμερα. Κάθισε άβολα στην πολυθρόνα, σαν να ήταν έτοιμη να φύγει, αν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα υπολόγιζε. Η Ντίρι με κοίταξε με βλέμμα κεραυνού και αμέσως με ρώτησε αν έχω κάνει μπάνιο στα νερά του Θερμαϊκού. Κάνει κρύο, της απάντησα, και είναι βρόμικα, προσέθεσα. Αγρίεψε και με μάλωσε με το καλημέρα: «Γιατί ρυπάνατε τον ωκεανό σας;», είπε ρητορικά, σαν να θέλει να με στριμώξει για κάτι που ήξερε πως δεν έκανα εγώ, θέλοντας προφανώς να με κάνει να νιώσω το βάρος της έμμεσης ευθύνης.

Έκανα τον χαζό και συνέχισα, κάνοντάς της ένα κομπλιμέντο όταν μου είπε πως πάνε πάνω από 12 χρόνια που σταμάτησε το μόντελινγκ. Κάγχασε, και με επέπληξε και πάλι, απορώντας τι είδους κόλλημα έχουμε οι Δυτικοί με τη νεότητα και την ομορφιά. Αντέδρασα εις μάτην. Ήταν σαφές πως η Ντίρι δεν είχε έρθει στο φεστιβάλ για να χαριεντιστεί, αλλά για να περάσει στακάτα το μήνυμα της οδύσσειάς της. Μέσα σε πέντε λεπτά μιλούσε για την άγνοια γύρω από το θέμα του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Δεν συμβαίνει στην Αφρική, αποκάλυψε, αλλά και στην Τουρκία, όπως ανακάλυψε πριν από δυο χρόνια, στην κουρδική κοινότητα, στην Ασία, οπουδήποτε οι άνθρωποι ακούνε τι τους λένε να κάνουν χωρίς να ψάχνουν, πιστεύοντας λανθασμένα πως το λέει το Κοράνι.

«Δεν ξέρω αν είμαι σε καλό ή σε κακό δρόμο, αλλά είμαι σίγουρη πως το θέμα δεν θα αργήσει να τελειώσει», είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. «Το πρωί κράτησα στην αγκαλιά μου το κοριτσάκι μου, ένα τέλειο πλάσμα, την ίδια στιγμή που καταστρέφουν χιλιάδες κοριτσάκια χωρίς λόγο, σε όλες τις μεριές του πλανήτη. Γιατί; Ζω σε ένα υπέροχο σπίτι, έχω πολλά χρήματα, υγεία και ευτυχία αλλά δεν θα ησυχάσω αν δεν σταματήσει να χύνεται παιδικό αίμα με αυτό τον βάρβαρο τρόπο». Είχαμε υπερβεί το εικοσάλεπτο και δεν είχα τι να της πω. Με έβγαλε από τη δύσκολη θέση, απευθυνόμενη προς τη Δήμητρα από το φεστιβάλ, που μου έκανε νοήματα πως κάποιος άλλος συνάδελφος είχε σειρά. «Μπορείς να πας να πνιγείς», της φώναξε τραχιά, και κολλητά της έδωσε ένα φιλί στον αέρα, ενώ εκείνη είχε γουρλώσει τα μάτια της.

Σε πολλά από τα σιωπηλά της διαλείμματα ήθελα να κάνω κάτι, να της πιάσω το χέρι. Θυμόμουν σκηνές από την ταινία που είχα δει την προηγουμένη, ειδικά εκείνη που, μετά από προτροπή των νέων της φίλων, του φωτογράφου και της συγκατοίκου της, βρισκόταν σε νοσοκομείο για να την εξετάσει ένας γυναικολόγος, ο οποίος με φρίκη αντίκρισε το τραύμα του κοριτσιού. Ένας Αφρικανός νοσοκόμος, αντί να της μεταφράσει τα λόγια του γιατρού, την ταπείνωνε υπενθυμίζοντάς της την ντροπή που οφείλει να νιώθει αν πειράξει το σημάδι της φυλής της, αν τολμήσει και επιτρέψει να «ραφτεί» η παράδοση. Στη συνέντευξη, η Ντίρι είχε παρασυρθεί από τη διδακτική της διήγηση και δεν νομίζω πως θα εκτιμούσε οποιαδήποτε σωματική παρεμβολή, έστω κι ένα άγγιγμα συμπαράστασης, ένα απλό χάδι κατανόησης. Δεν ακουμπούσε κανέναν. Χαιρέτησε και έφυγε τρέχοντας για να διορθώσει το μακιγιάζ της, όπως είπε, γιατί «τα καταφέραμε και την κάναμε κι έκλαψε πάλι».

Η μαρτυρία της Γουόρις Ντίρι, παραληρηματική, χειμαρρώδης, ευαίσθητη και δυναμική, χωρίς να χρειαστεί να ανακαλέσει λεπτομέρειες που άλλωστε έχει γράψει στο best seller της το 1998, ήταν σαφώς πιο πλήρης από την ταινία Λουλούδι της Ερήμου της Σέρι Χόρμαν, ένα ξερό οδοιπορικό που βασίζεται στη δυνατή ιστορία και το καλύτερο στοιχείο της είναι ότι δεν θολώνει την πλοκή. Πλημμυρισμένη από την έκπαγλη ομορφιά της πρωταγωνίστριας Λίγια Κεμπέντε (μοντέλο από την Αιθιοπία, τώρα ζει στη Νέα Υόρκη· έχει εμφανιστεί και στο The good shepherd του Ντε Νίρο), η ταινία φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν κρύβει την επίμαχη σκηνή του ακρωτηριασμού και διαθέτει μια στρωτή αφήγηση, διανθισμένη με πολλά φλασμπάκ που εξηγούν την επιφύλαξη της πρωταγωνίστριας. Όπως σε πολλές περιπτώσεις, είναι τέτοια η δύναμη των πραγματικών περιστατικών και τόσο ανεξήγητα διαβολική η καταγωγή τους, που ένα έργο δεν μπορεί να συλλάβει το μέγεθος μέσω της αναπαράστασης, αλλά μόνο με υπέρβαση.